Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010

Eπανέρχομαι για τελευταία φορά μόνο και μόνο για να συγκεκριμενοποιήσω τα εξής: Πάντοτε οι μικρόνοες και οι μικρόψυχοι υποβιβάζουν τα κοινωνικά ζητήματα που τίθενται προς συζήτηση από κάποιες κεραίες της κοινωνίας, σε κλίμακα που ταιριάζει στο μπόι τους, δηλαδή στο πεδίο της προσωπικής αντιπαράθεσης. Μετατρέπουν δηλαδή το κοινωνικό πρόβλημα σε προσωπικό διότι μόνο σε τέτοια επίπεδα συζήτησης μπορούν να συμμετάσχουν, εκτοξεύοντας αφορισμούς προς αυτούς που ταράζουν τα νερά και ταυτόχρονα γλείφοντας τους δήθεν αδικημένους. Αυτές είναι καταστάσεις γνωστές από την αρχαιότητα και επιβεβαιώνουν ότι το ανθρώπινο γένος δεν έχει προχωρήσει ούτε κατά ένα βήμα από τότε. Γι' αυτό, συνήθως δεν απαντώ στους αυτόκλητους ταγούς του λαϊκού αισθήματος, οι οποίοι, αγανακτισμένοι συνήθως, παίρνουν το λόγο δημόσια κατόπιν κειμένων μου και, με δεδομένη τη μικρόνοια και τη μικροψυχία τους αλλά και την αδυναμία κατανόησης γραπτού κειμένου που είναι ασθένεια ευρέως διαδεδομένη στη χώρα μας, εντάσσουν τα ζητήματα που θέτω στην πεπερασμένη προσωπική τους σφαίρα, τα παραποιούν, μεταθέτουν αλλού το κέντρο βάρους τους, τα αλλοιώνουν και ουσιαστικά τα ακυρώνουν με αποτέλεσμα να μην προχωράει τίποτα. Έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν αυτό, οπότε ούτε και τώρα απαντάω σε κάποιον, απλά θέτω τα ουσιαστικά κατά τη γνώμη μου ζητήματα που προέκυψαν και αξίζει να τα αντιληφθούμε ως σύγχρονη κοινωνία αν θέλουμε επιτέλους να απελευθερωθούμε από τα βαρίδια του παρελθόντος. Για μένα λοιπόν δεν έχει καμία σημασία ποιος είναι ο συγκεκριμένος παπάς. Ποτέ δεν είχα σχέσεις με θρησκοληψίες και θρησκολαγνείες και ούτως ή άλλως όλοι οι εκφραστές τέτοιων ιδεοληψιών μού είναι αδιάφοροι. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο δεν αναφέρθηκα (ούτε ποτέ αναφέρομαι) σε συγκεκριμένα ονόματα αλλά παραθέτω και καυτηριάζω τις, κατά την άποψή μου, παρηκμασμένες νοοτροπίες τις οποίες εκφράζουν και με σθένος υποστηρίζουν οι φορείς τους. Δεν υπάρχει λοιπόν προσωπικό ζήτημα με τον συγκεκριμένο άνθρωπο εφημέριο και όσοι θέλουν να το υποβιβάζουν εκεί, το κάνουν κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια αλλά και λόγω ανύπαρκτων πολιτικών επιχειρημάτων προς αντιπαράθεση στα ουσιαστικά ζητήματα. Διότι τα ζητήματα που έθεσα και για μένα είναι καίρια και ενδεικτικά της παρακμής μας ως κοινωνία είναι τα εξής:Πρώτον ότι ο Ερωτόκριτος χαρακτηρίστηκε από συγκεκριμένο λειτουργό και παιδαγωγό ως ειδωλολατρικό κείμενοΔεύτερον ότι η λογοκρισία της Τέχνης λαμβάνει ακόμα χώρα στην κοινωνία που ζούμε, εντάσσοντάς την ακριβώς στον Μεσαίωνα. Οι τιμητές της θρησκοληψίας που βγήκαν και θα βγουν να με αφορίσουν ας απαντήσουν (όχι σε μένα, αλλά στον εαυτό τους) γιατί να υπάρχει ρωμαϊκή λάρνακα (προϊόν Τέχνης ειδολολατρών) εντός του αύλειου χώρου της εκκλησίας του Άη Γιώργη στο Φρούριο; Μήπως πρέπει να αποκαθηλωθεί ως υβριστική για την ιερότητα του χώρου; Όσον αφορά στη λογοκρισία της Τέχνης, αυτό είναι αποτέλεσμα αμορφωσιάς και στενότητας πνεύματος και το ξαναείδαμε πριν μερικά χρόνια στην πόλη μας όταν απαγορεύτηκε να ανέβει συγκεκριμένη θεατρική παράσταση στο Ομήρειο, λόγω του ότι οι αντιδήμαρχοί μας την έκριναν ως ακατάλληλη και προκλητική!Τρίτο και τελευταίο σημαντικό κατά τη γνώμη μου θέμα είναι η νοοτροπία μιζέριας και κακομοιριάς που αποκαλύφθηκε σε όλο της το μεγαλείο από τη συμπεριφορά των ανθρώπων του Συλλόγου του Φρουρίου. Αυτά λοιπόν, συνεπτυγμένα: η ΚΑΚΟΜΟΙΡΙΚΗ ΜΙΖΕΡΗ ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ, η ΘΡΗΣΚΟΛΗΨΙΑ και η ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ, είναι τα τρία κοινωνικά χαρακτηριστικά, τα οποία με συγκεκριμένα παραδείγματα σχολίασα και αυτά πρέπει να μας προβληματίσουν ως κοινωνία και να μας οδηγήσουν σε διάλογο με στόχο τη βελτίωσή μας. Ας αφήσουμε κατά μέρος όσους ανεπαρκείς αυτόκλητους τιμητές βλέπουν πίσω από όλα μονάχα προσωπικές επιθέσεις διότι η κοινωνία είναι και οι άλλοι, που ευτυχώς είναι ένα ικανό ποσοστό, οι οποίοι κατανοούν, προβληματίζονται και ελπίζουν.

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

Κρίση είναι η κοινωνική μιζέρια

Αναρωτιέμαι ύστερα από όσα είπαμε μέχρι σήμερα περί του ρόλου της Τέχνης στη διαχείριση της κρίσης, πώς μπορεί να γίνει αυτό σε μια Ελλάδα που βρίθει ακόμα προκαταλήψεων, θρησκοληψιών, μικροψυχίας και μιζέριας
Ως οπαδός του δημόσιου χρόνου, δηλαδή του προσωπικού χρόνου που ο καθένας θα έπρεπε να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο, είτε με προσωπική εργασία για την επίτευξη κάποιου στόχου, είτε για προσφορά τέχνης, λόγου, σκέψης κλπ σε δημόσιο χώρο προς τέρψη και προς αφορμή κοινωνικοποίησης, συζήτησης, αλληλεπίδρασης, θεώρησα καλό να οργανώσω μια λογοτεχνική βραδιά όπου θα διάβαζα σε όσους φίλους μαζεύονταν, αποσπάσματα από το τελευταίο μου βιβλίο "Ήλιος με δόντια"
Θεώρησα επίσης καλό, επειδή το βιβλίο εξελίσσεται κατά ένα μέρος του μέσα στη συνοικία του Φρουρίου της Χίου αλλά και επειδή το Φρούριο αποτελεί έναν αγαπημένο μου τόπο που είναι άγνωστος για τους πολλούς κατοίκους του νησιού μιας και αποφεύγουν να μπαίνουν εντός του λόγω παλαιών προκαταλήψεων (πορνείων κλπ), να διοργανώσω την εκδήλωση σε έναν από τους δύο κατάλληλους δημόσιους χώρους που υπάρχουν εντός της συνοικίας
Ο ένας χώρος ήταν η αυλή της εκκλησίας του Άη Γιώργη, όμορφη αυλή ενός παλιού μεντρεσέ, με ρωμαϊκή λάρνακα στη μέση, σκηνικό εποχής
Πέρασα λοιπόν και ρώτησα τον εφημέριο αν θα είχε πρόβλημα να γίνει εκεί μέσα η εκδήλωση και έλαβα την απάντηση "φέρε μου τα κείμενα που θα διαβάσεις να δω αν είναι θρησκευτικά και αν ναι, τότε δεν έχω κανένα πρόβλημα". Λογοκρισία δηλαδή.
Όπως ήταν φυσικό έφυγα δίχως να το συζητήσω. Φεύγοντας ο εφημέριος, σεμια προσπάθεια να δικαιολογηθεί, μού έδωσε τη χαριστική βολή. Πριν μερικά χρόνια, είπε, έλαβε ένα αίτημα κάποιου σκηνοθέτη, ο οποίος, άκουσον άκουσον, ήθελε, λέει, να ανεβάσει εντός της αλής του Άη Γιώργη τον Ερωτόκριτο, που είναι ένα ειδωλολατρικό κείμενο αφού ο Ερωτόκριτος ορκίζεται, είπε ο εφημέριος, στα άστρα στον ουρανό στον ήλιο στο φεγγάρι και όχι στον θεό! Δεν το πιστεύετε μάλλον αυτό που άκουσαν τα αυτιά μου αλλά σας βεβαιώ ότι είναι αληθινό. Σας βεβαιώ επίσης ότι ο εν λόγω εφημέριος είναι και καθηγητής μέσης εκπαίδευσης και κάνει μάθημα σε παιδιά.
Έτσι απέρριψα κι εγώ την ιδέα της αυλής του Άη Γιώργη (με τι προσόντα άλλωστε θα μπορούσα να την διεκδικήσω, με έναν ομοφυλόφιλο παπά που είναι ο ήρωας του βιβλίου; Μάλλον αφορισμό θα διεκδικούσα και απορώ γιατί ακόμα δεν έχει κινηθεί το ζήτημα. Ίσως επειδή ο αρμόδιος Μητροπολίτης είναι πλέον γηραιός και δεν έχει διάθεση να αναμοχλεύει τέτοια πράγματα)
Πήγα λοιπόν στον εναπομείναντα προσφερόμενο χώρο, την κεντρική πλατεία του Φρουρίου
Εκεί, έμαθα κατόπιν ότι ο Πολιτιστικός Σύλλογος των κατοίκων διαθέτει γραφεία και χάρηκα διότι θεώρησα πως θα έχω κάποια βοήθεια π.χ. αν χρειαστώ έστω καμιά καρέκλα για να καθίσει κάποιος τυχόν ηλικιωμένος ακροατής
Επικοινώνησα λοιπόν με τον Πρόεδρο του Συλλόγου και τον ενημέρωσα περί του τι θα λάβει χώρα έξω από τα γραφεία τους για να λάβω την απάντηση ότι καμία καρέκλα δεν πρόκειται να βγει έξω από τα γραφεία διότι φοβάται μην τους τις σπάσουμε! Με πήρε και τηλέφωνο την παραμονή της εκδήλωσης για να μου δηλώσει (μην τυχόν και δεν το εννόησα καλώς) ότι πρέπει να κανονίσω την πορεία μου και να βρω άλλους τρόπους να κάνω την εκδήλωση διότι δεν πρόκειται ούτε μία καρέκλα να βγει έξω από τα γραφεία και πως αυτό ήταν απόφαση έκτακτου (όπως κατάλαβα) ΔΣ του Συλλόγου!
Ακόμα νιώθω τα σαγόνια μου κρεμασμένα από την έκπληξη, το ίδιο κι εσείς υποθέτω
Αυτή όμως είναι η Ελλάδα που ζούμε τόσα χρόνια και έτσι αντιμετωπίζει όποιον δεν κοιτάει τη δουλίτσα του, δεν είναι καλός χριστιανός και νοικοκύρης, όποιον ανακατεύεται με τα πίτουρα.

Η οικονομική κρίση είναι η τελευταία από τις κρίσεις που περνάει εδώ και πάρα πολλά χρόνια αυτός ο τόπος. Είναι αποτέλεσμα της κρίσης αξιών και της έκπτωσης συνειδήσεων και αξιοπρέπειας που τις βιώνουμε χρόνια, αλλά επειδή οι νεοέλληνες μάθανε να νιάζονται μόνο για το πορτοφόλι, κατάλαβαν τώρα μόλις αυτό που οι κεραίες της κοινωνίας συλλαμβάνουν και εκπέμπουν εδώ και δεκαετίες, δηλαδή ότι υπάρχει κρίση.

Τρίτη 25 Μαΐου 2010

Όργιο Τεχνών!

Πρόσφατα, καλώς ή κακώς, μπήκαμε σε μια νέα εποχή, σε μια νέα ιστορική φάση του νεοελληνικού κράτους που από την εδαφική ολοκλήρωσή του και μετά έζησε ένα μεγάλο και καταστροφικό πόλεμο, κατόπιν έναν εμφύλιο, ύστερα πέρασε σε μια εποχή ανασυγκρότησης, μεταπήδησε σε μια εποχή ισοπέδωσης των πάντων (εκεί έγινε το κακό, τότε υμνήθηκε η αμορφωσιά), η οποία οδήγησε σε μια εποχή δήθεν ευμάρειας, με αποτέλεσμα την κατάληξη στη σημερινή κρίση. Αν δούμε το κράτος μας σαν ένα παιδί που γεννιέται, μπορούμε να πούμε ότι έχει περάσει πάμφτωχα παιδικά χρόνια, διέρχεται ύστερα από μια πολύ δύσκολη (από εξωγενείς αλλά και εσωτερικούς παράγοντες) εφηβεία, η οποία τον οδηγεί σε ακραίες συμπεριφορές και καταστάσεις, σώζεται όμως πάντα ως εκ θαύματος την τελευταία στιγμή και κατόπιν, μεγαλώνοντας κάπως, βάζει μυαλό που λένε, παραδίνεται, συμμορφώνεται με την πιάτσα, όπως λέγαν και οι παλιότεροι, αρχίζει να φτιάχνει τη ζωή του με μια κανονικότητα αλλά μόλις παίρνει λιγάκι τα πάνω του και νιώθει ότι κατέκτησε μια κάποια επιτυχία, ξεχνάει το παρελθόν του, ξεφεύγει, έλλειψη ουσιαστικής μόρφωσης ονομάζεται αυτό, καβαλάει το καλάμι και χάνεται, σκορπίζεται από δω κι από κει κι απομένει στο τέλος δυστυχής γηραιός που περιμένει το θάνατο.
«Καλή ζωή σκατά διαθήκη», έτσι λέει η λαϊκή ρήση και μέχρι πρόσφατα το λέγανε για τους μποέμ τύπους, αυτούς που ξεφεύγανε από την πεπατημένη, που κάνανε τη ζωή τους όπως νομίζανε. Τώρα ισχύει και θα ισχύσει πολύ περισσότερο στο μέλλον, ακόμη και για τους μέινστριμ, τους κατά κανόνα απαίδευτους νεόπλουτους που ακολούθησαν την ως άνω περιγραφείσα πορεία ζωής, έχοντας ξεχάσει να καλλιεργηθούν, και οι οποίοι θα βλέπουν την κατάρρευση (προσωπική και γενική) και δεν θα μπορούν να τη χωρέσουν στο έτσι κι αλλιώς πλήρες, εκ της μακροχρόνιας αποθήκευσης ανούσιων πληροφοριών, κεφάλι τους.
Η κοινωνία όμως δεν είναι μόνο αυτοί που φεύγουν, είναι κυρίως αυτοί που έρχονται, οι νεώτεροι, οι οποίοι είναι ανάγκη πάσα να μην ακολουθήσουν τον ίδιο στραβό δρόμο, να ανοίξουν τα μάτια τους από νωρίς και να βλέπουν, να μορφώνονται και να ψάχνουν το διαφορετικό, να μην το φοβούνται, να μπουν στην παραγωγή (τέχνης και αγαθών) και όχι στην κατανάλωση. Και εδώ έρχεται η ευθύνη των ανθρώπων της Τέχνης, ο ρόλος της οποίας δεν είναι άλλος από το να δείξει εναλλακτικούς δρόμους ζωής, να προτείνει διαφορετική ματιά, να προωθήσει την αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων, να φέρει σε πρώτο πλάνο την ψυχή, την οποία τόσα χρόνια είχε στριμώξει σε σκοτεινή γωνία η κοινωνία του εύκολου (και δανεικού) πλούτου. Αδοκίμως λοιπόν θα γράψω: Η Τέχνη από δω και μπρος στην Ελλάδα πρέπει να οργιάσει! Έχουμε το παράδειγμα της Αργεντινής, η οποία αν ακόμη υπάρχει ως κοινωνία και όχι ως ζούγκλα το οφείλει αποκλειστικά στις τέχνες που οργίασαν κυριολεκτικά μετά την κρατική πτώχευση. Ας ελπίσουμε ότι εξ ενστικτώδους αντίδρασης το ίδιο θα γίνει και στην Ελλάδα και ας προσπαθήσουμε όλοι μαζί να δίνουμε τον καλύτερο εαυτό μας στους γύρω μας. Είναι και η καθημερινή ζωή μια τέχνη, ας το θυμηθούμε επιτέλους.

Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Τι λέγαμε;

Μπήκα χτες σε κάποιες πανελλήνιας εμβέλειας ενημερωτικές ιστοσελίδες και πέτυχα πρώτο θέμα την ματαίωση των πανελλαδικών εξετάσεων τριών (३) μαθητών του εσπερινού λυκείου Χίου επειδή παρεμποδίστηκε η διαδικασία από τους απεργούς

Μοναδικό πανελληνίως το φαινόμενο

Δεν ξέρω ποιοι τοπικοί επαναστάτες τα κατάφεραν τόσο καλά, ξέρω όμως ότι η συμμετοχή στην απεργία κυμάνθηκε γύρω στο οχτώ τοις εκατό στην ΕΛΜΕ Χίου, ξέρω ότι αν ήταν ημέρα πανελληνίων για τα "κανονικά" λύκεια, η επανάστασή τους θα είχε καταπνιγεί εκ των έσω (για διάφορους κοινωνικούς και επαγγελματικούς λόγους), ξέρω ότι την πλήρωσαν τη νύφη τρία παιδιά που δεν φταίνε για το αν το σύστημα είναι σάπιο και για όλες τις θεωρείες που πρεσβεύει η επανάσταση, η οποία βέβαια είναι κοντά στη νεολαία και τη στηρίζει και λοιπά και λοιπά, ξέρω ότι όσα έγραφα προχτές περί απουσίας νοήματος των απεργιών στις μέρες μας αφού δεν υπάρχει παραγωγή και περί εκβιασμού της μιας κοινωνικής τάξης προς την άλλη επαληθεύτηκαν πριν καν προλάβει να στεγνώσει το κρεμασμένο μου κείμενο, ξέρω ότι τα διάφορα "πολιτικά" ΄λόγια καθοδηγητών θα ξαναχτυπήσουν και ίσως με πουν αυτή τη φορά λαϊκιστή που δεν βλέπει το δάσος αλλά το δέντρο, δεν βλέπει τη φάκα αλλά το τυρί, (και δεν μιλάω γι αυτούς που μπαίνουν και σχολιάζουν εδώ, μιλάω για αυτούς που ξέρουνε μόνο να πετάνε λόγια στον αέρα), ξέρω τέλος πάντων ότι όλο αυτό που έγινε χτες στη Χίο και ματαιώθηκαν οι εξετάσεις ήταν το κερασάκι στην τούρτα της γελοιότητας στην οποία έχουν οδηγήσει τις απεργίες και τις διαμαρτυρίες όσοι τρέφονται από το σύστημα και ταυτοχρόνως προσπαθούν (δήθεν) να το ανατρέψουν

Πολιτική φιλοσοφία από καρέκλα που λαμβάνει δημόσιο χρήμα δε γίνεται αγαπητοί κι αν γίνεται είναι επικίνδυνη και οι φορείς της τουλάχιστον αστείοι, που κάποιες φορές όπως η χτεσινή, μετατρέπονται σε κοινωνικούς επιβήτορες σαν αυτούς που κατά συνήθειαν καθημερινά καταγγέλουν

Αυτά

και όσο για τον ουμανισμό μου, τα είπαμε

Προτιμώ όμως τους παραδομένους και βολεμένους στο σύστημα από εκείνους που τρώνε από κει που φτύνουνε

Πολιτιστική Πολιτική και Τοπική Αυτοδιοίκηση; Εδώ (στη Χίο) γελάμε

Πριν από δεκατέσσερα χρόνια, όταν ξεκινήσαμε μια ομάδα ανθρώπων να μελετούμε το νησί, να φωτογραφίζουμε, να αρχειοθετούμε και να εκδίδουμε ένα περιοδικό όπως το Πελινναίο, η επίσημη τοπική εξουσία μάς ενέταξε αμέσως στους τρελούς, τους γραφικούς, τους παράξενους, τους αντιρρησίες ανάπτυξης και άλλα τέτοια με αποκορύφωμα την προσωπική μου ένταξη στην κατηγορία των κατασκόπων με όσα γνωστά επώδυνα επακόλουθα είχε αυτό εκείνη την εποχή

Από τότε μέχρι σήμερα, κανένας φορέας του νησιού από τη Νομαρχία μέχρι τον μικρότερο Δήμο ή Υπηρεσία δεν έχει ενδιαφερθεί ποτέ για τη δουλειά που κάνουμε και δεν έχει εγγραφεί ποτέ συνδρομητής του Πελινναίου

Επίσης, όταν κάποτε ξεκινήσαμε να διοργανώνουμε εκπαιδευτικά προγράμματα στα σχολεία για να ενημερώνουμε τους μαθητές σχετικά με θέματα ιστορίας και φύσης της Χίου, δεχτήκαμε βρόμικη και τελείως άδικη και κακόβουλη επίθεση από συγκεκριμένα άτομα μέσα από τον τοπικό τύπο

Μετά από όλα αυτά και κατόπιν της πρόσφατης πρότασής μου για δημιουργία Δημοτικού Κέντρου Ιστορίας και Τεκμηρίωσης στην οποία ουδείς μα ουδείς τοπικός άρχοντας μπήκε στον κόπο να σχολιάσει έστω, επιστρέφω ξαφνικά στο νησί και πέφτω πάνω σε Συνέδριο με τον βαρύγδουπο τίλτο "Πολιτιστική Πολιτική και Τοπική Αυτοδιοίκηση"!! στην έναρξη του οποίου απευθύνουν χαιρετισμούς προς τους συνέδρους όλοι αυτοί που τόσα χρόνια προσωποποιούν με το χειρότερο τρόπο όσα παραπάνω περιγράφω

Να πουν τι;Να επιδείξουν τι;

Αισθάνομαι ντροπή γιατί ένα νησί με τέτοιο πλούτο και παράδοση στην πνευματικότητα έχει περιπέσει σε τέτοια παρακμή, χρόνια το λέω αυτό δεν είναι καινούριο, αλλά τώρα βλέπω ότι δεν τηρούνται πλέον ούτε τα προσχήματα

Καλωσορίζω τους συνέδρους και την κυρία Μενδώνη και μετά λύπης τους πληροφορώ ότι τίποτα από αυτά που θα πουν και θα αναλύσουν στις συνεδρίες τους, δεν ενδιαφέρει δυστυχώς την παρηκμασμένη έως πυθμένα τοπική μας αυτοδιοίκηση

Με τιμή και δίχως καμία ελπίδα πλέον

Γιάννης Μακριδάκης

Διευθυντής

Κέντρου Χιακών Μελετών Πελινναίο

Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Απορία

Σας παρακαλώ βοηθήστε τη σκέψη μου
Δε μπορώ να καταλάβω ποιο είναι το νόημα της απεργίας σε μια χώρα που δεν έχει παραγωγή
Να απεργείς για να μην παράξεις πλούτο μια μέρα, δυο μέρες, επ' αόριστον, το καταλαβαίνω, πονάει αυτό, έχει άμεσες συνέπειες για τις κυβερνήσεις που έχουνε καταντήσει λογιστές, κοιτάνε κάθε μέρα τι μπαίνει και τι βγαίνει
Σε ένα κράτος δημοσίων υπαλλήλων όμως, άντε και εμπόρων που διακινούν κατά το πλείστον είδη εισαγωγής τι επίπτωση μπορεί να έχει μια απεργία;
Πιστεύω καμία πέραν της στιγμιαίας απορρύθμισης της ζωής που οδηγεί σε εκβιασμό της μιας τάξης προς την άλλη διότι από κάθε απεργία κάποιοι θίγονται, της εξοικονόμησης από τον κρατικό κορβανά των μισθών των απεργών (ευλογία για την κυβέρνηση οι απεργίες των υπαλλήλων της στις μέρες μας) και της αύξησης του τζίρου των καφενείων, καφετεριών και λοιπών ομοειδών καταστημάτων που ως γνωστόν δεν απεργούν ποτέ।
Υπάρχει κάτι που δεν σκέφτομαι;

Παραλίγο

Τόπος: Χίος, ξενοδοχείο Χανδρή, ώρα ογδόη απογευματινή της Δευτέρας δεκαεφτά Μαίου
Θέμα: Ένα δευτερόλεπτο πριν την τρομοκρατική επίθεση

Σάββατο 15 Μαΐου 2010

Πάμε πάλι

Και τώρα λοιπόν που επιτέλους πήραμε χαμπάρι όλοι τι ακριβώς συνέβαινε τόσα χρόνια, η από δω και πέρα πορεία είναι μονόδρομος. Η Ελλάδα χρειάζεται «φορμάτ». Ας κάνουμε ένα «μπακ-απ» των υγιών στοιχείων και μετά καθαρισμός και επανεκκίνηση. Και για να κάνει η Ελλάδα «φορμάτ» πρέπει να το κάνει ο καθένας από μας μέσα του. Ας κάνουμε λοιπόν την αυτοκριτική μας, ας κρατήσουμε ο καθένας από τον εαυτό του ό,τι στοιχείο προάγει την ιδιότητά μας ως αξιοπρεπή, υπεύθυνο και συνειδητό Πολίτη και ας αφήσουμε πίσω όλα τα φτηνά και ιδιοτελή κίνητρα που μας καθοδηγούσαν τόσα χρόνια. Πρέπει να γίνουμε πάνω απ’ όλα Πολίτες. Με συναίσθηση της κοινωνικής ευθύνης, του σεβασμού και της συνέπειας απέναντι στους εαυτούς μας και στους γύρω μας, να νιώσουμε ότι ο βίος μας είναι ο ορισμός της έννοιας «πολιτική» και η καθημερινή συμπεριφορά μας ο ορισμός του όρου «πολιτισμός».
Ας φροντίσει ο καθένας από μας να ανεβάσει το επίπεδό του ως Πολίτης για να νιώσει ο ίδιος καλύτερα κι έτσι να προβάλει μια πιο ποιοτική εικόνα του εαυτού του στον έξω κόσμο. Αυτή είναι μονάχα η πορεία, η προσωπική επανάσταση. Όλα τα άλλα, τα περί ανατροπής του συστήματος στους δρόμους κλπ, είναι λόγια πλέον κενά, τα οποία το μόνο που πέτυχαν τόσα χρόνια ήταν να θέσουν τους εκφραστές τους στο κουτάκι «γραφικοί» της συλλογικής συνείδησης.
Δυστυχώς ο συνειδητός Αριστερός κατάντησε γραφικός διότι η Αριστερά έγινε «αστικά κόμματα» και μπήκε βαθιά στο κόλπο, με μισθούς, στελέχη, βουλευτικές αποζημιώσεις και οπαδούς κατά μεγάλο ποσοστό δημοσίους υπαλλήλους, άρχισε με χίλιους δυο τρόπους να μασάει χρήμα από τον δημόσιο κορβανά, να επιβιώνει από το σύστημα και να αρκείται στο να σκάει πού και πού καμιά τσιχλόφουσκα στο δρόμο για κάνει ντόρο (ή, κατά τους πλέον υποψιασμένους, για να ρίχνει στάχτη στα μάτια). Διότι για να ανατρέψεις ένα σύστημα πρέπει πρώτα απ’ όλα να σε συμφέρει αυτή η ανατροπή. Κι εδώ και πολλά χρόνια, μόνο η ανατροπή του συστήματος δεν συμφέρει στην αριστερά και τα στελέχη της που χαράζουν τις κατευθύνσεις. Έτσι, είναι τουλάχιστον υποκριτική, ανέντιμη -διότι συντηρεί το σύστημα δίνοντας πλάνους τρόπους δράσης στον λαό- η μόνιμη εδώ και χρόνια προπαγάνδα των αριστερών κομμάτων υπέρ της ανατροπής του συστήματος στους δρόμους και μάλιστα με αιτήματα οικονομικίστικα. Το σύστημα ανατρέπεται εντός μας.
Η Αριστερά πρέπει να εμπνέει, να ανοίγει δρόμους εσωτερικούς σε καθέναν χωριστά, όχι να δημιουργεί όχλους.

Τρίτη 11 Μαΐου 2010

Επιτέλους κρίση!

Το λάιφ-στάιλ είναι μαγικό, παίρνει τα μηδενικά και τα κάνει νούμερα, λέει ένα σύνθημα του καιρού μας. Του καιρού που μόλις αφήσαμε πίσω μας δηλαδή, διότι από δω και μπρος αλλάζει ο αέρας γύρω μας.

Αυτό το σύνθημα λοιπόν λέει πάρα πολλά, είναι μια τεράστια φιλοσοφία που κλείνει μέσα της όλα τα κακά της μοίρας μας ως ελληνική σύγχρονη πραγματικότητα.

Η αρχή λοιπόν έγινε με τον αλήστου μνήμης Ανδρέα Παπανδρέου ο οποίος εν γνώσει του ή εν αφελεία του (διαλέγετε και παίρνετε, εγώ ξέρω τι διαλέγω) κανόνισε να θέσει τις βάσεις στέρεα έτσι ώστε μετά το θάνατό του να υποδουλώσει τους έλληνες στην κεφαλαιοκρατία του καπιταλισμού. Και τα κατάφερε πολύ καλά και πολύ πιο νωρίς από το σήμερα. Απλά σήμερα το πήρε χαμπάρι και ο κάθε πικραμένος. Ο κάθε πικραμένος από όσους πίστεψαν προ 30ετίας ότι η Ελλάδα έχει χρήμα με ουρά, παράτησε τις ασχολίες του για να γίνει μούρη στην κοινωνία, διορίστηκε σε θέση που δεν υπήρχε στο δημόσιο και έκανε αγώνα για να βάλει μετά και τα παιδιά του σε παρόμοιες θέσεις φαντάσματα, έγινε βλαχοδήμαρχος και βλαχοπαράγοντας με αναπτυξιακές ιδέες και όραμα βαρύγδουπον για την ιδιαιτέρα πατρίδα του, δημιούργησε μια γενιά απογόνων ανίκανη να διανοηθεί τι σημαίνει παραγωγή, με όνειρο μονάχα μια θέση τού βρέξει – χιονίσει μηνιάτικου, μια γενιά τελειωμένων από τα 25 χρόνια τους, ξεσκίστηκε στο να απομυζεί το δημόσιο διότι του μάθανε ότι το δημόσιο δεν ανήκει σε κανέναν, έκλεβε δηλαδή το πορτοφόλι που τον έθρεφε και το έβριζε κι από πάνω επειδή δεν του κάνει αύξηση σύμφωνα με τις ανάγκες του. Του κάθε πικραμένου λοιπόν που κατάστρεψε φύση, μνημεία, ανθρώπων έργα, ακόμα και τις παραδόσεις κάθε γωνιάς της Ελλάδας κατάστρεψε μετατρέποντας τες σε κιτς απομιμήσεις γαρνιρισμένες με χαμηλού επιπέδου θεάματα και ακούσματα. Του κάθε πικραμένου που έμαθε ξαφνικά τις Άλπεις, τις Σευχέλες, το Ντουμπάι και άλλους προορισμούς ενώ την ίδια στιγμή δεν είχε δει το διπλανό χωριό, τη διπλανή του πόλη. Του κάθε πικραμένου λοιπόν που χρόνια τώρα είναι υπόδουλος στο καπιταλιστικό σύστημα με δάνεια και κάρτες, έχει γίνει γρανάζι προ πολλού με μόνιμη απαίτηση να λαδώνεται περισσότερο ξέροντας ότι όσο λάδι και πάρει δεν του αρκεί διότι αυξάνονται ταυτόχρονα και οι «ανάγκες» του, έχει καταστρέψει με τις κοινωνικές αυτές αλλαγές και την Αριστερά, η οποία πλέον φαντάζει ως επίτροπος σε εκκλησία που παρακαλεί μονάχα για οικονομική ενίσχυση (αν είναι δυνατόν, η Αριστερά να μιλάει με οικονομικίστικους όρους και να έχει προμετωπίδα της ιδεολογίας και των αιτημάτων της την αύξηση των μισθών!!!).

Ο κάθε τέτοιος πικραμένος λοιπόν που εδώ και χρόνια ροκανίζει και βρίζει την κακομοιριά του κράτους που ο ίδιος δημιουργεί, κατάλαβε (επιτέλους!) προχτές ότι το σύστημα τον έχει υπόδουλο!

Κάλλιο αργά παρά ποτέ.

Έτσι, για να δούμε κι εμείς, οι χρόνια απέχοντες και λοιδορούμενοι γι’ αυτό ως περιθωριακοί, ημίτρελοι, κατάσκοποι, αδερφές, σαλταρισμένοι, οικολόγοι, ρόμπες, αντιδραστικοί, μηδενιστές και λοιποί αναξιοπαθούντες που τόσα χρόνια ασκούσαν κριτική και ύψωναν φωνή διαμαρτυρίας και άποψης αντί να ευημερούν και να τρώνε με χρυσά κουτάλια, αντί να καταπατούν εκτάσεις και να χτίζουν ξενοδοχεία, αντί να ζητάνε επεκτάσεις αεροδρομίων και έλευση όλο και περισσότερων τσάρτερς, αντί να παίρνουν δάνεια και να τρέχουν σε διακοπές, αντί να κοιτάνε τη δουλίτσα τους και να μην ανακατεύονται στις δουλειές των καλών νοικοκυραίων, αντί να γίνονται μόνιμη τροχοπέδη στην ανάπτυξη του τόπου, έτσι λοιπόν για να δούμε κι εμείς τις αντιδράσεις όσων τώρα μόλις κατάλαβαν πως τόσα χρόνια ροκανίζανε το κλαδί πάνω στο οποίο καθόντουσαν।

Ευτυχώς αυτή η κρίση ήρθε και θα είναι ακόμα πιο σκληρή στο άμεσο μέλλον. Ακόμα δεν είδαμε τίποτα και ούτε τα μέτρα που ελήφθησαν πρόσφατα μπορούν να αλλάξουν την κατάσταση. Η Ελλάδα θα πτωχεύσει διότι αυτό είναι το σχέδιο που υπηρέτησαν πιστά όλες οι κυβερνήσεις εδώ και τριάντα χρόνια, έχοντας τη στήριξη μιας βολεμένης πλειοψηφίας που έγινε μούρη εκ του μηδενός και την ανοχή μιας αλλοτριωμένης Αριστεράς που είδε να χάνει απότομα όλο το εργατικό δυναμικό των υποστηρικτών της και να μεταλλάσσεται σε Αριστερά των υπαλλήλων που άλλο αίτημα δεν έχουν από την αύξηση του μισθού της καρέκλας τους.

Το κακό είναι ότι σε αυτή την αναξιόπιστη χώρα που τόσα χρόνια κυβερνάται από μηδενικά, τα οποία εκφράζουν βέβαια απόλυτα τους ψηφοφόρους τους, σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, τις συνέπειες της κρίσης θα πληρώσουν και όσοι ποτέ δεν συμμετείχαν στο φαγοπότι. Γι’ αυτούς τους λιγοστούς σφίγγεται η καρδιά μου μονάχα. Διότι όλοι οι άλλοι, εργαζόμενοι, συνταξιούχοι, επιχειρηματίες και λοιπές «παραγωγικές τάξεις» (!!) των καλών νοικοκυραίων, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο (ως χρόνια υπηρέτες του ιδίου συμφέροντος δίχως κοινωνική, συλλογική και Πολιτική συνείδηση) συνέβαλαν στο να φτάσει εδώ που έφτασε η κατάσταση. Οι λιγοστοί αθώοι όμως θα επιβιώσουν και πάλι. Είμαι βέβαιος, αφού εδώ τριάντατόσα χρόνια τώρα επιβιώνουν με τόσα αρπακτικά τριγύρω τους.

Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

Τι έγινε ρε παιδιά;!!

Μάλλον πρέπει να ξαναρχίσω να γράφω εδώ
οκ, μηνύματα ελήφθησαν
επανέρχομαι σε λίγο, ετοιμαστείτε!

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2010

Άι παράτα μας…(ή αλλιώς οι Ευρωπαίοι και η Ελλάδα)

Είστε λοιπόν Αθηναίος. Ζείτε ολοχρονίς μέσα στο άγχος, στο μποτιλιάρισμα, στις πορείες, στις απεργίες, στα επεισόδια. Φεύγετε το πρωί για το γραφείο, λόγω του ότι είστε πλέον στέλεχος, τι άλλο θα μπορούσατε άλλωστε, και επιστρέφετε το βράδυ κατάκοπος στην οικογενειακή στέγη. Έχετε το σύνολο της ψυχαγωγίας έξω από την πόρτα σας αλλά δεν προλαβαίνετε. Τη βγάζετε με γεύματα εργασίας και το βράδυ με καμιά πίτσα ή μακαρόνια ή κάνα ψητό κοτόπουλο που παραγγέλνετε απ’ έξω αφού κι εσείς κι η σύζυγός σας δουλεύετε και ποιος να μαγειρέψει. Τα παιδιά από μικρά έχουν χοληστερίνη και σας βλέπουνε μόνο στον ύπνο τους. Στον ξύπνιο βλέπουνε την αλλοδαπή συνήθως νταντά, η οποία παρόλο που ήρθε συστημένη από εκατό μεριές, σας είναι μόνιμος βραχνάς με όσα βλέπετε στην τηλεόραση να γίνονται στον κόσμο.
Είστε λοιπόν ένας από τα τόσα εκατομμύρια πανομοιότυπους και ξαφνικά έρχεται το καλοκαίρι. Μαζεύετε παιδιά σκυλιά συμπράγκαλα και πάτε στο νησί. Σας περιμένει εκεί όπως κάθε χρόνο ο κυρ Γιώργης για να σας νοικιάσει το στούντιο που έχτισε κάποτε μες στο κτήμα του κι έχει ολόγυρα διάφορα καρποφόρα δέντρα μα και μποστάνια με καρπούζια, κήπους με ζαρζαβατικά καθώς και διάφορα ζωάκια λιμπερτά να τρεχοβολάνε μες στη χωμάτινη αυλή και στο χωράφι.
Όμορφα όλα αυτά και γραφικά. Για κάτι τέτοια, συν τη θάλασσα που είναι μια δρασκελιά δρόμος, πληρώνετε όσα σας ζητήσει ο κυρ Γιώργης κάθε χρόνο, χρόνια τώρα. Μα όσο μεγαλώνετε κάτι σας ζορίζει. Είναι το κομπόδεμά σας που βάρυνε κι είναι εις θέση να αποκτήσει το δικό του εξοχικό, να ’ναι και όπως ακριβώς το θέλετε, τα βάζετε κάτω και βλέπετε πως με τόσα λεφτά που δίνετε κάθε χρόνο στον κυρ Γιώργη θα κάνατε πολύ γρήγορα απόσβεση και θα σας έμενε και το εξοχικό. Μιλάτε λοιπόν στον κυρ Γιώργη, τον βρίσκετε λιγάκι στριμωγμένο με κάτι γιατρούς με κάτι από δω με κάτι από κει και τσουπ, σας πουλάει το στούντιο. Σε κάποια άλλη περίπτωση, αγοράζετε ένα κοντινό μ’ εκείνο και βάζετε τον κυρ Γιώργη επιστάτη, η συνέχεια της ιστορίας όμως είναι ίδια και στις δυο περιπτώσεις.
Αρχίζετε λοιπόν τις παρεμβάσεις. Εκσυγχρονισμός κτήματος. Όλο το χειμώνα στέλνετε στον κυρ Γιώργη λεφτά από την Αθήνα για να επιληφθεί των εργασιών που ονειρεύεστε για το κτήμα σας. Για να νιώθετε άνετα στις διακοπές σας χρειάζονται αλλαγές στα έπιπλα και στην οικοσκευή, για να είναι τα τέκνα σας ασφαλή σε ένα περιβάλλον πολιτισμένο και αποστειρωμένο πρέπει να γίνουνε εργασίες στο κτήμα, να εμβολιαστούν και να μαντρωθούν τα ζώα, να ευ-θανατωθούν τα επικίνδυνα, να περιφραχτούν τα δέντρα, να αλλάξουν οι ποικιλίες για να μην καταπιεί κάνα μανταρινοκούκουτσο η πιτσιρίκα σας και πνιγεί και διάφορα άλλα τέτοια. Για να είναι και το τζιπ σας αστραφτερό πρέπει να τσιμεντοστρωθούνε οι χωμάτινες αυλές και οι διάδρομοι ανάμεσα στα παρτέρια, και να πεισθεί με κάθε τρόπο ο τοπικός δήμαρχος να ασφαλτοστρώσει όλους τους χωμάτινους δρόμους που οδηγούν στις κοντινές παραλίες. Όλες αυτές τις εργασίες τις κάνετε μέσω του κυρ Γιώργη που ζει μόνιμα εκεί, διότι όπως πολύ καλά καταλαβαίνετε, εσείς δεν προλαβαίνετε. Πρέπει να βγάζετε χρήματα από την εταιρία για τις αυξημένες σας πλέον ανάγκες. Είδατε και πάθατε να τον πείσετε στην αρχή για την αναγκαιότητα του εκσυγχρονισμού και κατόπιν για να τον κάνετε να αφήσει τις παραδοσιακές του ασχολίες και να ασχοληθεί με τις εργασίες που του επιβάλατε ως αναγκαίες. Είχατε και μια υποψία βέβαια, εξ αρχής, πως είναι λιγάκι πονηρός ο χωρικός αλλά από τη μια επειδή σκεφτήκατε πως εσείς δεν πιάνεστε κορόιδο εύκολα, από την άλλη πάλι επειδή λογαριάσατε πως όσα και να σας φάει, πάλι προς το συμφέρον σας θα είναι η επένδυση, μπήκατε στο χορό ενθουσιωδώς, τον βάλατε κι εκείνον να χορέψει.
Κι όταν λοιπόν περάσανε κάποια χρονάκια, τα παιδιά μεγαλώσανε κι εσείς κοντέψατε στη σύνταξη, πέθανε κι ο κυρ Γιώργης κι απόμεινε στο πόδι του ο γιος του ο τεμπέλης, κάνατε έναν απολογισμό και είδατε πως δεν είσαστε ευχαριστημένοι από την κατάσταση. Γίνανε βέβαια κάποιες δουλειές μα κι αυτές τσαπατσούλικα, οι χωρικοί, πατήρ και υιός αποδειχτήκανε πολύ πιο πονηροί, χτίσανε κι άλλα στούντιο σαν το δικό σας λίγο πιο πέρα, πήρανε και αυτοκίνητο της ίδιας κλάσης με το δικό σας, σπουδάσανε και τα παιδιά τους γιατρούς και στελέχη σαν εσάς και παρατήσανε την αγροτιά, κι όλα αυτά με τα λεφτά που στέλνατε για να κάνουνε τις δουλειές που γίνανε βέβαια μισές και μισοκοπημένες. Το κτήμα λοιπόν παραμελήθηκε, χορταριάσανε τα δέντρα, ψοφήσανε οι όρνιθες, ζώσανε φίδια την τσιμεντένια πλέον αυλή, διότι δεν προλαβαίνανε οι άνθρωποι να τα φροντίζουν όλα, λάδωσε και το αντεράκι τους, είδανε τη ζωή αλλιώς, όπως τους τη δείξατε εσείς, στην υγειά του κορόιδου λέγανε όλους τους χειμώνες και τις άνοιξες μοστράρανε λιγουλάκι το κτήμα να φαίνεται απάνω πάνω η δουλειά για να τη δείτε σαν πάτε ως ελεγκτής πλέον.
Κι αφού είδατε λοιπόν κι αποείδατε πως χρησιμοποιήσατε όλους τους τρόπους για να γίνουνε οι δουλειές σας όπως πρέπει αλλά δεν τα βγάλατε πέρα μαζί τους, αφού βάλατε και την άλλη κυβέρνηση, τη γυναίκα σας να τους μιλήσει με διπλωματία, ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε να τους φοβερίσει μπας και πάρει πίσω τίποτα από τα πεταμένα λεφτά, μπας και τους βάλει να δουλέψουνε ξανά στο κτήμα κι ανεβάσουνε την παραγωγή για να βγει κανένα στραβό έξοδο τουλάχιστον από κει αλλά μάταια, συλλάβατε τη μεγάλη ιδέα. Το κτήμα είναι φτωχό και χρεωμένο, τους είπατε και πως πρέπει να πληρώσουνε κι αυτοί κάτι, δε γίνεται μόνο να παίρνουνε τόσα χρόνια και να μη δίνουνε τίποτα. Και πως κινδυνεύει και η δική σας τσέπη με όλα τούτα τους είπατε, πως κινδυνεύει ακόμα και η εταιρία, πως θα κλείσει η στρόφιγγα, αλλά και πως δε θα τους αφήσετε έτσι, πως έχετε όλη την καλή διάθεση να τους βοηθήσετε ξανά αρκεί να κάνουνε μια προσπάθεια να μαζέψουνε τα ασυμάζευτα, να βάλουνε τους εαυτούς τους στο ζυγό και να μην σπαταλάνε τόσα, κάνουνε λοιπόν εκείνοι πως καταλαβαίνουνε την κρισιμότητα της κατάστασης, κουνάνε το κεφάλι τους με θλίψη, λένε πως θα προσπαθήσουνε μα σαν έρθει πάλι το φθινόπωρο και πάρετε το δρόμο για το κλεινόν άστυ, παίρνουνε κι αυτοί των οματιών τους και πάνε ένα ταξιδάκι να ξεχαστούν, τρώνε και πίνουνε στην υγειά σας και λένε πλέον φωναχτά αυτό που όλο το καλοκαίρι σάς λέγανε από μέσα τους. Το εξοχικό κύριε έχει έξοδα, θες εξοχικό να έρχεσαι εδώ να νιώθεις σαν στο σπίτι σου και να κατουράς δίχως τύψεις τη θάλασσα, θα το πληρώσεις. Άι παράτα μας…

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

Συνάντηση

Περπατούσα στο δρόμο και είχα και τα μαλλιά χύμα, ήμουνα κάπως αγριεμένος όταν είδα μια κοντούλα ασπρομάλλα κυρία να έχει σταματήσει τρία τέσσερα μέτρα πιο μπροστά και με το κορμί της στραμμένο ολόκληρο να με κοιτάζει κατάματα. Διασταυρωθήκανε τα βλέμματά μας, στιγμιαία όμως διότι έσπευσα να κοιτάξω αλλού θεωρώντας πως είναι ακόμη μία ηλικιωμένη που, δικαίως, τρόμαξε από το παρουσιαστικό ενός φουριόζου μαλλιά ο οποίος ομολογουμένως δεν έχει και τη γλυκύτερη όψη όταν κυκλοφορεί μες στην πόλη.
Έτσι επιχείρησα να την προσπεράσω με βήμα γοργό και κοιτώντας από την άλλη μπάντα μα σαν έφτασα ακριβώς πλάι της άκουσα το όνομά μου και μάλιστα με τρυφερότητα και στο υποκοριστικό του:
Γιαννάκη δεν με γνώρισες;
Αιφνιδιάστηκα και την ξανακοίταξα. Η ματιά μου καρφώθηκε ίσια μες στο βλέμμα της που περίμενε χαμογελώντας καρτερικά.
Τότε, μες στο μυαλό μου γυρίσανε αστραπιαία χιλιάδες ρολόγια πίσω, τρελαθήκανε οι λεπτοδείχτες, σε λίγα δευτερόλεπτα μεταφέρθηκα στα τρία τελευταία χρόνια της δεκαετίας του εβδομήντα. Πράγματι, ήταν η κυρία Ρούλα. Η δασκάλα μου στις τρεις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Ο άνθρωπος που με έμαθε να συλλαβίζω και να γράφω τις πρώτες μου λέξεις. Κι έστεκε εκεί μπροστά μου, ασπρισμένη και αδύνατη -μια σταλιά μου φάνηκε- κι είχε στα μάτια της αγάπη, θαυμασμό και κάτι σαν υπερηφάνεια.
Την άγγιξα στον ώμο και δε μπορούσα να αρθρώσω λέξη πέρα από τα τυπικά. Ούτε άκουγα τι μου έλεγε. Απλά σκεφτόμουνα. Ο νους μου ταξίδευε σ' ένα από εκείνα τα πολλά μεσημέρια. Σχολούσαμε κι έφευγε η κυρία Ρούλα για το σπίτι της. Περνώντας μπροστά από το δικό μας, όποτε έβλεπε τη μάνα μου στη βεράντα, σταματούσε από κάτω κι έβαζε τα κλάματα. Κλάματα γοερά. Τι παιδί ειν' αυτό κυρία Μαρία μου, τι διάβολος, μόνο του τον έχω βάλει, στο τελευταίο θρανίο, όλοι όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια, έλεγε και δώστου να σκουπίζει τα μάτια της που τρέχανε μαύρο δάκρυ.
Πράγματι, τρία χρόνια με την κυρία Ρούλα δασκάλα, στο τελευταίο θρανίο και μόνος μου τις έβγαλα τις τάξεις. Τι της έκανα τότε, αδύνατον να θυμηθώ. Τη θυμάμαι πάντως να κλαίει κάτω από το μπαλκόνι μας. Μου το διηγείται τακτικά και η μάνα μου για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο που δε νομίζω ότι μπορεί να αποδωθεί σε νοσταλγία.
Σαν συνήλθα απ' όλα αυτά και ξεθολώσανε τα μάτια μου, μ' έπιασε μια αμηχανία. Την αποχαιρέτισα στα γρήγορα, της ευχήθηκα υγεία και συνέχισα το δρόμο μου με μια ακαθόριστη γλύκα να μου συνοδεύει τη μέρα. Ήτανε το βλέμμα της που είχε απομείνει καρφωμένο και με παρακολουθούσε που απομακρυνόμουνα...

Στον Ήλιο με δόντια που θα κυκλοφορήσει σε λίγο από την Εστία, η κυρία Ρούλα θα αναγνωρίσει κάτι από το κοίνό μας παρελθόν και μάλλον θα χαρεί ακόμα περισσότερο...

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2010

Το φλουρί της πίτας

Εκεί που πήγα ποιπόν, σ' ένα μικρό χωριουδάκι με λιγότερους από δέκα μόνιμους κατοίκους, έτυχε να κόβει την πίτα του ο Σύλλογος των απανταχού χωριανών και παρεβρέθηκα κι εγώ στην εκδήλωση. Καμιά πενηνταριά άνθρωποι μαζευτήκανε μέσα στην αίθουσα του παλιού σχολείου που τώρα παίζει το ρόλο της αίθουσας τελετών της εκκλησίας και κάθησαν όλοι αράδα στα μεγάλα τραπέζια για να πιούνε καφέ με βουτήματα και ξηροκάρπια. Ο Θανάσης, πρόεδρος του συλλόγου, σταυροκόπησε την πίτα και αφού έκοψε κάνα δυο κομμάτια, έτσι για το καλό, την έβαλε στην μπάντα και έδωσε το σήμα για να αρχίσουν οι δυο κοπέλες βοηθοί του να μοιράζουν τα ατομικά στρογγυλά πιτάκια, ένα εκ των οποίων είχε μέσα το φλουρί.
Πριν μαζευτεί ο κόσμος όμως, η φουρνάρισσα που είχε φέρει τα πιτάκια, επισήμανε στον Θανάση το τυχερό πιτάκι κι εκείνος το κράτησε κάπως ξέχωρα διότι δεν ήτανε βέβαιος για το πλήθος των ανθρώπων που θα μαζευόντουσαν και δεν ήθελε το φλουρί να ξεμείνει τελικά σε κάποιο πιτάκι από τα περισσευάμενα. Με λίγα λόγια ήθελε ο άνθρωπος να μοιραστεί οπωσδήποτε το πιτάκι με το φλουρί και δεν είχε άδικο.
Έλα όμως που ξεχάστηκε!
Σαν άρχισε λοιπόν η διανομή και καθώς είχαν μοιραστεί οι δυο πρώτοι δίσκοι με τα πιτάκια, θυμήθηκε ξαφνικά ο Θανάσης το φλουρί και καθώς έφευγε ο τελευταίος πια δίσκος για να κεραστούν όσοι είχανε πλέον απομείνει, φώναξε την κοπέλα κοντά του, έβγαλε ένα πιτάκι από το δίσκο και έβαλε στη θέση του το τυχερό. Τα ψιλοανακάτεψε κιόλας να μην είναι πάνω πάνω και της έδωσε την άδεια να φύγει, ενώ αυτός την παρακολουθούσε με το μάτι για να δει σε ποιον θα λάχει. Όταν περισσέψανε τρία πιτάκια στον δίσκο, ο Θανάσης ήξερε ότι ένα από αυτά είναι το τυχερό αλλά είχε χάσει το ακριβές στίγμα του με τόσα χέρια που είχανε πέσει απάνω. Από τα τρία τελευταία λοιπόν, πήρε δύο ένας κύριος για να δώσει και στην κυρία του, πήρε και ο κυρ Μαρκέλλος το τελευταίο και το 'χωσε αμέσως στην τσέπη για να το βουτήξει στο γάλα του αύριο!
Όλοι ψάχνανε το φλουρί μα κανείς δεν το 'βρισκε!
Αφού στο τέλος υπέθεσαν πως είχε ξεχάσει η φουρνάρισσα να βάλει φλουρί στα πιτάκια. Ο Θανάσης όμως φώναξε με τρόπο την κόρη του κυρ Μάρκελλου και την ενημέρωσε πως ο πατέρας της έχει ένα πιτάκι στην τσέπη του και πρέπει να το ψάξουνε!
Έτσι βρέθηκε το φλουρί φέτος στο χωριό!
Του χρόνου, συμβουλέψαμε τον Πρόεδρο, να τυλίξει το τυχερό πιτάκι με κόκκινη κορδέλα ή να του βάλει λαμπάκια κόκκινα να αναβοσβήνουνε για να μην παραπέσει πάλι σε καμιά τσέπη!

χαθήκαμε αλλά πάλι εδώ είμαστε

Πήγα δυο μέρες σ' ένα χωριό κι έκανα αποτοξίνωση από όλα, μαζί κι από το μπλογκ και χαθήκαμε. Αν το καλοσκεφτώ βέβαια, τοξίνωση έκανα αφού ενέδωσα δίχως να δυσκολευτώ καθόλου στα τόσα κατσικάκια κοκκινιστά και ψητά που παρέλασαν από μπροστά μου. Τέλος πάντων, με ή χωρίς τοξίνες, το ζήτημα είναι ότι χαθήκαμε και γυρίζοντας βρήκα διάφορα μέηλ αναζήτησης. Ευχαριστώ ρε παιδιά! Κι εγώ νόμιζα τόσον καιρό ότι μιλάω στον τοίχο!
Το πιο καλό μέηλ το έστειλε όμως η ΥΔΡΟΧΟΟΣ και του αξίζει η δημοσίευση:
ΑΚΟΥ ΜΙΑ ΠΕΡΙΕΡΓΗ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΕΦΤΕΔΕΣ ΠΟΥ ΑΝΕΒΑΣΕΣ ΣΤΟ ΜΠΛΟΓΚ ΣΟΥ, ΤΗΝ ΔΙΑΒΑΣΕ ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΤΡΕΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΖΕΙ ΣΤΗΝ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. ΑΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΓΡΑΦΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ, ΑΥΤΟΣ ΚΑΤΑΛΑΒΕ ΠΟΙΑ ΕΓΡΑΨΕ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΕΨΑΞΕ ΝΑ ΜΕ ΒΡΕΙ ΣΤΟ FACEBOOK ΑΠ' ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΜΕ ΕΝΤΟΠΙΣΕ ΚΑΙ ΜΟΥ ΕΣΤΕΙΛΕ ΜΗΝΥΜΑ.ΤΙ ΝΑ ΠΡΩΤΟΘΑΥΜΑΣΩ.. ΤΟ ΟΤΙ ΣΕ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ; ΤΟ ΟΤΙ ΜΕ ΒΡΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥ ΔΙΑΟΛΟΥ ΤΗ ΜΑΝΑ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ 30 ΧΡΟΝΙΑ Ή ΟΤΙ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΚΡΕΜΜΥΔΙΛΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΕΦΤΕΔΕΣ ΤΟΥ ΕΚΑΝΑ ΤΕΤΟΙΑ ΕΝΤΥΠΩΣΗ ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΔΕΝ ΞΕΧΑΣΕ ΠΟΤΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ΜΟΥ;

Αφήγηση μπάρμπα Στέλιου (μέρος 4ο)

Ο Άη Στράτης πώς να μου φανεί; Ξερονήσι είναι. Είναι ένα νησί με έδαφος ηφαιστιογενή, ένας βράχος ολόκληρος είναι από ύλη ηφαιστείου, εκατομμύρια χρόνια πριν, και έχει σχηματιστεί με τον αέρα και με τον ήλιο ένα κάλυμμα γης απάνω πάνω και πού και πού εκεί μες στο λόγγο κοντά στο χωριό μαζέυανε τα χώματα και κάμνανε σκαλάκια και τα 'χανε κήπους. Είναι ξερό ηφαιστιογενή νησί, ένα χωριό υπάρχει μόνο απάνω, τίποτι άλλο.Κι αυτοί ζούνε ναυτικοί, δε ζούνε από καλλιέργεια γης. Για να σου πω να καταλάβεις πόσο άγονο είναι. Εδώ το χορτάρι, ο αγέλωπας γίνεται δύο μέτρα. Εκεί το πιο μεγάλο ήταν τόσονας, τριάντα πόντοι. Βλέπεις; Δεν είχε ύλη η γη, από κάτω ήτανε βράχος.
Λοιπόν, θα σου πω τώρα ένα περιστατικό που έγινε στον Άη Στράτη. Ένας Έλληνας κάτοικος Αμερικής ήρθε στην Ελλάδα για ατομικές δουλειές και επειδή εμίλησε φανερά υπέρ του ΕΑΜ τον πιάσαν και τονε φέρανε εκεί εξορία. Στον Άη Στράτη. Πέρασε ένας μήνας, περάσαν δυο μήνες, πέντε μήνες δέκα μήνες μα η προθεσμία που είχε άδεια έληγε και τι να κάνει; Διοικητής του στρατοπέδου ήτανε ο Σηφάκης που στα γεγονότα, στο αντάρτικο, ήτανε διοικητής χωροφυλακής Χίου. Λοιπόν λέει ο άνθρωπος ας πάω να βρω το Διοικητή να του μιλήσω να δω τι θα γίνει γιατί πλησιάζει οκαιρός που λήγει η άδεια και πρέπει να πάω πίσω στην Αμερική. Πάει λοιπόν και τον βρίσκει και του λέει, εντάξει, λέει, να σ' αφήσω να φύγεις αλλά δίχως δήλωση δεν φεύγει από δω κανείς. Θα κάνεις δήλωση και θα σ' αφήσω να φύγεις. Κάνει ο άνθρωπος τη δήλωση και περίμενε να του δώσουνε εξιτήριο, τίποτα, επερίμενε, επερίμενε, επερίμενε, πήγαινε, ξαναπήγαινε, δεν ήρθε ακόμα, δεν ήρθε ακόμα, την παραμονή που έληγε η άδειά του, η προθεσμία, αύριο ας πούμε, σαν σήμερα επήγε και ήβρε τον Σηφάκη και του λέει τι θα γίνει; Λέει ο χωροφύλακας δεν ήρθε η έγκριση για να φύγεις, τι να σου κάμω; Και πάει λοιπόν και πέφτει από τον Μπούμπουνα και σκοτώνεται. Ο Μπούμπουνας είναι τοποθεσία κοντά στη θάλασσα, βράχος. Πρόσεξε: Εδώ είναι ένας βράχος πανύψηλος, γρανίτης. Κι εδώ κάνει τραπέζι. Κι ως εδώ έρκεται η θάλασσα. Εδώ είναι τραπέζι. Κι αυτός έπεσε απ’ το βράχο, έτσι, πάνω στο τραπέζι και σκοτώθηκε. Εγώ είδα τα μυαλά του και τα μαλλιά της κεφαλής του εκεί που εχτύπησε το κεφάλι του γιατί επήε με το κεφάλι κάτω φαίνεται. Το όνομα του δεν το θυμάμαι. Αν εσκεπτόμουνα τότε να ρωτήσω θα θυμόμουνα αλλά δεν ερώτησα πώς λέγεται. Τον εθάψανε εκεί, εκεί απέναντι είχε νεκροταφείο. Αυτά ήτανε και δεν πρέπει ποτέ πια να ξαναγίνει εμφύλιος πόλεμος στην πατρίδα μας, ποτέ.
Άμα πας, να πα να δεις τον Μπούμπουνα, στην άκρη του χωριού είναι, στα τελευταία σπίτια, να πα να δεις το βράχο και να με θυμηθείς το περιστατικό που σου είπα

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

Το σαμάρι σου ξάδερφε αργεί!

Ανέβηκα λοιπόν χτες απόγευμα στη Βολισσό να βρω τον Θωμά, να δω πού βαστάει η εργασία για το σαμάρι που παράγγειλε ο αγαπημένος ξάδερφος ο Δημήτρης, να το πάρει σπίτι του στην Αμερική για να θυμάται το χωριό, κι ο σαμαράς είχε κέφια.
Βρε καλώς το Γιαννάκη, ίντα κάμνεις; Καλή χρονιά κιόλας. Διαβάζω τα κατορθώματά σου στις εφημερίδες! Μεταφράσεις στα τούρκικα, τιμές και δόξες, πρόσεχε όμως τους Τούρκους και είναι διπλομούρηδες! Άσε που όλο με αυτά ασχολείσαι πια και τα άλλα που σου δειξα εκείνη τη μέρα δεν τα δημοσίεψες ακόμα.
Τα άκουσα με το καλησπέρα δηλαδή! Πράγματι, έχω αδημοσίευτο ένα καταπληκτικό οδοιπορικό μαζί του και πρέπει να το φτιάξω. Γύρισα την κουβέντα στο σαμάρι για να γλιτώσω και για να του δείξω πως κι εκείνος δεν έχει κάνει καμιά πρόοδο εργασιών επί του ζητήματος από το καλοκαίρι κι εδώ!
Έχω τα ξύλα έτοιμα, να τα σκαρώσω, να τα ξεγυρίσω, είπε αλλά αυτά μου τα είχε πει και την προηγούμενη φορά! Με είδε πως τον κοιτάζω με πονηρό χαμόγελο και κατάλαβε. Δεν έχω μόνο εκείνο, δικαιολογήθηκε, άλλα τέσσερα έχω παραγγελία, για σαλόνια, στην Κέρκυρα, στην Αθήνα… Μου ’δειξε κάτι σκόρπια ξύλα, τούτο είναι το δικό σου, μου είπε με περηφάνια! Να, εδώ έχω σημαδεμένες τις παΐδες, τούτα τα ξύλα είναι καρυδιές και πλατάνια, να βλέπεις; Τις έχω σημαδεμένες, να τις κόψω.
Κι ύστερα έπιασε να μου αναλύει τη δουλειά διότι ξέρει πως αυτό είναι που με ενδιαφέρει κι έτσι η κουβέντα θα στρέψει, από την αργοπορία στη λαογραφία!
Τρία μέρη έχει το σαμάρι, έπιασε να λέει. Το πισάδι, ο νώμος και οι παΐδες. Το τέταρτο μέρος είναι το ντύσιμο. Όπως είναι αυτά τα σαμάρια απέναντι, μου έδειξε κάποια σχεδόν έτοιμα στην άλλη μεριά του εργαστηρίου. Τα ’χω φτιαγμένα, έτοιμα να τα ντύσω. Με κετσέ, με πανί, με πετσί. Τούτο είναι καινούριο, έπιασε ένα. Θα ’τοιμαστεί να πάει στην Κέρκυρα αυτό.
Τον ρώτησα για τις παΐδες. Οι παΐδες λέγονται απανινές, μεσιανές και κατινές, τις ονομάτιζε και τις χάιδευε μια μια με το δάχτυλο. Και τούτα είναι τα σκαρβέλια, απάνω στο πισάδι. Εκεί απάνω δένεις τα σκοινιά άμα φορτώνεις. Τον ρώτησα πώς έκανε τη δουλειά παλιότερα, αν έπαιρνε μέτρα στα γαϊδούρια, στα μουλάρια.
Απλά έβλεπα το ζο και το κανόνιζα, αποκρίθηκε. Πρέπει να ξέρεις, να κόβει το μάτι σου και να πιάνουνε τα χέρια σου. Τώρα όμως εμεγάλωσα, η ηλικία μου δεν είναι πια για να δουλεύω γρήγορα, έχω και τόσες άλλες δουλειές, έχω και μελίσσια και τα ’τοιμάζω τώρα που είναι ο καιρός λίγος, τα καθαρίζω, τα καίω, να φύει μικρόβιο και περνάω την κερήθρα με ένα εργαλείο που κολλάει τα σύρματα κι είναι έτοιμο ύστερα να τοποθετήσομε το μελίσσι μέσα, δικαιολογήθηκε ξανά.
Τον κατανόησα, πολλές δουλειές έχεις ανοιγμένες, του είπα. Πολλές δουλειές αλλά τι να κάμομε; Το θέμα με τη δουλειά είναι πως ό,τι και να κάμεις, ό,τι και να ’χεις έτοιμο, ποτές δε θα ’ρτει κανένας να σου πει γιατί το ’τοίμασες. Αντιθέτως, όλο και κάποιος θα περάσει καμιά φορά και θα το χρειάζεται. Ήξερα εγώ πως θα βρεθεί ο άλλος από την Κέρκυρα να ρτει εδώ να θέλει σαμάρι;
Είπε τη φιλοσοφία του και μ’ αποζημίωσε ο Θωμάς!

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

Ο Φάρος άναψε!

Σήμερα είχα μια καταπληκτική συζήτηση με τον Καπετάνιο στο μόλο, μπροστά στο Κατινάκι.
Είπαμε περί Κράτους, περί Νόμων, περί προβλημάτων του επαγγέλματος του ψαρά και άλλα πολλά.
Συμπεράσματα:
1. Τώρα είναι αργά πια για να αλλάξω επάγγελμα. Τώρα πρέπει να πηγαίνω πού και που να βγάζω καμιά πέτρα από το λάκκο.
2. Δεν το δίνω για κόψιμο το καΐκι. Γιατί να το δώκω; Για να πάρω τριάντα χιλιάρικα και μετά να κάθομαι να κοιτάζω το γυαλό από μακριά; Σε δυο μήνες θα πεθάνω άμα το κάμω αυτό.
3. Αυτή είναι η τελευταία μου επιθυμία. Άμα τελειώσω την αποστολή μου, να το βγάλω όξω εδώ στο μόλο και να του βάλω φωτιά να το κάψω. Και οι άδειες μέσα και όλα. Να το δω να καίεται και να πεθάνω.
Ακούς αφεντικό;
Σας φιλώ
Τα λέμε αύριο πιο αναλυτικά
Απόψε λέω να χαζέψω τον πράσινο φάρο...

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

Διαγωνισμός

Πάρτε μέρος στον διαγωνισμό μας και κερδίστε πλούσια δώρα!

Άλλη μια νύχτα μισοσκότεινο το λιμάνι της Χίου.
Ερώτηση 1: Πόσες νύχτες θα περάσουν συνολικά μέχρι να αποκατασταθεί και να ξανανάψει ο πράσινος φάρος; (ορίζουμε ως 1η νύχτα τη Δευτέρα 25-1-10)

Απόψε δεν πήγε ούτε το περιπολικό του λιμεναρχείου για να φέξει στο βαπόρι που έβγαινε
Ερώτηση 2: Θα γίνει ή θα αποφευχθεί κάποια πρόσκρουση πλοίου ως τότε;

Και κάποιες ερωτήσεις εκτός διαγωνισμού. Απλά για να ακονίσουμε τα μυαλά μας!
Ερώτηση 3: Πόσοι λιμενικοί χρειάζονται για να αλλάξουν μια λάμπα; (δικαιολογήστε την απάντησή σας)

Ερώτηση 4: Πόσο τοις εκατό πιθανότητα δίνετε στο να παραμείνει για πάντα δίχως πράσινο φάρο το λιμάνι;

Ερώτηση 5: Τι νομίζετε ότι δεν έχει ένα κεντρικό λιμεναρχείο
α) ηλεκτρολόγο
β) μια λάμπα καβάντζα
γ) λεφτά
δ) άλλο (αναπτύξτε την άποψή σας)

Ερώτηση 6: Αν είστε με τη βάρκα σας για βόλτα ή για ψάρεμα και σας προσεγγίσει η Καταδίωξη επειδή σας έχει καεί το περίβλεπτο ή το πράσινο λαμπάκι τι νομίζετε ότι θα σας πούν;
α) Αύριο να το φτιάξεις σε παρακαλώ
β) Για μια φορά στη χαρίζω αλλά μην ξαναβγεις έξω σκοτεινός, δεν καταλαβαίνεις ότι κινδυνεύεις;
δ) Δε θα σου πουν τίποτα απλά θα σου κόψουν ένα ωραίο κουστούμι
ε) άλλο (αναπτύξτε την άποψή σας)

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

Μου λείπεις

Λυσσομανάει ο βοριάς απ' έξω, βράζει το λιμάνι. Ο κόκκινος φάρος του, ο νοτινός, στέκει εκεί αγέρωχος, ανάβει σβήνει στα καθορισμένα του δευτερόλεπτα όπως κάθε νύχτα, μια κόκκινη τελεία μέσα στη μαυρίλα της θάλασσας. Πλάι του η μπούκα θεοσκότεινη σαν μήτρα κι απέναντί του ο αδελφός του που παραδόσθηκε στη μανία της κακοκαιρίας, λιγοψύχισε και δεν ανάβει πια το πράσινό του φέγγος.
Έσβησε ο πράσινος φάρος απόψε, παράδωσε το πνεύμα κι έμεινε το λιμάνι να στέκει εδώ μπροστά μου σαν κουτσό, σαν να 'χει χάσει την ισορροπία του και γέρνει.
Για να βγει το βαπόρι ασφαλώς, πήγε δίπλα στο φάρο το περιπολικό του λιμεναρχείου κι άναψε το δικό του, εκείνον που 'χει κατάκορφα, τον μπλε στριφογυριστό της καταδίωξης, για να τον βλέπει ο καπετάνιος και να κάνει κουμάντο. Μα σαν το βαπόρι έφυγε, φύγανε και οι λιμενικοί από την άκρη του μόλου κι έμεινε πάλι κουτσό το λιμάνι.
Ελπίζω αύριο να αντικαταστήσουνε την κουρασμένη λάμπα του πράσινου φάρου, τον έχω για παρέα τις νύχτες κι απόψε μου λείπει

Ο καιρός βρωμεί τυριές

Τέτοιος βρομόκαιρος ήτανε εκείνη τη νύχτα που σηκώθηκε από τον ύπνο αξημέρωτα, τυλιγμένος μέσα σην κάπα του ο τσοπάνης, πήγε στο παραθύρι να θωρήσει αν χιόνισε για να δει τι θα κάμει με τα ζωντανά του τα νεογέννητα.
Μα αντί ν' ανοίξει το παράθυρο, μες στην τύφλα του ύπνου άνοιξε το φανάρι που βάζαν τα τυριά, κι αφού αφουγκράστηκε τη νύχτα αποφάνθηκε προς την τσοπάνισα που τον αρώτησε με αγωνία ποια είναι του καριού τα μούτρα:
Ο καιρός βρωμεί τυριές!
Έτσι είπε και κούνησε την κεφαλή του προβληματισμένος.
Από τότε μάς έμεινε κι εμάς και το λέμε κάθε που πέφτει χιόνι στη γειτονιά μας.

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Εξόριστος στον Άη Στράτη (Αφήγηση μέρος 3ο)

Στον Άη Στράτη υπήρχε φόβος γάγγραινας από τις πληγές που είχαμε στα χέρια, και ένας καλός φίλος αγωνιστής, ο Αιγινίτης από τη Χίο, επήε κι ήβρε έναν καλό γιατρό που είχε εξόριστο απ' τη Θεσσαλονίκη, του είπε το περιστατικό και ήρθε εκεί ο γιατρός μάς εκαθάρισε τις πληγές και έβαλε απάνω πενικιλίνη και κάθε μέρα πενικιλίνη, κάθε μέρα σκόνη και σιγά σιγά εστύψανε οι πληγές. Και τώρα δεν έχω καμία ενόχληση, ποτέ, ποτέ δε με ενοχλήσανε.
Στον Άη Στράτη κάτσαμε ένα χρόνο και ένα στη Μακρόνησο. Στον Άη Στράτη καθόμαστε στις σκηνές και μελετούσαμε, πηγαίναμε για ξύλα για το μαγειρείο, επηγαίναμε και ξεφορτώναμε το καΐκι για τα αλεύρια που ερχότανε και για τα τρόφιμά μας, κάναμε μπάνιο στη θάλασσα και περνούσε η ώρα. Εκεί έφαγα το πολύ ξύλο. Στη σκηνή που έμενα ο σκηνάρχης ήτανε ένας Πόντιος, ένας καλός άνθρωπος και μου λέει "Λεωνή εγώ θα φύγω και να μπεις σκηνάρχης εσύ". Μπήκα λοιπόν. Και μου λέει, "το μόνο πράμα που λέγω είναι να προσέχεις τον Μιχαλάκογλου γιατί είναι χαφιές της Αστυνομίας, της Ασφάλειας". Τι να τον προσέχω, αφού ήτανε χαφιές; Και δεν ξέρω πώς, εγώ έπεσα... -όπως είναι η σκηνή και πέφτεις εδώ, πίσω απ’ το κεφάλι σου ο χώρος σού ανήκει, κι εγώ που είμαι εδώ, πίσω απ’ το κεφάλι μου ο χώρος μού ανήκει. Λοιπόν αυτός εκοιμόντανε εδώ κι ήρτα κι εγώ και κοιμόμουνα εδώ, δίπλα του δηλαδή, δίπλα στο χαφιέ, και ο χαφιές είχε το δικό του χώρο πιασμένο, έπιασε και το δικό μου και του λέω, "τα πράματά σου τα 'βαλες και στο δικό μου χώρο, εγώ πού θα βάλω τα δικά μου;" Και από εκεί δόθηκε η αφορμή και μαλώσαμε. Και έστειλε έναν από τας Σέρρας που λεγότανε Παπαπέτρου και ειδοποίησε την Ασφάλεια κι ήρτανε δυο της Ασφάλειας και μας πήρανε απάνω εμένα, το Γιώργη τον Σκαφίδα και τον Κοντογιάννη το Θοδωρή, Χιώτες αυτοί οι δυο, οι καλύτεροι κολυμβητές, αυτοί οι δύο κι ένας Βολιώτες ανάμεσα σε πέντε χιλιάδες εξόριστους, δυο Χιώτες κι ένας Βολιώτης ήτανε οι καλύτεροι κολυμβητές. Μας πήγανε λοιπόν στην Ασφάλεια και είχανε κρατητήριο το υπόγειο του σχολείου που δεν είχε παράθυρα, ένα μπουντρούμι ήτανε. Και μας εβάλανε μες στο μπουντρούμι. Έπιασε ο καθένας μας μια γωνία. Μεσάνυχτα θα 'τανε. Κάτι είπε ο Κοντογιάννης ο Θοδωρής και αμέσως χύθηκαν δυο προβολείς μες στο μπουντρούμι και μπήκανε αυτοί μέσα.
"Ποιος μίλησε;"
Λέει ο Κοντογιάννης "εγώ", λέει, "μίλησα".
Λέει "γιατί εμίλησες, δεν το ξέρεις ότι απαγορεύεται;"
"Δεν είπα", λέει "κανένα κακό".
Και είχανε στα χέρια τους καντρόνια και οι δυο. Και μας αρχίσανε με τα καντρόνια. Εγώ έβαλα έτσι τις χούφτες μου εδώ για να προφυλάξω το κεφάλι μου. Μας χτύπησαν πολύ με τα καντρόνια. Και σηκωθήκανε να φύγουνε κι ο ένας εγύρισε πίσω και λέει: "Ποιος ήτανε ρε από σας χωροφύλακας και μετά επήγε με το ΕΑΜ;"¨
Και λέει ο Σκαφίδας "εγώ".
Και ξετυλίγει ένα μαστίγιο από τη μέση του και τον αρχίζει, μέχρι που τον έριξε κάτω και είδα αίμα που έτρεχε απ τα μάγουλά του. Και μετά εσηκώθη κι έφυγε. Πέντε μέρες εμείναμε μες στο μπουντρούμι και μετά μας αφήσαν και πήγαμε στις σκηνές.
Στις σκηνές επέφταμε οχτώ, δέκα, εφτά ανάλογα. Μέχρι δέκα ήτανε το μεγαλύτερο όριο...

Συνεχίζεται

!!

Στον 6ο και στην ταράτσα το 'στρωσε! Καλά που μένω στον 5ο. Ο αποπάνω έχει αποκλειστεί. Μη σας πω γι' αυτόν που μένει στο δώμα...

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010

Το χιόνι του γείτονα

Σήμερα μπήκε στο πλάνο της ζωής μας το πρώτο χιόνι για φέτος. Το είδα πρωί πρωί μόλις άνοιξα τα μάτια μου ν' ασπρίζει απέναντι την κορφή του Καράμπουρνου και συνειδητοποίησα πως κάθε πρωί άθελά μου ακολουθώ την τουρκική παροιμία που λέει πως πρώτα βλέπεις το γείτονα και μετά τον ήλιο. Καμιά φορά δε βλέπεις καθόλου τον ήλιο βέβαια, όπως σήμερα που είναι χωμένος βαθιά πίσω από τα γκριζόλευκα σύννεφα.
Κατόπιν βγήκα στη σαββατιάτικη αγορά κι άκουγα από γύρω γύρω να έρχεται στ' αυτιά μου η ίδια πληροφορία. Πως το Καράμπουρνο έχει χιόνια. Τότε κατάλαβα πως όλοι οι κάτοικοι αυτού του νησιού κάθε πρωί που ανοίγουνε τα μάτια τους έχουνε το νου τους απέναντι μα το νιώθουνε μονάχα σε ειδικές περιπτώσεις σαν σήμερα.
Το δικό μας βουνό, βλέπετε, το Πελινναίο με τα δικά του χιόνια είναι από την άλλη μπάντα. Δίδυμο με το Καράμπουρνο είναι κι αντικρυστό του, στη βόρεια μεριά του νησιού, δε φαίνεται από την πόλη κι έτσι χαιρόμαστε καταρχήν με τα χιονάκια των γειτόνων μιας και το βαρομετρικό χαμηλό μάς πλακώνει όλους μαζί, δεν καταλαβαίνει από σύνορα και τέτοια...

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

Όταν η ζωή κάνει τέχνη

Απομαγνητοφωνώντας την αφήγηση του μπάρμπα Στέλιου για να την ανεβάσω εδώ και να τη δημοσιεύσω στο Πελινναίο έπεσα πάνω σε ένα κομμάτι που μαρτυρά πως η ζωή κάθε μέρα κάνει τέχνη μες στους δρόμους.
Ήταν η στιγμή που, φτάνοντας πια στο τέλος της κουβέντας μας, του είπα ότι στον Άη Στράτη έχει φτιαχτεί Μουσείο Εξορίστων και τον ρώτησα αν έχει κάποιο προσωπικό αντικείμενο, γράμμα ή οτιδήποτε άλλο για να το στείλουμε εκεί, να μπει στη συλλογή του Μουσείου. Μου απάντησε ότι δεν έχει απομείνει τίποτα από τότε και με αφορμή αυτό θυμήθηκε τα παρακάτω:
Αφού έχει χαθεί μέχρι και το εξιτήριό μου από τη Μακρόνησο, είπε. Τώρα εσύ μπορείς να μου πεις, το λές ψέματα πως ήσουν στη Μακρόνησο. Πώς θα το αποδείξω εγώ; Έκανε μακρά παύση και σε λίγο μ' ένα στεναγμό και μ' ένα παιδικό παράπονο στο βλέμμα, έχασα το εξιτήριό μου, μονολόγησε. Το ξεπέρασε όμως γρήγορα κι έδωσε έμφαση στο πρακτικό του ζητήματος:
Να σου πω μια περίπτωση που μου 'τυχε, γεγονός πράμα δηλαδή. Ήμουνα στη Χίο, κοντά στο Ομήρειο, και καθόντανε ένα ζευγάρι εκεί, γεια σας τους λέω, "γεια χαρά" μου λένε. Από πού είστε; "Είμαστε από το Θολοποτάμι". Αααα, στο Θολοποτάμι έχω ένα φίλο. "Ποιος είναι;" Ο Νικολής ο Τάδε. Λέει, "ναι τον ξέρομε, στο χωριό είναι". Και έρχεται λοιπόν εκείνη την ώρα ένας εκεί και του λένε, "ο άνθρωπος τούτος γνωρίζει το συμπέθερό σου".
"Πού είστε", μου λέει, "μαζί;"
Λέγω στην Αλβανία.
Λέει "σε ποιο όπλο υπηρετούσες;"
Λέγω στο Ιππικό.
"Λές ψέματα! Δεν ήσουνα στην Αλβανία, το Ιππικό δεν πήγε στην Αλβανία, την Κορυτσά την ελευθέρωσε το δικό μου Σύνταγμα, το 3ο Σερρών".
Εγώ κόντεψα να σκοτωθώ στο Πόγραδετς, δίπλα στη λίμνη που είμαστε στρατοπεδευμένοι κι αυτός μου 'λεγε πως δεν πήγα στην Αλβανία! Εσύ ήσουνα στην Αλβανία; του λέγω.
Λέει "ήμουνα".
Πού έπεσε το αεροπλάνο το ιταλικό;
Δε μου απάντησε. Είπε ψέματα, δεν ήτανε. Το αεροπλάνο έπεσε στο Αγιαρούπ κι εγώ επήα εκεί και το 'δα που εκαίετο και βγαίναν φτσου φτσου φτσου τα βλήματα αφ’ τα μυδράλια κι ήτανε πέντε αεροπόροι Ιταλοί καμένοι όπως καίονται τα ξύλα. Κι αυτός μου 'λεγε ότι δεν επήγα στην Αλβανία! Εγώ τώρα τι να 'κανα; Να του πω έλα δω ρε, πάμε στη στρατολογία, αλλά δεν είχα καιρό, έπρεπε να φύγω για το χωριό, το λεωφορείο όπου να 'ναι θα ξεκινούσε. Βλέπεις κάτι μπελάδες που σου δίνει ένας άνθρωπος όταν είναι κακορίζικος; Να μου λέει ότι δεν ήμουνα στην Αλβανία! Ένας κερατάς, Θολοποταμούσης χα χα χα χα χα ...

Φανταστείτε τον εαυτό σας να έστεκε κάπου εκεί, να έβλεπε και να άκουγε όλη αυτή τη σκηνή! Τι τύχη...

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Κουκουλωθείτε!

Χίος, Τετάρτη 20 Γενάρη, ώρα 22.00
Μπουνάτσα κάλμα και ατμόσφαιρα ψυχρή, χειμωνιάτικη νύχτα.
Εννιά τουρκικές ανεμότρατες ανάψανε στη σειρά απόψε σαν καντηλάκια μες στη μαυρίλα του νερού. Τις αγναντεύω πίσω απ' το τζάμι και ο νους μου πάει στα ξεπαγιασμένα χέρια των ψαράδων που δουλεύουνε τα βίτζια κι ύστερα ξεψαρίζουνε κατάπρυμα.
Συναναγνώστες κουκουλωθείτε, έρχεται χιονιάς!

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

Ο ορισμός του Κομμουνιστή!

Στην εποχή μας, λέγανε ο Σωτήρης και ο Μήτσος κουβεντιάζοντας για τα παιδικά τους χρόνια στο χωριό, το μόνο πράγμα που μαθαίναμε από μικροί είναι να σεβόμαστε τον ιδρώτα του άλλου. Μπορεί να ήμασταν στο χωράφι, να πεινούσαμε και να βλέπαμε ένα σύκο λαχταριστό και ώριμο πάνω σε συκιά ξένη, μονάχοι να ήμασταν ολόγυρα, ούτε πουλί δε θα μας έβλεπε αν το κόβαμε, μα εμείς δεν τολμούσαμε, προτιμούσαμε να γυρίσουμε νηστικοί στο χωριό παρά να μας πούνε κλέφτες. Δεν υπήρχε χειρότερο από το να σε πούνε κλέφτη.
Καμιά φορά έβγαζε η θάλασσα κάτι ξύλα, θυμήθηκε ο Σωτήρης. Το κάθε τι ήτανε χρήσιμο τότε και πιο πολύ αυτά τα σανίδια και τα καδρόνια διότι τα χρησιμοποιούσανε οι άνθρωποι στα σπίτια τους, στις στέγες. Περνούσε λοιπόν ένας κι έβλεπε το ξύλο που ήτανε ξεβρασμένο στην άκρη του γυαλού αλλά λόγω που εκείνη την ώρα είχε άλλη δουλειά, πήγαινε σε κάποιο χωράφι και δε μπορούσε να το πάρει μαζί του, το άφηνε εκεί κι έβαζε απάνω του μια πέτρα. Όποιος έβλεπε ξύλο που είχε απάνω πέτρα δεν το άγγιζε. Ανήκε σε άλλον.
Αυτοί ήτανε οι κώδικες της συμπεριφοράς παλιά, τότε που οι άνθρωποι παρόλους τους καβγάδες και τις μικρότητές τους είχανε συναίσθηση του κόπου και της ανάγκης.
Αν κλέβαμε σύκο, αν κλέβαμε κάνα ξύλο και μας βλέπανε ή μας πιάνανε αλοίμονό μας, κατέληξε ο Σωτήρης και ο Μήτσος συμπλήρωσε:
Το πιο μεγάλο παράπτωμα ήτανε να χαλάσεις κάνα μπόλι. Αν είχε κάποιος μπολιασμένο κάνα δέντρο και περνούσες και το κατάστρεφες δεν σ' έσωζε ούτε ο Θεός ο ίδιος. Μια φορά έκανα μια τέτοια διαολιά κι έφαγα τόσο ξύλο από τον πάππου μου που το θυμάμαι ακόμα. Με έδερνε και μου φώναζε "κουμμουνιστής είσαι βρε, κουμμουνιστής;"
Και τότε, μετά κι από αυτή τη θύμηση του Μήτσου, κατάλαβα τι σήμαινε παλαιότερα ο όρος "κομμουνιστής".
Ακριβώς έτσι είχανε ορισμένο μέσα τους οι γέροι της εποχής όποιον διέπραττε πράξη κολάσιμη η οποία όμως δεν ήτανε ορισμένη σαφώς σε μία εκ των δέκα εντολών!
Κομμουνιστής λοιπόν, ο διαπράττων πράξεις κολασίμους μη ορισμένας σαφώς εκ της Παλαιάς Διαθήκης!

Ο μπαρμπα Στέλιος θυμάται (μέρος 2ο)

Κυκλώσανε το σπίτι οι χωροφυλάκοι και πήρανε εμένα και τον αδερφό μου. Κι άλλους μαζί, όχι αφ’ το χωριό, αφ’ το χωριό δεν πήρανε κανένανε, μόνο εμάς τους δυο.
Κατόπιν είχε όμως οπαδούς της ΕΔΑ εδώ, άκου, τώρα θα σου πω ένα περιστατικό για να το θυμάσαι. Ήταν για να γίνουνε εκλογές και ο δάσκαλος που είχαμε εδώ στο χωριό ήταν και ομαδάρχης στα ΤΕΑ και αυτός λοιπόν εκουβέντιασε τον αστυνόμο της Βολισσού και του είπε “στην Πυραμά δε θα βρεθεί ούτε ένα ψηφοδέλτιο αντεθνικόν της ΕΔΑ”. Επέρασαν οι μέρες, εγένετο ο προεκλογικός αγώνας και ήρθε στο χωριό ο γίγαντας εκπαιδευτικός ο Μιχάλης ο Παπαμαύρος, τον έχεις ακούσει, αυτός, ήρθε στο χωριό. Τον έφερε εδώ ο γαμπρός του ο Σωκράτης ο Μακαρώνης. Ξεκαβάλικε το μουλάρι, τον πλησίασα, είπαμε μερικές κουβέντες και με ρώτησε “έχομε ψηφοφόρους της ΕΔΑ στο χωριό;” Έχομε του λέω αλλά φοβούνται οι άνθρωποι. Μετά λοιπόν έφυγε και πήγε στα κάγκελα της εκκλησίας, εκεί στεκότανε ο παπά Νικόλας ο Λεωνής. Τον εχαιρέτισε, του φίλησε το χέρι -πόσο διδάχτηκα, ο καθηγητής, ο αναμορφωτής του Εθνικού συστήματος Παιδείας εφίλησε το χέρι ενός αγροίκου παπά, σχεδόν αγράμματου και μου άφησε μεγάλη εντύπωση- μετά εγύρισε κι είδε προς το καφενείο κι ήτανε καμιά δεκαπενταριά απ’ όξω από το καφενείο του Κουλάδη και τους είπε “ελάτε κοντά μη φοβάστε”. Κι αυτοί με αργά βήματα όλοι ήρθανε κοντά. Μαζί μ’ αυτούς ήρτε και η γυναίκα του μπακάλη και άκουγε κι αυτή. Και λέει λοιπόν ο Παπαμαύρος, θυμάμαι κατά λέξη τα λόγια που είπε: “Είμαι υποψήφιος Βουλευτής της ΕΔΑ. Δεν πολιτεύομαι για να πάρω μια έδρα στη Βουλή, η θέση μου είναι ανώτερη Βουλευτού, θέλω να μπω στη Βουλή για να βοηθήσω τον ελληνικό λαό που οι Έλληνες κατά 70% είναι αγράμματοι ενώ στις Σκανδιναβικές χώρες είναι μόνο 2%”. Και μετά λέει: “Εάν κερδίσει η ΕΔΑ, την άλλη μέρα όλοι οι προστάτες μας θα φύγουν αφ’ την Ελλάδα”. Και είπε μερικά ακόμα διάφορα και έβγαλε ψηφοδέλτια και χαρτιά, αφίσες που τα λένε, και τα άφησε εκεί στα κάγκελα της εκκλησίας να πάρει ο κόσμος. Έφυγε λοιπόν. Καβάλικε το μουλάρι και έφυγε. Ένας εθνικόφρονας, αγράμματος, βαθιά θρησκευόμενος επήε και πήρε τα ψηφοδέλτια και όλα τα χαρτιά και έβαλε φωτιά και τα ’καψε διότι είχανε κουμουνιστικό περιεχόμενο, γέλασε συγκαταβατικά ο μπαρμπα-Στέλιος και συνέχισε. Εκείνη λοιπόν η γυναίκα του μπακάλη είπε: “Για δε άνθρωπος που θέλει να γίνει Βουλευτής, είχε να κάτι νύχια! Να ’ναι ο Μπουρνιάς ναι, αυτός είναι για Βουλευτής”. Πράγματι, είχε μεγάλα νύχια ο καθηγητής.
Λοιπόν, επεράσανε οι μέρες, ήρθε και η Κυριακή των εκλογών. Το βράδυ που θα γινότανε η διαλογή των ψηφοδελτίων επήγε και ο δάσκαλος να βοηθήσει και σε κάθε ψηφοδέλτιο που ακούγετο της ΕΔΑ, έκαμνε “φτουουουου!” Και ακούστηκαν δώδεκα “φτου!”. Δώδεκα ψηφοδέλτια ήτανε υπέρ της ΕΔΑ! Και ο αστυνόμος, ο κυβερνήτης της Βολισσού εβαθμολόγησε στο ελάχιστο τον δάσκαλο ως μη έχοντα πολιτική ωριμότητα! Εδώ ξεκαρδίστηκε στα γέλια ο μπαρμπα Στέλιος!
Σου λέω πράγματα που είναι γινομένα και μένουνε, μένουνε, άμα δεν τα πεις χάνονται, μου είπε μετά από τα χαχανητά του και συμπλήρωσε πως αυτό το περιστατικό πρέπει να ήτανε στο ’61, τότε που γίνανε οι «αστυνομικές εκλογές».
Τον επανέφερα στα γεγονότα της εξορίας του.
Με πήγανε στη Βολισσό, θυμήθηκε και εκεί με χτύπησε πολύ ο αστυνόμος ο Ζορμπάς. Δηλαδή πώς με χτύπησε; Μ’ έπιασε ο ένας χωροφύλακας που ήτανε θητείας και ο άλλος, ο ενοματάρχης, πώς τους λένε, και με βάλανε κάτω και μου σηκώσαν τα πόδια και μου περάσανε το όπλο μέσα και το στρίψανε κι ύστερα ήρθε ο αστυνόμος. Είχε ένα ρόπαλο τόσο και μου χτύπησε τις πατούσες και πρηστήκανε οι πατούσες μου και εμελανιάσαν και δε μπορούσα να περπατήσω. Αυτός ο κερατάς ο Ζορμπάς. Μου ’λεγε να μαρτυρήσω ποιους αθρώπους εσυναντούσα στα χωριά όταν πήγαινα και στη Χίο όταν εκατέβαινα κι εγώ δεν ήθελα να μαρτυρήσω γιατί άμα πω πως ήτανε ο Γιάννης ο Μακριδάκης, θα πα να τον πιάσουνε να του πούνε έλα δω, πού ήσουνα, τι έκανες, με ποιους εσυνεργάστηκες, μπλέκεις σε μεγάλη ιστορία μετά και δεν ήθελα να μαρτυρήσω με ποιους είχα συναλλίκια, με ποιους είχα επαφές δηλαδή. Ύστερα εμείναμε μέσα στο κρατητήριο μερικές μέρες, και να σου πω και ένα άλλο πράμα που δε σου το έχω πει ποτέ –οι εφημερίδες το γράψανε, και όταν γύρευα το όνομα του σκοτωμένου τότε στον εμφύλιο, στην Παρπαριά και πήρα στοιχεία από τη βιβλιοθήκη του Κοραή, το είδα γραμμένο στην εφημερίδα κι έλεγε την αλήθεια- εγώ και ο αδερφός μου κόψαμε τα χέρια μας, τις φλέβες κόψαμε με τζάμι Γιάννη, και επλημμύρισε το δωμάτιο αίμα και ήρταμε σε μεγάλο κίνδυνο. Ήρτε ένας και μας ήβρε και έτρεξε, και φωνάξανε και ήρτε ο γιατρός και ήρταν οι αστυνομικοί και ήρταν οι στρατιωτικοί όλοι και πήγανε να μου δώσουνε εμένα βοήθεια κι εγώ τους έγνεψα στον αδερφό μου, ήταν μικρότερος εκείνος. Το ’ξερες τούτο; Α, δεν το ξερες…
Μετά εμείναμε εκεί, μας εφυλάγανε οι στρατιώτες, οι χωροφύλακες, μας έδινε ο γιατρός κάθε μέρα βιταμίνες και μετά μας επήανε εξορία. Μας επήανε στη Χίο κι αφ’ τη Χίο στη Λήμνο, στη Λήμνο εμείναμε ένα βράδυ και μετά επήγαμε στον Άη Στράτη...

Συνεχίζεται...

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010

Ο μπαρμπα Στέλιος θυμάται (μέρος 1ο)

Με το πρώτο κρύο πήρα τα βουνά. Η βόρεια Χίος είναι μαγική το χειμώνα. Γι' αυτό κατεβαίνουνε τόσο χαμηλά τα σύννεφα, για να τη νιώσουνε.
Είδα κι έπαθα να φτάσω με την ομίχλη αλλά βρήκα τον μαστρο Στέλιο ολοζώντανο, με τα χοντρά του γυαλιά όπως πάντα, να κάθεται μπροστά στο σβηστό του τζάκι και να 'χει τη σόμπα μες στα πόδια του.
Με γνώρισε αμέσως σαν μπήκα στο σπίτι και μου έκανε εντύπωση η διαύγειά του διότι είχα να τον δω κοντά ένα χρόνο κι αναρωτιόμουνα πώς θα τον βρω.
Εντάξει είμαι, μου έδωσε να καταλάβω πως τίποτα δεν έχει αλλάξει, τώρα μπήκα ενεννήντα τρίο.
Πότε; τον ρώτησα χαζά.
Τώρα, μου είπε κάνοντας μια κίνηση με το χέρι του για να δείξει κάποιον κοντινό χρόνο.
Είχες γενέθλια; Πότε γεννήθηκες; Ποια μέρα; επέμεινα στη χαζομάρα μου. Μας έχουνε σημαδέψει ανεξίτηλα τελικά οι σύγχρονες συναναστροφές μας.
Τι σημασία έχει η μέρα, μου είπε απορώντας. Τώρα, με τον καινούριο χρόνο έγινα ενενήντα τρίο, ξαναδήλωσε σχεδόν υπερήφανα την ηλικία του και συνέχισε: Μια ζαλάδα αισθάνομαι μόνο όποτε πάω να πλαγιάσω και παίρνω φάρμακο. Πιστεύω ότι το ξανάπαθα αλλά έγινα καλά.
Σταμάτησε και γύρισε κατά το μέρος μου.
Άλλες φορές έλεγα ο Γιάννης δεν εφάνηκε, αλλά σήμερα δε σε περίμενα, με τέτοιο κρύο έκαμες απόφαση και ήβγες απάνω; Δεν περίμενε απάντηση και έπιασε αμέσως το θέμα από κει που το είχαμε κόψει την προηγούμενη φορά που τον είχα επισκεφθεί, ένα χρόνο ακριβώς πριν από σήμερα!
Τελικά με την εργασία που λέγαμε δεν έκαμα ακόμα τίποτα, δεν την έδωσα στην εγγονή μου να τη δαχτυλογραφήσει, μου είπε ένοχα.
Ομολογώ ότι δεν θυμόμουνα ποια εργασία εννοούσε. Ο μπάρμπα Στέλιος είναι τρομερό αρχείο γνώσεων και η μνήμη του είναι απίστευτη. Του ζήτησα λοιπόν διευκρίνηση και έλυσε η γλώσσα του. Δε θέλει και πολύ άλλωστε όταν βλέπει πως ο συνομιλητής του ενδιαφέρεται.
Για τη γενεαλογική ιστορία των κατοίκων λέω, από 1750 μέχρι σήμερα. Μεγάλη υπόθεση. Από δω περάσανε συνταγματάρχες, δασκάλοι, επιθεωρητές, χωριανοί δηλαδή, αλλά δεν έκανε κανένας απόφαση να το μελετήσει γιατί είναι δύσκολο πράγμα. Εγώ είχα την τύχη να πέσουν στα χέρια μου δυο τετράδια χειρόγραφα του 1900 το ένα και του 1902 το άλλο. Εκεί είναι ο σκελετός της δουλειάς. Μεγάλη υπόθεση. Περάσαν από τα χέρια μου το δημοτολόγιο, όλες οι ληξιαρχικές πράξεις, το μητρώο αρρένων και κάπου 140 παλαιά έγγραφα και από κει λοιπόν άντλησα την ύλη και έγινε η δουλειά.
Ένα καμπανάκι μού χτύπησε μόλις άκουσα για παλιά χειρόγραφα, τον διέκοψα και τον ρώτησα άν αυτά υπάρχουν ακόμα.
Τα τετράδια τα έχω, μου απάντησε με φυσικότητα, μα τέτοια πράματα χάνονται; Από τον πατέρα μου τα βρήκα. Ο πατέρας μου ήτανε καλλιγράφος και αυτό μ’ έβαλε μέσα. Ας είναι καλά όμως και οι γέροι που τους εκουβέντιαζα και ήτανε πάντα πρόθυμοι να με κουβεντιάζουνε. Κι εγώ όταν εκουβεντιάζανε τους σεβόμουνα και καθόμουνα και τους άκουα, άκουα τις παλιές ιστορίες που ελέγανε και όλα αυτά δηλαδή τα συγκέντρωσα και έγινε η δουλειά. Τέσσερα χρόνια δουλειά.
Κουμουνιστές είχε το χωριό, τον ρώτησα προσπερνώντας πάλι το θέμα μας, για να τον φέρω σιγά σιγά σ' αυτά που με ενδιαφέρανε περισσότερο διότι δεν τα έγραψε ποτέ και τώρα πια δεν πρόκειται να το κάνει αφού δεν έχει τα κουράγια. Τουλάχιστον ας τα πει, σκέφτηκα.
Κουμουνιστές! γέλασε. Εμάς μας εβαφτίσανε. Δηλαδή μας πήρανε αφ’ τα χωράφια, αφήσαμε τις τσάπες κάτω, και μας πήγανε στον Άη Στράτη και στη Μακρόνησο και στο άψε σβήσε εγίναμε όλοι κουμουνιστές. Ανθρώπους πού επήραν αφ' τις μάντρες που αρμέγαν τα κατσίκια, εγίνανε κουμουνιστές. Όλοι. Και έπρεπε να γίνει αναβάπτιση και εκάμανε τα ΕΣΑΙ, Εθνικό Στρατόπεδο Αναβάπτισης Ιδιωτών, έμπνευση της Φρειδερίκης. Και εγίνανε στη Μακρόνησο αυτά τα στρατόπεδα και εκεί εγένετο η αναβάπτισις. Η αναβάπτισις ήταν ή να πεθάνεις ή να τρελαθείς ή να πεις πως απεχθάνεσαι τον κουμουνισμό. Αυτή ήτανε η κατάσταση. Εμένα με πήρανε από δω στις 10 του Μάρτη του 48...

Συνεχίζεται
όσο απομαγνητοφωνώ θα διαβάζετε!

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

Τι σε λένε;

Σήμερα, όπως τα λέγαμε με ένα φίλο, το έφερε η κουβέντα και θυμήθηκα μια σπαρταριστή ιστορία από το στρατό. Είπα να σας τη γράψω, έτσι για αλλαγή!
Είχαμε λοιπόν έναν καλότατο άνθρωπο διοικητή, συνταγματάρχη ψηλό, αδύνατο και ασπρουλιάρη και έναν τρομερά φωνακλά αλλά κατά βάθος όχι κακό υποδιοικητή, ήτανε λοχαγός στο βαθμό, χοντρός και μαύρος! Μοιάζανε οι δυο τους σαν το δίδυμο Μπόλεκ και Λόλεκ που βλέπαμε μικροί στην τηλεόραση. Εγώ ήμουνα στο 1ο γραφείο, κάτι σαν γραμματέας του διοικητή για όσους, όσες μάλλον, δεν ξέρουνε, κι έτσι, λόγω δηλαδή που με θεωρούσε ο Υπό ως προνομιούχο και ήθελε να μου τη σπάει, πολλές φορές έβρισκε αφορμές και με έτρεχε δίχως λόγο κι αιτία.
Μια μέρα λοιπόν που ο διοικητής είχε άδεια και ο Υπό είχε αναλάβει τα χρέη του, καθότανε μέσα στο γραφείο του μαζί με κάποιους φιλοξενούμενούς του στο νησί, τους οποίους είχε φέρει για να τους δείξει τη μονάδα που διοικεί και προφανώς να τους πουλήσει και μούρη! Πηγαίνοντας εγώ λοιπόν στο γραφείο του για να μου υπογράψει κάποια έγγραφα και καθώς στάθηκα έξω από την πόρτα για να σουλουπωθώ λιγάκι και να χτυπήσω, ακούω τον Υπό από μέσα να περιγράφει με τη βροντερή φωνή του στους φίλους του, το πόσο μαλάκες είναι οι Χιώτες! Μέσα σε όλα τούς έλεγε και ότι οι Χιώτες όταν θέλουνε να σε ρωτήσουνε το όνομά σου, δεν σε ρωτάνει "πώς σε λένε" αλλά "τι σε λένε" και ξεκαρδιζότανε στα γέλια μοναχός του!
Καθώς λοιπόν τα άκουγα αυτά και ετοιμαζόμουνα να χτυπήσω την πόρτα για να μπω, άκουσα από μέσα και την έκπληξη των επισκεπτών, οι οποίοι δε μπορούσαν να χωνέψουν αυτό το "τι σε λένε" και ήταν δύσπιστοι. Τούς λέει λοιπόν τότε ο Υπό: "Περιμένετε να φωνάξω έναν Χιώτη που έχω στο γραφείο, να δείτε αν σας λέω μαλακίες"!! Εξαφανίστηκα εγώ αμέσως από την πόρτα και ξαναγύρισα στη θέση μου. Πριν κάτσω στο γραφείο μου ακούω την πόρτα του Υπό να ανοίγει και τη βροντερή φωνή του να αρθρώνει το όνομά μου με έναν τρόπο σαν να είχε γίνει η συντέλεια του κόσμου κι έπρεπε να διακτινιστώ. Τρέχω λοιπόν μέσα, μπαίνω στο γραφείο του, βαράω προσοχή απέναντί του και μπροστά στους επισκέπτες του και του λέω με ύφος σοβαρό "Διατάξτε!"
Τι σε λένε ρε; μου λέει αυστηρά δίχως να χρονοτριβεί.
Ανοίγω τότε το στόμα και τα μάτια μου τέντα, παίρνω ύφος ανθρώπου που δεν καταλαβαίνει από ξένες γλώσσες και του απαντώ: "Τι να με πούνε κύριε διοικητά; Τίποτα."
Κοκκίνισε στο λεπτό. Κόντεψε να ανέβει το αίμα του στο κεφάλι και να τον πνίξει. Οι άλλοι από απέναντι τον κοιτούσανε μειδιώντας και περιμένανε.
Τι σε λένε ρε παιδί μου; ξαναρώτησε κάπως πιο άγρια, δεν το έβαλε κάτω.
Δεν σας καταλαβαίνω κύριε διοικητά, τίποτα δε με λένε, του ξαναλέω με το ίδιο γλαρωμένο ύφος.
Οι άλλοι αρχίσανε να αντιδρούν, να γελάνε και να του λένε πως τόση ώρα τους έλεγε μαλακίες για να τους κοροϊδέψει και τέτοια.
Ο Υπό εξοργίστηκε. Πετάχτηκε όρθιος, με τα χέρια πάνω στο γραφείο και όπως ήτανε κατακόκκινος και σχεδόν άφριζε με ξαναρωτάει:
Παιδί μου είσαι ή δεν είσαι Χιώτης;
Είμαι, κύριε διοικητά! του απαντώ με σθένος.
Αναθάρρησε σαν είδε ότι άλλαξε το ύφος μου και ότι επιτέλους καταλαβαίνω τι μου λέει.
Ε, τι σε λένε λοιπόν; επέμεινε για μια φορά ακόμα.
Λυπάμαι κύριε διοικητά, δεν καταλαβαίνω τι με ρωτάτε, του ξαναλέω παίρνοντας πάλι το άνάλογο ύφος και περιμένω να σηκώσει το τασάκι και να μου το φέρει στο κεφάλι. Οι φίλοι του απέναντι γελάνε, τον ειρωνεύονται και του λένε να με αφήσει να φύγω γιατί το παράκανε και παιδεύει δίχως λόγο ένα στρατιώτη!
Εξαφανίσου από τα μάτια μου! μου κάνει τότε εκείνος και σκάει στην καρέκλα του ξεφυσώντας.
Βρόντηξα εγώ την πόρτα κι έγινα καπνός, πήγα στο μέσα γραφείο να γελάσω με την ησυχία μου διότι αν με έπαιρνε χαμπάρι, την είχα στην τσέπη τη δεκάρα!
Αυτά με τους Χιώτες τους βλάκες!

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

Ο γείτονάς μου ο ξένος

Κάποτε, όχι πριν από πολλά χρόνια αλλά πρόσφατα, ζούνε ακόμα οι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς, έλεγε η μάνα Πυργούσαινα (Πυργί, χωριό της νότιας Χίου) πως παντρεύει την κόρη της και της δίνει έναν ξένο. Από που είναι ο γαμπρός, τη ρωτούσανε οι συχωριανές. Κι εκείνη απαντούσε: Απέ τους Ολύμπους (το διπλανό χωριό)
Ξένος λοιπόν ο κοντοχωριανός, «άλλος», απόμακρος, καμία σχέση με μας. Κι ας μην ξεχνάμε το "παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο". Με βάση αυτό το γνωμικό πορευτήκανε τόσοι και τόσοι έλληνες μετανάστες στην Αμερική και, ω του θαύματος, ανάμεσα στα εκατομμύρια ανθρώπων που τους περιβάλανε, αυτοί βρήκανε ταίρι με καταγωγή από το χωριό τους!
Κι ύστερα θέλουμε αυτός ο λαός να λάβει θέση προοδευτική στη δημόσια διαβούλευση για το νομοσχέδιο περί ιθαγένειας των αλλοδαπών στην Ελλάδα!

Η γενναιοδωρία της γης…

Πρωί πρωί κατέβηκα σαν κάθε μέρα στο μπαλουχανά να δω τον πλούτο της θάλασσας να πάρω κουράγιο. Στεκόμουνα λοιπόν μπροστά στα τελάρα με τους μπακαλιάρους, τους γαλέους, τις γόπες, τα καλκάνια, τις κουτσομούρες, τα σουλουβάρδια κι έφτιαχνα μες στο νου μου ψαρόσουπα σαν ήρθε και στάθηκε δίπλα μου ένας εβδομηντάρης με αετίσιο βλέμμα και χέρια δουλεμένα από τη γη, τα δάχτυλά του ήτανε χοντρά και γεμάτα σκισμές, δεν κλείνανε αεροστεγώς οι φούχτες του παρά αφήνανε ένα κενό σαν να βαστούσε μόνιμα το στελιάρι μιας τσάπας.
Παράγγειλε ένα κιλό κουτσομούρες, είκοσι ευρώ έγραφε το ταμπελάκι, και μου ’κανε εντύπωση, εγγόνια θα έχει είπα μέσα μου και θέλει να τα καλοταΐσει σήμερα μα πριν προλάβω να ολοκληρώσω τη σκέψη μου κι ακόμα πριν προλάβει ο ψαρομανάβης να γεμίσει κουτσομούρα το χωνί του, έπεσε κι η δεύτερη παραγγελιά: Βάλε κι ένα κιλό σμαρίδες για τα γατάκια.
Η γενναιοδωρία της γης…

Συνένωσις αλλοφύλων

Από το πρωί σήμερα σκεφτόμουνα τον Καλλικράτη. Όχι τον σπουδαίο αρχιτέκτονα της αρχαιότητας αλλά τον άλλον, τον σύγχρονο, εκείνον που οσονούπω θα επέμβει στη ζωή μας ως από μηχανής θεός, θα καταργήσει τις Νομαρχίες, θα ελαττώσει στο εν τρίτο τους Δήμους, θα μας ενώσει και θα μας κάνει όλους μαζί, μ’ ένα σώμα και μια ψυχή, Πολίτες ολιγάριθμων διοικητικών Περιφερειών. Δεν ξέρω γιατί ξύπνησα με τη σκέψη του. Μάλλον με επηρέασε περισσότερο απ’ ότι φαντάζομαι εκείνο το κυριακάτικο υπουργικό συμβούλιο για την αναδιάρθρωση του διοικητικού χάρτη της χώρας.
Ζω σε ένα νησάκι που αν και είναι από τα μεγαλύτερα της Ελλάδας, δεν είναι τίποτε άλλο από μια κουκίδα στον παγκόσμιο χάρτη. Κι όμως αυτό το κομματάκι γης που είναι χιλιάδες χρόνια φουνταρισμένο στο ίδιο σημείο του Αιγαίου πελάγους είχε πάνω του μέχρι πριν από μία δεκαπενταετία περί τις εξήντα (60) αυτοδιοικούμενες ανθρώπινες κοινότητες (!) και σήμερα, μετά από δύο Καποδίστριες, αποτελεί ακόμη Νομαρχία με εννιά (9) Δήμους (!).
Θυμήθηκα τους φοβερούς καβγάδες -για το πάπλωμα- σαν ήτανε να γίνει εκείνη η πρώτη συνένωση, τότε που ενεργοποιηθήκανε εν μία νυκτί τα ατίθασα τοπικιστικά ένστικτα διαφόρων χωρικών, οι οποίοι δε θέλανε με κανένα τρόπο να υπαχθεί το χωριό τους στο γειτονικό, διότι το χωριό τους ήτανε από αμνημονεύτων χρόνων το κέντρο του κόσμου και δε μπορεί να το αγνοεί αυτό η κυβέρνηση, βγήκανε στους δρόμους και φωνάζανε, σκίζανε τα εκλογικά βιβλιάρια και κάνανε αποχή, μόνο «Καποδίστρια παραιτήσου!» που δε γράψανε στους τοίχους.
Με τα πολλά, ύστερα από εκατόν εξήντα (160) και πλέον χρόνια ζωής, το ελληνικό κράτος κατάφερε τότε να συνενώσει για πρώτη φορά τις διάσπαρτες κοινότητες των κατοίκων του και να ωθήσει τους γείτονες να δουν - όσο μπορούσαν βέβαια αφού κάποτε τους φάνταζε αδιανόητο- το μέλλον τους με κοινό μάτι. Από τότε ως σήμερα, που βρίσκεται προ της θύρας μας ο Καλλικράτης με την ακόμα πιο ρεαλιστική διοικητική του πρόταση, έχει περάσει και πάλι ανεπίτρεπτα πολύς χρόνος.
Κι ενώ σκεφτόμουνα αυτά και περπατούσα αφηρημένος ακούω κάποιον να με φωνάζει μέσα από ένα καφενείο. Γυρνάω και βλέπω τον Σωτήρη τον Αυστραλό, άρτι αφιχθέντα εκ της μακρινής ηπείρου να πίνει τον καφέ του μαζί με τον Μήτσο. Ο Σωτήρης έχει καταγωγή από ένα μικρό χωριό της βόρειας Χίου που λέγεται Εγρηγόρος, το οποίο συνορεύει με τα Κουρούνια, που είναι το χωριό του Μήτσου κι αυτή η γειτονία - όπως συμβαίνει σε όλη σχεδόν την ελληνική επικράτεια- σήμαινε ανέκαθεν προβλήματα που πολλές φορές κάνανε την ατμόσφαιρα να μυρίζει μπαρούτι. Καθότανε λοιπόν οι δυο κοντοχωριανοί και πίνανε μαζί τον πρωινό καφέ τους, κάθισα κι εγώ κοντά τους. Δεν άργησε η κουβέντα να γυρίσει το χρόνο πίσω. Τις Κυριακές, έλεγε ο ένας, μετά την εκκλησιά όλη η πιτσιρικαρία του χωριού πηγαίναμε εκδρομή. Παίρναμε τα ζα και τα βγάζαμε στο βουνό, τα αφήναμε σ’ ένα χωράφι να βοσκήσουνε για να μην τρώνε την ταγή που είχαμε μαζεμένη μέσα στο κατώι, κι εμείς παίζαμε ώσπου να κουραστούμε. Μα το ίδιο κάνανε κι οι άλλοι από κει, έδειξε κατά τον Σωτήρη κι εκείνος γελούσε και κουνούσε το κεφάλι του αναπολώντας. Μόλις λοιπόν βγαίναμε απάνω στο πλάτωμα, βλέπαμε από την άλλη μπάντα τους άλλους ν’ ανεβαίνουνε. Τότε ο πρώτος που τους έβλεπε φώναζε «Γρηγοριανοί!!!», αυτομάτως αφήναμε τα καπίστρια, να φύγουνε τα ζα και πιάναμε όλοι μαζί τις πέτρες. Πώς αλλιώς βέβαια θα αντιδρούσανε τα ατίθασα αγόρια όταν ολημερίς βλέπανε και ακούγανε τους μεγάλους να βρίζονται και να σκοτώνονται μεταξύ τους; Κι εμείς μόλις τους βλέπαμε φωνάζαμε «Κουρουνιώτες!!!», συμπλήρωσε ο Σωτήρης κι αρχίζαμε το ίδιο βιολί. Ώρες βαστούσε ο πόλεμος, πώς δε σκοτώθηκε κανένας τότε, λέγανε κι οι δυο κι είχανε στα μάτια τους ένα δέος, σαν παιδιά. Ένα βράδυ, σαν τελείωσε ο πόλεμος και γύρισα στο σπίτι, θυμήθηκε ο Σωτήρης, μου ’δωσε ο πατέρας μου τα παπούτσια του που είχανε τρυπήσει, να τα πάω στον τσαγκάρη τον Ζήκο για να τα μερεμετίσει. Μα ο Ζήκος ήτανε στο διπλανό χωριό και ο μικρός ύστερα από τόσο ημερήσιο άχτι φοβότανε μες τη νύχτα να μπει σε εχθρικό έδαφος, στο χωριό των αλλοφύλων και φυλαγότανε πίσω από τα καντούνια, μετά φόβου Θεού πήγαινε τα παπούτσια στο τσαγκάρικο.
Τα παιδιά αυτά όμως, τώρα που ωριμάσανε κι έχουνε πλέον μισόν αιώνα ζωής στην πλάτη, είναι συνέταιροι σε μια πολυμετοχική οινοποιητική εταιρία, που εδώ και μερικά χρόνια ενώνει υπό το όραμά της την πλειονότητα όλων των πρώην εχθρών της περιοχής, οι οποίοι από κοινού την δημιούργησαν.
Όταν λοιπόν αφήσανε το παρελθόν κι αρχίσανε να συζητάνε τα της εταιρίας τους, σηκώθηκα και έφυγα από το καφενείο έχοντας την ελπίδα πως και η Ελλάδα όπου να ’ναι θα ωριμάσει αφού κι αυτή αναπόφευκτα μεγαλώνει μαζί τους…

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010

Οταν ο καιρός αλλάζει

Από το παράθυρο βλέπω μολυβί το θόλο. Έχει μια γλύκα όμως. Δεν είναι βαριά τα σύννεφα, ανάλφρα είναι μα πυκνά, σαν φίλτρο φυσικό του ήλιου και ρίχνουνε πάνω στην ακύμαντη θάλασσα ένα λαμπερό και ενιαίο φως, δίχως σκιές και λάμψεις. Αυτό το γαλήνιο φως που δηλώνει πάντα πως αλλάζει ο αέρας, διαρκεί για λίγη ώρα αλλά μαγεύει τα γλαροπούλια. Τα κάνει να τα χάνουνε, να κάθονται όλα μαζί μες στο λιμάνι και να πλέουνε, κάποια ανοίγουνε φτερό μα μετανιώνουνε γρήγορα και γυρνάνε ξανά στη θέση τους, δίπλα στ' άλλα.
Χτύπησε το κουδούνι και ήτανε ο ταχυδρόμος. Μου έφερε ένα cd, απρόσμενο δώρο από κάποια κυρία Μ.Μ. αναγνώστρια των βιβλίων μου. Καθώς το έβαλα να παίξει συνειδητοποίησα πως κάτι τέτοιες στιγμές η φύση παίρνει ιδέες από σπουδαίους ανθρώπους και πορεύεται πάνω σ' αυτές για να εντυπωσιάζει όλους εμάς τους αδαείς.
Αλλιώς δεν εξηγείται τ' ότι οι γλάροι έξω από το τζάμι μου χορεύουνε Tchaikovsky...

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010

Πρόσκληση Γραφής

Τα 7 Μποφόρ συλλέγουν μικρά διηγήματα με ήρωες τους παραδοσιακούς κεφτέδες και τίτλο:
"Τέτοιους κεφτέδες δεν έχω ξαναφάει"
Όλοι έχουν μια ανάμνηση από κάποια στιγμή της ζωής τους συνδεμένη με τους κεφτέδες. Οι περισσότεροι θυμούνται τη γεύση κάποιων κεφτέδων και αναπολούν, λένε ότι σαν αυτούς δεν έφαγαν πουθενά έκτοτε. Κι αυτό φυσικά διότι τους έχουν συνδέσει με τη συγκεκριμένη, όμορφη συνήθως, στιγμή της ζωής τους. Αυτή τη στιγμή ζητάμε. Με αφορμή τη γεύση λοιπόν, αναπολήστε και γράψτε τη δική σας μικρή ή μεγαλη ιστορία.
Ανεβάστε την ως σχόλιο εδώ ή αν είναι μεγαλύτερη από το επιτρεπόμενο όριο χαρακτήρων, στειλτε την στο akridaki@gmail.com

Αν δεν έχετε χρόνο ή νομίζετε ότι δεν έχετε έφεση στη συγγραφή, γράψτε μονάχα την ανάμνηση του τόπου, του χρόνου, των συνθηκών. Μας ενδιαφέρουν όλα αυτά που έκαναν τους κεφτέδες που θυμάστε, μοναδικούς!

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2010

Ο Πουνέντες έχει κέφια

Απόγεμα ήτανε κι είχε ένα όμορφο φως, παράξενα γαλήνιο. Σαν να περίμενε την καταστροφή του το νησί, κάπως έτσι έμοιαζε η ατμόσφαιρα. Κατέβηκα στη θάλασσα και είδα τον καπετάνιο να προβάλει κι αυτός στο μόλο. Έμαθα τις ώρες του πια, σκέφτηκα με ικανοποίηση. Φρεσκοξουρισμένος ήτανε, ανάβλυζε μια βαρια μυρωδιά σπίρτου κι είχανε τα μάγουλά του καμιά δεκαριά κοψιές ολόφρεσκιες.
Πού είναι τ' όπλο σου, με ρώτησε σχεδόν γελαστός σαν έφτασα κοντά του κι έδειξε κατά το βουνό. Εννοούσε την ομπρέλα μου βέβαια αφού τα μαύρα σύννεφα είχανε κατέβει χαμηλά και μύριζε μπουρίνι. Είχε κέφια ο καπετάνιος. Όχι μόνο επειδή ένιωθε την ευεξία του ξυρίσματος μα κυρίως διότι τις τελευταίες δυο μέρες ο αέρας ανέβαινε, από σορόκος γινότανε πουνέντες και βορειοδυτικός, είχε καιρό ακόμα μπροστά μέχρι να ξανανοτιαδίσει και να πρέπει να μεταδέσει εκείνος το καΐκι του απέναντι.
Καταχνιά έχει από κει ε; γύρισα και κοίταξα κατά τη μεριά που μου έδειχνε.
Είναι του μπουρινιού, του μπουρινιού ο αέρας, είπε. Πάλι πίσω θα γυρίσει όμως, στη νοτιά. Αυτό τώρα θα πάει μέχρι βορειοδυτικός, ύστερα πάλι δυτικός και μετά νοτιά. Αυτό το βιολί βαρά τώρα δυο μήνες. Αλλά άμαν κατήβει κι ο πούστης ο βοριάς δεν έχει χειρότερο, θα πιάσει το κρύο και άντε να βγεις όξω να πα κάμεις δουλειά πια. Πήρε ο βοριάς, τελείωσε.
Αυτά λέγαμε και περπατούσαμε δίπλα δίπλα στο μόλο σαν έπιασε να ρίχνει μια ήσυχη και ψιλή ψιλή βροχή σαν της καρφίτσας τον κώλο. Πιάσαμε απάγκιο σ' ένα υπόστεγο και μου 'πε για τα ψαρέματα στο πέλαγος, για καθετές με μισινέζες διακοσάρες και με σύρμα στο τελείωμα που το σπάνε μονάχα οι τούνες, μου 'πε και για τα σκυλόψαρα που τα φέρνει με ρεμούλκα πίσω στο λιμάνι. Ζωντανά είναι, κουτρουβαλάνε από πίσω αλλά τα φέρνω σιγά σιγά, από την Ικαριά απ' όξω έχω φέρει πόσες φορές, σκυλόψαρα πεντακόσα κιλά, εξακόσα. Πρέπει να το γαντζώσεις με το γάντζο, να το δέσεις, να του περάσεις ένα σκοινί μέσα από το στόμα του να το βγάλεις από το σπάραχνο, να του βάλεις άλλη θηλιά στη μέση, δυο σκοινιά, έχεις στη μούρη του το πλωριό σκοινί, έχεις και στη μέση το άλλο, δυο σκοινιά θέλει γιατί με το ένα θα σκίσει το σπάραχνο και θα φύει, κουτρουβαλά ευτό ύστερι από πίσω απ' το καΐκι κι έρκεται. Τέτοια απίστευτα μου 'λεγε για κάμποση ώρα και τον κοιτούσα με το στόμα ανοιχτό, φανταζόμουνα έναν άνθρωπο θεομόναχο μες στο πέλαγος να πολεμάει με το κήτος έχοντας για όπλα ένα γάντζο και δυο σκοινιά, είναι μια να το πιάσω με το μεγάλο γάντζο, ύστερι το δένω, μου είπε πάλι γελαστός σαν είδε την εκστασιασμένη φάτσα μου. Είπαμε, είχε κέφια ο καπετάνιος εκείνο τ' απόγεμα, τα κέφια του Πουνέντε που δεν απειλεί το καΐκι του.
Σε λιγάκι έκοψε απότομα τη διήγηση. Με βαρέθηκε και με το δίκιο του. Εδώ παλεύει με σκυλόψαρα κι εγώ τον κοιτάζω σαν χάνος. Ούτε για τη γάτα του δεν κάνω.
Έβγαλε το κεφάλι του από το υπόστεγο κι έστρεψε κατά τη δύση να δει πού βαστάνε τα νερά. Δεν έχει πολλά, διαπίστωσε, έκαμε μάτι. Γύρισα και είδα ένα κομμάτι ουρανού στο χρώμα του ηλιοβασιλέματος να φαντάζει σαν νυσταγμένο μάτι στο κέντρο της μουντάδας.
Σε λίγο ένα ολόλαμπρο ουράνιο τόξο φάνηκε ολόκληρο να στεφανώνει το λιμάνι.

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2010

Εκσυγχρονισμός στη χρονοκαθυστέρηση

Σήμερα έζησα μια συναρπαστική περιπέτεια όχι σε κανένα βουνό απάτητο ή καμιά θάλασσα απάτωτη αλλά μέσα στην πόλη της Χίου και μάλιστα τρία μόλις τετράγωνα μακριά από το σπίτι μου. Πήγα στην Τράπεζα!
Πάω λοιπόν ν' ανοίξω την πόρτα για να μπω στο υποκατάστημα και βλέπω ότι είναι αδύνατον να τα καταφέρω. Να τραβάω από δω, να σπρώχνω από κει, τίποτα. Οι απομέσα γελούσανε και όλο κάτι μου γνέφανε που δεν καταλάβαινα. Σε μια στιγμή είπα Γιάννη περίμενε να έρθει καμιά γριά για τη σύνταξη, να σου ανοίξει να μπεις μαζί της. Κι έτσι έγινε. Σε ένα λεπτό έρχεται σινάμενη κουνάμενη μια κυρία, πατάει σαν να το είχε και στο σπίτι της το κουμπάκι με το κόκκινο δαχτυλίδι, γίνεται το δαχτυλίδι πράσινο κι ανοίγει η πόρτα. Χώνομαι κι εγώ από πίσω της. Ξαφνικά βρεθήκαμε, μπρος εκείνη πίσω εγώ, μέσα σ' ένα γυάλινο προθάλαμο της Τράπεζας με την πόρτα πίσω μας να κλείνει και την πόρτα μπρος μας να μην ανοίγει αν δεν περάσουν κάποια δευτερόλεπτα ικανά για να μας βιντεοσκοπήσει η κάμερα που μας σημάδευε πάνω από τα κεφάλια μας! Πάτησε λοιπόν πάλι η κυρία το κουμπί κι αφού περιμέναμε τον προγραμματισμένο χρόνο, άνοιξε κι η άλλη πόρτα και επιτέλους μπήκαμε. Όσην ώρα όμως γινότανε αυτό, όλοι όσοι έστεκαν στην ουρά των ταμείων σκότωναν το χρόνο τους παρατηρώντας μας σαν εκθέματα μέσα στο γυάλινο βιτρινάκι κι είχανε ένα αχνό χαμόγελο στα χείλια!
Ρε τι πάθαμε με τις πόρτες ασφαλείας! Πού; Στη Χίο. Στην πόλη όπου οι μισοί πάνε στην Tράπεζα δίχως ταυτότητα λόγω του ότι είναι γνωστοί τους οι υπάλληλοι και τους δίνουν λεφτά ακόμα κι αν ξεχάσουν το βιβλιάριο! Απίστευτα πράγματα.
Να μου πεις, κι άμα σπάσει ο διάολος το ποδάρι του κι έρθει καμιά μέρα ένας ληστής τι θα γίνει;
Μα είμαστε με τα καλά μας; Τι χρειάζεται η χρονοκαθυστέρηση στην είσοδο-έξοδο της Τράπεζας αφού υπάρχει μόνιμη χρονοκαθυστέρηση στην είσοδο-έξοδο του νησιού; Γύρω γύρω θάλασσα κι οι πύλες μετρημένες. Κι όμως βάλαμε και πόρτα ασφαλείας, τρομάρα μας.
Αυτά συμβαίνουνε στη μικρή μας πόλη, την συγχρονισμένη μόνο σε χρονοκαθυστερήσεις.

Υ.Γ. (το οποίο μού μετέφεραν)
Κατά τις μέρες των εορτών μπήκε στην Τράπεζα μετά κόπων και βασάνων ένας κύριος φορτωμένος με δώρα και σακούλες. Μόλις τα κατάφερε να πατήσει εντός του καταστήματος αναφώνησε εκνευρισμένος "άμα πάρει καμιά φωτιά, να σας δω πώς θα βγείτε έξω με τις μαλακίες που κάνετε!!"
Και ο υπάλληλος από το γκισέ πειραγμένος: "Έχει και παράθυρα κύριε"

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010

Εισακουστήκαμε!


Δεν πρόλαβε να κρεμαστεί εδώ η προηγούμενη ανάρτηση όπου ζητούσαμε να μας έρθει από Τουρκία μεριά και κάνα αϊράν και νάτο κατέφθασε αμέσως στην παραλία μας. Ταξίδεψε όμως αρκετές μέρες ως φαίνεται στο πέλαγος και έφτασε ληγμένο!

Πάλι από τον Γιάννη Κωσταρή η φωτογραφία και η λεζάντα της:
"Εκτός από τις μπύρες EFES πλήθος καταναλωτικών προϊόντων έφτασαν τις προηγούμενες μέρες στις ακτές τις νοτιοανατολικής χίου από τις απέναντι ακτές. Αyran, φυσικοί χυμοί, φρέσκο γιαούρτι, νερό, αυθεντικό αιγυπτιακό ταχίνι, ακριβά αγγλικά τσιγάρα και πολλά άλλα. Επιτέλους ελεύθερη διακίνηση αγαθών! Όμως προσοχή γιατί το ayran είναι ληγμένο"

περισσότερες φωτογραφίες στο fotamag.blogspot.com
Η μετάφραση του παραπάνω κειμένου στα τουρκικα έγινε από την Sebnem Arslan:
SESİMİZİ DUYDULAR!

Türkiye'den bize bir ayran gelse bari diye sohbet konusu ettiğimiz metni henüz blog sayfasına yüklemiştik ki işte sahillerimize hemen gelmiş bile! Ancak, buraya varıncaya kadar belli ki çok uzun bir yolculuk yapmış çünkü son kullanma tarihi geçmiş!
Yine Yannis Kostaris'in notuyla geldi fotoğraf:"EFES dışında, diğer tüketim ürünleri de geçtiğimiz günlerde karşı kıyılardan Sakız Adası'nın güneydoğu sahillerini doldurdular. Ayran, doğal meyve suyu, taze yoğurt, su, hakiki Mısır tahini, pahalı İngiliz sigaraları ve daha bir çok şey! Nihayet ürünlerin piyasaya sürümü serbet bırakıldı! Ama ayrana dikkat edin çünkü son kullanma tarihi geçmiş."
Daha fazla fotoğraf için: fotomag.blogspot.com

Δημοσιεύθηκε στο Κοντέινερ της Ελευθεροτυπίας 4-1-10

Παραμονές πρωτοχρονιάς, ήμουνα στον Σπόρο, το κατάστημα «δίκαιου εμπορίου» στα Εξάρχεια και αγόραζα ημερολόγια των Ζαπατίστας, ενίσχυα δηλαδή με τον οβολό μου τους ιθαγενείς της Τσιάπας, οι οποίοι επί χρόνια καταδυναστεύονταν από τους μετοίκους που κατέκτησαν τα εδάφη τους και μια άλλη πρωτοχρονιά πριν δεκαέξι χρόνια εξεγέρθηκαν και ζουν ακόμα εξεγερμένοι, όταν χτύπησε το κινητό μου και άκουσα έναν φίλο μου δημοσιογράφο να μου προτείνει το θέμα «μετανάστες και οικονομία» για το πρώτο φύλλο της νέας χρονιάς στην εφημερίδα "Δημοκρατική" της Χίου.
Σημαδιακό, δεν μπορείτε να πείτε.
Κάποτε λοιπόν οι ιθαγενείς δεχόντουσαν τη βία τυχοδιωκτών μεταναστών – κατακτητών ή αποικιοκρατών που ψάχνανε για άλλες πατρίδες, παρθένες, για να απομυζήσουνε τους φυσικούς τους πόρους. Σήμερα, που ο πλανήτης είναι πλέον κορεσμένος και οδεύει προς την εξάντληση λόγω της υπερεκμετάλλευσης που υπέστη από όλους αυτούς τους μετανάστες – κατακτητές – αποικιοκράτες, οι πρώην φτωχοί ιθαγενείς μετατρέπονται οι ίδιοι σε μετανάστες, δίχως να έχουν όμως τη δύναμη να γίνουν και κατακτητές ή αποικιοκράτες. Έτσι, με χίλιους δυο τρόπους προσπαθούν να εισβάλουν στα μέρη των πρώην εκμεταλλευτών τους, οι οποίοι μετατρέπονται πλέον σε ιθαγενείς και νιώθουνε να απειλείται η ευζωία που με τόσους κόπους κατακτήσανε μιας και οι πρώην ιθαγενείς απαιτούν από τους νυν το μερδικό που τους ανήκει.
Δίκαια πράγματα. Γι’ αυτό και δύσκολα. Είναι το «εδώ πληρώνονται όλα» που λέει ο λαός, για να μιλήσουμε επιτέλους με όρους οικονομικούς μιας και το απαιτεί το θέμα μας.
Όταν λοιπόν το ένα τρίτο του πληθυσμού της γης ζει επί εκατοντάδες χρόνια εις βάρος των υπολοίπων, όταν αυτοί οι λίγοι ανεπτυγμένοι οδηγούν τις εξελίξεις φτιάχνοντας κοινωνίες όχι πλέον εξαρτημένες αλλά ταυτισμένες με τους οικονομικούς όρους, όταν αυτοί οι ίδιοι λιγοστοί αναπτύσσουν τεχνολογίες θαυμαστές που μπορούν να κάνουν όλη τη γη μια γειτονιά, όταν υποστηρίζουν με σθένος την παγκοσμιοποίηση, είναι τουλάχιστον υποκριτικό να ξεχνούν πως η γειτονιά εμπεριέχει και τους άλλους, που έχουνε κι αυτοί δικαίωμα στο ευ ζην.
Οι σύγχρονοι μετανάστες, «λαθρομετανάστες», πρόσφυγες είναι οι ερινύες που έρχονται να μας θυμίσουνε ότι χρωστάμε, για να μιλήσουμε και πάλι με όρους οικονομικούς μιας και το θέμα είναι τέτοιο.
Ο σύγχρονος μετανάστης είναι ο δοσάς που έρχεται και μας χτυπάει την πόρτα αγανακτισμένος όχι μόνο επειδή τον έχουμε φεσώσει προ καιρού αλλά προπάντων επειδή του τα πήραμε βίαια. Κι εμείς οι ιθαγενείς που έχουμε φάει ήδη όχι μόνο το κεφάλαιο που δανειστήκαμε αλλά και τα κέρδη από την επένδυσή του, αμπαρωνόμαστε στη θέα των δοσάδων, λέμε πως τα οικονομικά μας δεν αντέχουνε για όλους, βολεύουμε όσους μπορούμε από δαύτους για να απαλλαγούμε κι εμείς από εργασίες κοπιώδεις και αταίριαστες πλέον με το προφίλ μας, μα οι δοσάδες δε σταματάνε να ’ρχονται, τόσο πολλά είναι τα χρέη μας, όλο καινούριοι καταφτάνουνε και απαιτούνε, κι εμείς δεν ξέρουμε πια πώς να τους αποφύγουμε, ούτε να κάνουμε ό,τι έκανε ο Πρίγκιπας του Κασόλα μπορούμε, να σκηνοθετήσουμε δηλαδή το θάνατό μας μπας και φύγουνε άπρακτοι, σκεπτόμενοι ότι ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος. Έτσι, αρχίζουμε να αντιδρούμε βίαια όπως κάθε στριμωγμένος οφειλέτης, τους βρίζουμε, τους απειλούμε, πολλές φορές τους σκοτώνουμε κιόλας, συστήνουμε ομάδες συνοριοφυλάκων, διακρατικές περιπολίες Frontex και ενισχύουμε τους μηχανισμούς της φύλαξής μας μπας και τους κρατήσουμε σε απόσταση αλλά βαστιέται μακριά από το δίκιο του ο αδικημένος, δε βαστιέται. Ίσως να καθυστερεί αλλά δεν παραιτείται, έτσι κι αλλιώς έχει κηρύξει πτώχευση προ πολλού κι ό,τι οικονομήσει κέρδος είναι…

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2010

Συνέντευξη στην Κυριακάτικη Καθημερινή 3-1-10

Μας περιτριγυρίζουν άπειροι συγγραφείς
Ο Γιάννης Μακριδάκης από την ακριτική Χίο, με τα δύο βιβλία του ταρακούνησε το 2009 την κεντρική σκηνή της λογοτεχνίας
Της Ολγας Σελλα

Ομολογεί ότι την αφορμή να γράψει λογοτεχνία τού την έδωσε ένας φονιάς που έχει στοιχειώσει στους τοπικούς μύθους του νησιού του, ο Πέτικας. Ο Γιάννης Μακριδάκης γυρνούσε τα χωριά της Χίου για να συγκεντρώσει στοιχεία για την Ιστορία της Νεοελληνικής Χίου (1912-1940), στο πλαίσιο του Κέντρου Χιακών Μελετών που έχει ιδρύσει στο νησί του εδώ και 13 χρόνια. Το όνομα Πέτικας το είχε συναντήσει στις αποδελτιώσεις του τοπικού Τύπου. Σ’ ένα χωριό, κι ενώ συνομιλούσε μ’ έναν παππού, ακούστηκε ένας πυροβολισμός. «Ρε Πέτικα, με σπαζοχόλιασες», λέει ο παππούς σ’ έναν πιτσιρίκο, που έπαιζε μ’ ένα ψεύτικο όπλο. Τότε ο Γιάννης Μακριδάκης συνειδητοποίησε ότι το όνομα Πέτικας είχε γίνει ήδη παρατσούκλι. Κι άρχισε να ψάχνει καλύτερα την ιστορία αυτού του ανθρώπου. Κάπως έτσι βγήκε το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο, «Ανάμισης ντενεκές», κι έκανε αμέσως αίσθηση, και όχι μόνο στη Χίο. Μετά όλα ήρθαν μόνα τους. Οι κριτικές, οι εκδηλώσεις, το δεύτερο βιβλίο του «Η δεξιά τσέπη του ράσου» (και τα δύο από τις εκδόσεις Εστία). Και έτσι απλά και ξαφνικά, δύο βιβλία από την περιφέρεια, που αντλούν τα θέματά τους από τα όρια του τόπου τους, άρχισαν να αφορούν και την κεντρική σκηνή της λογοτεχνίας. Το 2009, η γραφή του και τα βιβλία του συζητήθηκαν ευρύτερα. Γράφτηκαν κριτικές, ήταν υποψήφια για λογοτεχνικά βραβεία, παρουσιάστηκαν σε εκδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα. Το 2009 ήταν σίγουρα η χρονιά του.

Μαθηματικός

Ο Γιάννης Μακριδάκης δεν είχε ποτέ σκοπό ν’ ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Σπούδασε μαθηματικά, αλλά ουδέποτε ασχολήθηκε με αριθμούς και λογάριθμους. Η ιστορία και η ανθρωπολογία τον γοήτευαν πάντα. Και ο τόπος του, η Χίος. Πριν από 13 χρόνια, το 1997, έφτιαξε στο νησί του ένα Κέντρο Μελετών, του έδωσε το όνομα Πελινναίο (το μεγαλύτερο βουνό της Χίου) και μαζί με άλλους νέους επιστήμονες καταγράφουν και μελετούν τα στοιχεία της σύγχρονης ιστορίας της Χίου. «Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα και φτωχά. Σιγά σιγά, με την αποδοχή του κόσμου και με τη βοήθεια Χίων της διασποράς που μας επιχορηγούν και μας στηρίζουν, μπορέσαμε να προχωρήσουμε. Κάνουμε το μεράκι μας, ζούμε όλοι εδώ στη Χίο, και αυτό το κάνουμε από την ψυχή μας». Ομως έγραφε πάντα, για τις ανάγκες των μελετών, των δημοσιεύσεων και του περιοδικού του Κέντρου. «Οταν λοιπόν καταπιάστηκε με την έρευνα του Πέτικα, είπα: Ρε Γιάννη, αφού μπορείς να γράψεις, γράψε και κάτι άλλο». Κι έτσι μπήκε στο χώρο της λογοτεχνίας με το ίδιο πάθος που καταπιάνεται με οτιδήποτε τον γοητεύει.

Μεγεθυντικός φακός

Τα θέματα των βιβλίων του, όπως και όλη του η ενέργεια και οι δραστηριότητες, σχετίζονται με τη Χίο. «Βάζω τον εαυτό μου να σκεφτεί αν θα έκανα τα ίδια πράγματα αν ζούσα κάπου αλλού. Απαντάω όχι. Αυτά όλα μού τα ενέπνευσε η Χίος. Αν είχα αναγκαστεί ή επιλέξει να ζήσω κάπου αλλού, θα ήμουν μαθηματικός. Εδώ, με το που ανοίγω τα μάτια μου κάθε πρωί, είναι από μόνο του μπροστά μου το ερέθισμα. Η φύση, οι απλοί άνθρωποι – αυτοί είναι οι λογοτέχνες, η λογοτεχνία μιλιέται. Μας περιτριγυρίζουν άπειροι λογοτέχνες που δεν έχουν γράψει ποτέ τίποτα και άπειροι συγγραφείς που δεν ξέρουν ν’ ακούνε», λέει με μια αμεσότητα που εκπλήσσει.

Παρ’ όλα αυτά δεν έχει ψευδαισθήσεις. «Η επαρχία είναι δύσκολη, είναι ένας μεγεθυντικός φακός. Ο, τι στην Αθήνα σε τσαντίζει, εδώ το βλέπεις μπροστά σου κάθε μέρα. Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί: τι κάνω εδώ; Βγαίνω από το σπίτι μου και συγχύζομαι. Αλλά μετά έρχονται οι πρώτες λιακάδες του Μάρτη, βγαίνουν οι τουλίπες, αρχίζουν τα μπάνια. Δεν μπορώ να διανοηθώ τη ζωή μου με δεκαήμερες διακοπές στη θάλασσα. Μόνο δεκαήμερες διακοπές χωρίς θάλασσα μπορώ να σκεφτώ».

Η Σίσσυ και ο αρχιεπίσκοπος

Κι αν ο «Ανάμισης ντενεκές» γράφτηκε για έναν φονιά που έγινε θρύλος, «Η δεξιά τσέπη του ράσου» γράφτηκε μόνο και μόνο για την τοποθεσία όπου βρίσκεται το μοναστήρι όπου ζει ο μοναχός Βικέντιος. «Το έχω ζήσει στο πετσί μου αυτό το μέρος. Κάποια στιγμή αποφάσισα να γράψω κάτι γι’ αυτό το τοπίο κι άρχισα να πλάθω μια ιστορία μέσα στο κεφάλι μου για να υπάρχει η ραχοκοκαλιά των εικόνων. Εκείνες τις μέρες ακριβώς πέθανε ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος και μου ήρθε η ιδέα της αντιπαράθεσης με τη σκυλίτσα, τη Σίσσυ. Ηταν μια ιδέα στιγμιαία. Μόλις άκουσα την είδηση μου ήρθε στο μυαλό η πρώτη φράση του βιβλίου». Και πώς αισθάνεται που τώρα πια είναι αναγνωρίσιμος, διαβάζει κριτικές για τα βιβλία του, δίνει συνεντεύξεις... «Δεν είχα ασχοληθεί ποτέ με το χώρο, δεν διάβαζα κριτικές, δεν ήξερα τίποτα. Είναι σαν να μου λες βάλε υποψηφιότητα για βουλευτής. Στο πρώτο μου βιβλίο έστειλα τέσσερα αντίτυπα σε τέσσερις διαφορετικούς εκδότες στην Αθήνα. Μου τηλεφώνησε η Εύα Καραϊτίδου και μου είπε ότι είναι ένα πολύ καλό βιβλίο και θα το εκδώσει. Τότε γνώρισα και την κυρία Μάνια (Καραϊτίδου), και νιώθω μεγάλη τιμή. Εκείνη είναι ο άνθρωπος που άλλαξε τη ζωή μου», λέει, χωρίς ίχνος ψεύτικης ευγένειας.

Εμπνευση

Αυτά τα τρία τελευταία χρόνια έχει γοητευτεί απολύτως από τη λογοτεχνία και ασχολείται μόνο μ’ αυτό. Τόσο που όταν δεν έχει έμπνευση, παθαίνει κατάθλιψη, όπως λέει. «Γι’ αυτό αφιερώνω τα βιβλία στην κοπέλα μου. Γιατί με αντέχει όταν δεν έχω έμπνευση» Και συμπληρώνει πως, όταν γράφει, πάντα νιώθει ότι γράφει κάτι πολύ ωραίο. «Μετά αρχίζω να το αμφισβητώ. Μέχρι να πάρω από τους αναγνώστες τα πρώτα μηνύματα». Τα μηνύματα πάντως από τους αναγνώστες για τα δύο πρώτα βιβλία του ήταν ενθαρρυντικά: «Η δεξιά τσέπη του ράσου» είναι στην 7η χιλιάδα και ο «Ανάμισης ντενεκές» στην 6η χιλιάδα. Και ήδη έχει τελειώσει το επόμενο βιβλίο του που θα βγει μέσα στο 2010, ενώ από τις εκδόσεις Εστία θα κυκλοφορήσει και ένα βιβλίο με μαρτυρίες προσφύγων που έφυγαν προς τη Μέση Ανατολή στη διάρκεια του πολέμου, και με τίτλο «Συρματένιος». «Ηταν το πρώτο βιβλίο που έγραψα και είναι πολύ αγαπημένο μου», προσθέτει. Τον ρωτάω αν έχει αλλάξει η καθημερινότητά του από τότε που έγινε γνωστός και έξω από τη Χίο. «Οχι, απλώς έχω μετατοπίσει το κέντρο βάρους μου από μια τοπική γραφή σε μια πιο οικουμενική και έχω αρχίσει να ταξιδεύω και περισσότερο, γιατί έχω προσκλήσεις από βιβλιοπωλεία και σχολεία και μου αρέσει η επικοινωνία με τους αναγνώστες. Εκεί που δεν έφευγα καθόλου και ήμουνα παθιασμένος με τον τόπο και μονομανής, τώρα γνωρίζω κι άλλους ανθρώπους κι αυτό είναι σημαντικό». Χαίρεται πολύ, πάντως, που πολλοί επισκέπτονται τη Χίο επειδή έχουν διαβάσει πλέον τα βιβλία του. Και πιστεύει ότι δεν έχουν πάρει τα μυαλά του αέρα με την ξαφνική επιτυχία και ανατροπή της καθημερινότητάς του: «Το μόνο που νιώθω από τη δημοσιότητα, επειδή έχει γίνει αναγνωρίσιμο το όνομά μου, είναι ότι μπορώ πιο εύκολα να παρεμβαίνω και να λέω την άποψή μου, ενώ παλιά μπορεί να μην ακουγόταν. Κι αυτό με ικανοποιεί. Δεν μ’ ενδιαφέρει κάτι άλλο και αν με ενδιέφερε θα ήμουν στην Αθήνα να το κυνηγάω. Αλλωστε, δεν έχω απομυθοποιήσει την έννοια του συγγραφέα. Νομίζω ότι ο συγγραφέας είναι ένας τίτλος τιμής που αποδίδεται στο τέλος του έργου σου».

Ποδαρικό από Απέναντι


Τη φωτογραφία μού έστειλε ο φίλος Γιάννης Κωσταρής με τη λεζάντα: "επιτέλους άνοιξαν τα σύνορα και επιτρέπεται η ελεύθερη διακίνηση προϊόντων από την Τουρκία στη Χίο! Το πρώτο κιβώτιο της ονομαστής τουρκικής μπύρας Efes Pilsen ξεβράστηκε με τους νοτιάδες στην παραλία της Κώμης".
Μόνο που ήρθε άδειο!
Με το καλο να μας έρθει και κάνα ρακί, κάνα αϊράν, κανένα σαλεπάκι για το χειμώνα. Πάντως για ποδαρικό στο 2010 καλή είναι και η μπυρίτσα!

Μετάφραση του παραπάνω κειμένου από την: Sebnem Arslan

Bu fotoğrafı “Nihayet Türk ürünlerinin Sakız Adası'na serbest dağıtımı için sınırları açtılar! Meşhur Türk birası Efes Pilsen'in boş kasası, güney rüzgarlarıyla Komi'nin sahiline vurdu!”alt yazısıyla arkadaşım Yannis Kostaris bana yolladı.
Ama boş!
Hayırlısıyla, biraz rakı, ayran, kış için de salep gelse bize bari.
Ama, yine de 2010'un siftahı için bira da fena değil!