Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

Όταν η ζωή κάνει τέχνη

Απομαγνητοφωνώντας την αφήγηση του μπάρμπα Στέλιου για να την ανεβάσω εδώ και να τη δημοσιεύσω στο Πελινναίο έπεσα πάνω σε ένα κομμάτι που μαρτυρά πως η ζωή κάθε μέρα κάνει τέχνη μες στους δρόμους.
Ήταν η στιγμή που, φτάνοντας πια στο τέλος της κουβέντας μας, του είπα ότι στον Άη Στράτη έχει φτιαχτεί Μουσείο Εξορίστων και τον ρώτησα αν έχει κάποιο προσωπικό αντικείμενο, γράμμα ή οτιδήποτε άλλο για να το στείλουμε εκεί, να μπει στη συλλογή του Μουσείου. Μου απάντησε ότι δεν έχει απομείνει τίποτα από τότε και με αφορμή αυτό θυμήθηκε τα παρακάτω:
Αφού έχει χαθεί μέχρι και το εξιτήριό μου από τη Μακρόνησο, είπε. Τώρα εσύ μπορείς να μου πεις, το λές ψέματα πως ήσουν στη Μακρόνησο. Πώς θα το αποδείξω εγώ; Έκανε μακρά παύση και σε λίγο μ' ένα στεναγμό και μ' ένα παιδικό παράπονο στο βλέμμα, έχασα το εξιτήριό μου, μονολόγησε. Το ξεπέρασε όμως γρήγορα κι έδωσε έμφαση στο πρακτικό του ζητήματος:
Να σου πω μια περίπτωση που μου 'τυχε, γεγονός πράμα δηλαδή. Ήμουνα στη Χίο, κοντά στο Ομήρειο, και καθόντανε ένα ζευγάρι εκεί, γεια σας τους λέω, "γεια χαρά" μου λένε. Από πού είστε; "Είμαστε από το Θολοποτάμι". Αααα, στο Θολοποτάμι έχω ένα φίλο. "Ποιος είναι;" Ο Νικολής ο Τάδε. Λέει, "ναι τον ξέρομε, στο χωριό είναι". Και έρχεται λοιπόν εκείνη την ώρα ένας εκεί και του λένε, "ο άνθρωπος τούτος γνωρίζει το συμπέθερό σου".
"Πού είστε", μου λέει, "μαζί;"
Λέγω στην Αλβανία.
Λέει "σε ποιο όπλο υπηρετούσες;"
Λέγω στο Ιππικό.
"Λές ψέματα! Δεν ήσουνα στην Αλβανία, το Ιππικό δεν πήγε στην Αλβανία, την Κορυτσά την ελευθέρωσε το δικό μου Σύνταγμα, το 3ο Σερρών".
Εγώ κόντεψα να σκοτωθώ στο Πόγραδετς, δίπλα στη λίμνη που είμαστε στρατοπεδευμένοι κι αυτός μου 'λεγε πως δεν πήγα στην Αλβανία! Εσύ ήσουνα στην Αλβανία; του λέγω.
Λέει "ήμουνα".
Πού έπεσε το αεροπλάνο το ιταλικό;
Δε μου απάντησε. Είπε ψέματα, δεν ήτανε. Το αεροπλάνο έπεσε στο Αγιαρούπ κι εγώ επήα εκεί και το 'δα που εκαίετο και βγαίναν φτσου φτσου φτσου τα βλήματα αφ’ τα μυδράλια κι ήτανε πέντε αεροπόροι Ιταλοί καμένοι όπως καίονται τα ξύλα. Κι αυτός μου 'λεγε ότι δεν επήγα στην Αλβανία! Εγώ τώρα τι να 'κανα; Να του πω έλα δω ρε, πάμε στη στρατολογία, αλλά δεν είχα καιρό, έπρεπε να φύγω για το χωριό, το λεωφορείο όπου να 'ναι θα ξεκινούσε. Βλέπεις κάτι μπελάδες που σου δίνει ένας άνθρωπος όταν είναι κακορίζικος; Να μου λέει ότι δεν ήμουνα στην Αλβανία! Ένας κερατάς, Θολοποταμούσης χα χα χα χα χα ...

Φανταστείτε τον εαυτό σας να έστεκε κάπου εκεί, να έβλεπε και να άκουγε όλη αυτή τη σκηνή! Τι τύχη...

3 σχόλια:

  1. διηγημα απο το "Φουρνο του Λεωνίδα Τσακμάκη"
    του Καλατζή μου θύμισε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τύχη εχουμε... εκεί μπορεί να μην είμασταν, αλλά εχουμε εσένα για να μας τα μεταφέρεις όπως μόνο εσύ μπορείς. Άλλωστε αναρωτιέμαι..Αν είμασταν εκεί,
    θα προσέχαμε αυτα που θα λέγανε ή θα έτρεχε αλλού ο λογισμός μας και θα χάναμε τη στιγμή;
    Τύχη έχουμε, έχουμε εσένα και το blog σου...να'σαι πάντα καλα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. πραγματική τύχη. εμένα μου λένε τέτοιες ιστορίες και μετά τις ξεχνάω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή