Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010

Πρόσκληση Γραφής

Τα 7 Μποφόρ συλλέγουν μικρά διηγήματα με ήρωες τους παραδοσιακούς κεφτέδες και τίτλο:
"Τέτοιους κεφτέδες δεν έχω ξαναφάει"
Όλοι έχουν μια ανάμνηση από κάποια στιγμή της ζωής τους συνδεμένη με τους κεφτέδες. Οι περισσότεροι θυμούνται τη γεύση κάποιων κεφτέδων και αναπολούν, λένε ότι σαν αυτούς δεν έφαγαν πουθενά έκτοτε. Κι αυτό φυσικά διότι τους έχουν συνδέσει με τη συγκεκριμένη, όμορφη συνήθως, στιγμή της ζωής τους. Αυτή τη στιγμή ζητάμε. Με αφορμή τη γεύση λοιπόν, αναπολήστε και γράψτε τη δική σας μικρή ή μεγαλη ιστορία.
Ανεβάστε την ως σχόλιο εδώ ή αν είναι μεγαλύτερη από το επιτρεπόμενο όριο χαρακτήρων, στειλτε την στο akridaki@gmail.com

Αν δεν έχετε χρόνο ή νομίζετε ότι δεν έχετε έφεση στη συγγραφή, γράψτε μονάχα την ανάμνηση του τόπου, του χρόνου, των συνθηκών. Μας ενδιαφέρουν όλα αυτά που έκαναν τους κεφτέδες που θυμάστε, μοναδικούς!

21 σχόλια:

  1. Από τον dimo mezas λαβαμε το παρακάτω σχολιο
    Αχ Γιάννη μου κρούεις ανοικτάς θύρας και κάνω και δίαιτα.
    Κάνεις δεν κάνεις πλάκα, με το θέμα που διάλεξες, εγώ ξεύρω πάντως ότι τα καλλίτερα κεφτεδάκια δεν υπάρχουν πια.
    Ίσως και γι’ αυτό να μου έχουν μείνει στην μνήμη αφού δεν πρόλαβα να τα απομυθοποιήσω.
    Απέναντι από το Ξενοδοχείο «Ελληνικό Κάστρο» εκεί ακριβώς που είναι σήμερα ένα άθλιο κτίριο, ιδιοκτησία του Δήμου Χίου, και που στεγάζει την πιτσαρία του Λύκου , ήτανε το μαγαζί του Κασαπάκη.
    Χασαπάκη το λέγαμε εμείς τα παιδάκια όταν στην δεκαετία του 60 τας Κυριακάς και εορτάς μετά των γονέων κηδεμόνων και όλα τα σόγια πηγαίναμε στο μαγαζί για τα καθιερωμένα.
    Το κέντρον Κασαπάκη ήτανε φτιαγμένο έτσι που το μισό ήτανε μέσα στην θάλασσα.
    Για την ακρίβεια είχε μια τεράστια προβλήτα στηριγμένη σε πασσάλους όπου παίζαμε και φυσικά τα καλοκαίρια ήτανε γεμάτη με τραπεζάκια.
    Η κουζίνα του ήτανε εκεί που είναι τώρα η αυλή του ξενοδοχείου και οι σερβιτόροι περνούσαν το δρόμο για να μας εξυπηρετήσουν.
    Τα παιδιά καθόμαστε σε ξεχωριστά τραπέζια, κι έτσι οι γονείς δεν μας είχαν στο κεφάλι τους αλλά το κυριότερο δεν τους είχαμε ούτε εμείς.
    Τα μεζεδάκια ήτανε τυροπιτάκια, συκωτάκι, καλαμαράκια πολύ μικρά, και φυσικά κεφτεδάκια.
    Το ποτό ήτανε το ταμ-ταμ (απομίμηση κόκα κόλας).
    Το κεφτεδάκι του Κασαπάκη ήταν εξαιρετικό, δεν ήταν ούτε μεγάλο ούτε μικρό. Γύρω γύρω ήτανε τραγανό αλλά μέσα δεν ήταν πολυψημένο. Ήταν ολοστρόγγυλα και θαρρείς ότι το χρώμα τους έφερνε προς το κόκκινο. Συνοδευόταν πάντοτε από πατάτες τηγανητές (πατάτες όχι πλαστικά) και η υφή και η γεύση τους ήταν ανεπανάληπτη. Περιττό να πώ ότι δεν τα βαριόμαστε ποτέ, είχαμε πάθει εξάρτηση.
    Πολύ αργότερα μαθητές του Γυμνασίου πια , πήγαμε όλη η παρέα και φυσικά τιμήσαμε δεόντως τα κεφτεδάκια.
    Όταν έκλεισε ο Κασαπάκης φίλος γιατρός (χρήστης κρεατοσφαιριδίων Κασαπάκη) ζήτησε από την οικογένεια την συνταγή. Το μυστικό της συνταγής ήταν ότι χρησιμοποιούσαν πολλά είδη κιμά (μοσχάρι, χοιρινό, αρνί). Η συνταγή δεν πέτυχε. Επίσης δεν πέτυχε όταν του έφτιαξαν τα κεφτεδάκια οι ίδιοι.
    Και πώς να πετύχει αφού τα κεφτεδάκια του Κασαπάκη ήταν αλληλένδετα με το κέντρο του.
    Άλλωστε η μνήμη τους υπάρχει ακόμα γιατί ακριβώς αναπολούμε την παιδική μας ξεγνοιασιά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΕΙΝΑΙ 1990, ΕΙΜΑΙ 6 ΕΤΩΝ & ΛΟΓΙΚΑ ΠΗΓΑΙΝΩ ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ.
    ΜΑΛΛΟΝ ΕΙΝΑΙ ΣΑΒΒΑΤΟ ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΙ Η ΜΑΜΑ ΑΓΟΡΑΣΕ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ ΝΑ ΤΟ ΒΑΛΕΙ ΣΤΟΝ ΦΟΥΡΝΟ ΜΕ ΠΑΤΑΤΕΣ ΟΠΩΣ ΚΑΘΕ ΚΥΡΙΑΚΗ, ΟΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΓΙΑΓΙΑ Η ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΓΙΑ ΦΑΓΗΤΟ.
    ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΓΑΛΑ ΣΗΜΕΡΑ, ΗΠΙΑ ΛΙΓΟ ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΤΟ ΕΡΙΞΑ ΣΤΗΝ ΜΕΓΑΑΑΛΗ ΓΛΑΣΤΡΑ ΣΤΟ ΣΑΛΟΝΙ, ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΑΛΛΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΓΙΑ ΣΗΜΕΡΑ ΜΟΥ ΕΙΠΑΝ….ΟΧΙ ΑΛΛΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ… ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΒΡΟΧΕΡΟ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ, ΜΑΛΛΟΝ ΔΕΝ ΘΑ ΜΕ ΠΑΝΕ ΒΟΛΤΑ…. ΒΑΡΙΕΜΑΙ… ΛΑ… ΛΑ… ΛΑ….
    ΩΧ! ΜΕ ΦΩΝΑΖΕΙ Η ΜΑΜΑ!!!!!!! ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΛΟΥΜΙΣΤΗ ΠΟΔΙΑ ΤΗΣ ΚΑΙ ΜΑΓΕΙΡΕΥΕΙ! ΦΤΙΑΧΝΕΙ ΚΕΦΤΕΔΑΚΙΑ ΜΕ ΠΑΤΑΤΕΣ ΤΗΓΑΝΙΤΕΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΜΑΡΟΥΛΟΣΑΛΑΤΑ!!!! ΓΙΑΜΙΙΙΙΙ!!!! ΜΟΥ ΖΗΤΑΕΙ ΝΑ ΤΗΣ ΦΕΡΩ ΤΟ ΟΥΖΟ ΑΠ’ ΤΟ ΣΑΛΟΝΙ ΚΑΙ ΜΕ ΠΙΑΝΟΥΝ ΤΑ ΓΕΛΙΑ!!! ΜΟΥ ΚΑΝΕΙ ΠΛΑΚΑ!!! ΣΙΓΟΥΡΑ! ΞΕΡΩ ΟΤΙ ΔΕΝ ΠΙΝΟΥΝ ΟΥΖΟ ΤΑ ΜΕΣΗΜΕΡΙΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ! ΜΟΝΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥΣ ΕΧΩ ΔΕΙ. ΜΟΝΟ ΚΡΑΣΙ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ, ΙΣΩΣ ΚΑΙ ΚΑΜΙΑ ΜΠΥΡΑ, ΤΟΥΣ ΑΡΕΣΕΙ ΠΟΛΥ!
    ΤΗΣ ΠΑΩ ΤΟ ΟΥΖΟ ΚΑΙ ΓΕΛΑΩ ΠΟΝΗΡΑ! ΙΣΩΣ ΜΕ ΑΦΗΣΕΙ ΝΑ ΔΟΚΙΜΑΣΩ, ΣΙΓΟΥΡΑ ΘΑ ΚΑΙΕΙ ΑΛΛΑ ΜΥΡΙΖΕΙ ΝΟΣΤΙΜΑ!!! ΜΟΥ ΑΡΝΕΙΤΑΙ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΝΕΑ ΓΕΥΣΗ ΕΞΗΓΩΝΤΑΣ ΜΟΥ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΗ ΓΙΑ ΤΕΤΟΙΑ ΠΟΤΑ! ΟΥΦ!!! ΤΟ ΞΕΡΑ…. ΜΙΑ ΑΠ ΤΑ ΙΔΙΑ… ΟΛΗ ΕΙΜΑΙ ΜΙΚΡΗ….
    ΩΧ!!!!!!! ΚΑΛΕ ΤΙ ΚΑΝΕΙ!!!!!!!!!! ΒΑΖΕΙ ΟΥΖΟ ΣΤΟΥΣ ΚΕΦΤΕΔΕΣ!!!!!! ΧΑΧΑΧΑΧΑ ΘΑ ΤΟΥΣ ΜΕΘΥΣΕΙ!!!!!!!!! ΜΟΥ ΕΚΛΕΙΣΕ ΤΟ ΜΑΤΙ ΚΑΙ ΕΙΠΕ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ!!! ΕΤΣΙ ΘΑ ΔΟΚΙΜΑΣΩ ΚΑΙ ΕΓΩ ΛΙΓΟ…. ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΙ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΙ ΚΕΦΤΕΔΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ!!!
    ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΑ ΚΕΦΤΕΔΑΚΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΟΥΖΟ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΑΛΛΑΞΕΙ!!!

    ΣΕΛΗΝΗ 11/01/2010

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Καλοκαίρι. Είμαι δεν είμαι 5 χρονών. Στο πατρικό μου στη Χίο. Από κάτω μας μένουν, όπως συνηθίζεται εδώ, η γιαγιά Μάρω και ο παππούς Νικολής. Μεσημέρι. Η μαμά έχει μαγειρέψει ψάρια και ήδη έχουμε φάει. Όντας καλόβουλο όμως, η μύτη μου έχει τρελαθεί από τη μυρωδιά των κεφτέδων που τηγανίζονται στην πίσω μικρή αυλή του κάτω σπιτιού. Και τα ψάρια τι να σου κάνουν; Φρούτο είναι! Κατεβαίνω κρυφά και στήνομαι κάτω από το τηγάνι όπου το λάδι τσιτσιρίζει τους μοσχοβολιστούς κεφτέδες. Ο παππούς μου κόβει το «κωλαράκι» του φρέσκου μαύρου ψωμιού και γελώντας μου γλυκά και συγκαταβατικά, μου προσφέρει τον κεφτέ σφηνωμένο τον μισό μέσα στο ψωμί. Πετάω στους ουρανούς καθώς λιώνουν στο στόμα. Τέτοιους κεφτέδες δεν έχω ξαναφάει από τότε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Φαγητό παιδικών χρόνων οι κεφτέδες, όπως φαίνεται από τις μεχρι τώρα καταχωρημένες ιστορίες. Ας πω κι εγώ τη δική μου λοιπόν. Ήμουνα ένα χοντρό αγοράκι που μεγάλωνε τη δεκαετία του 70 και του άρεσε να τρώει τα τραγανά κεφτεδάκια που έφτιαχνε η γιαγιά του και τα μετρούσε κιόλας πλάθοντάς τα. Συνήθως έφτιαχνε καμιά εκατοστή! Μου άρεσε κιόλας να με ταΐζει ένα ένα κεφταδάκι μαζί με ψωμί η γιαγιά μου αντί να μου τα σερβίρει στο πιάτο και να τα τρώω μόνος μου.
    Εκείνη την εποχή όμως η ΕΙΡΤ ή ΕΡΤ ή η ΥΕΝΕΔ δε θυμάμαι ποιο κανάλι ακριβώς, ίσως και τα δύο, παίζανε ένα κοινωνικό μήνυμα ενάντια στην παχυσαρκία που είχε ένα ακριβώς ίδιο με μένα αγόρι, στο πάχος εννοώ, το οποίο η γιαγιά του το τάιζε κεφτέδες με ψωμάκι και αυτό ήτανε συνέχεια μπουκωμένο. Τα μαγουάκια του καθώς μασούσε ήτανε έτοιμα να σκάσουνε! Σαν χαλί στην εικόνα έπαιζε ένας ήχος ντουπ, ντουπ, ντουπ ντουπ, έτσι ρυθμικά, σαν να χτυπάει μια κουρασμένη καρδιά και ένας εκφωνητής έβγαινε ξαφνικά με μια φωνή σοβαρή που δε σήκωνε αντιρρήσεις και έλεγε: Το πάχος μικραίνει τη ζωή.
    Το θυμάται κανείς αυτό το κοινωνικό μήνυμα;
    Δεν ξέρω αν πέτυχε το σκοπό του και αν αδυνάτισα εξαιτίας του αλλά είναι μέσα στο μυαλό μου ολοζώντανο ακόμα όπως και τα κεφτεδάκια της γιαγιάς μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Χειμώνας. Ζόρικο ξύπνημα τις πρώτες μεσημεριανές ώρες, έπειτα από ξενύχτι και χορό. Όχι, δεν θέλω να σηκωθώ από το κρεβατάκι μου, άλλωστε ακούω το σι-σι της βροχής και που θα πάει; Θα με νανουρίσει, θα κοιμηθώ λιγάκι ακόμη. Όμως ξαφνικά, ένας άλλος γνώριμος ήχος φτάνει στα αφτιά μου... Είναι το χαρακτηριστικό φρ-φρ-φρ του τηγανιού, που υπόσχεται ότι κάποια λιχουδιά θα βγει από εκεί! Μαζί βέβαια και ο ενοχλητικός ήχος από τον απορροφητήρα που δεν σου επιτρέπει να απολαύσεις την ηχητική υπόσχεση του τηγανιού στην ολότητά της. Πετάγομαι από το κρεβάτι, φοράω τις κατακόκκινες παντόφλες μου και βαδίζω αποφασιστικά προς την κουζίνα. Δύο λέξεις καταλαμβάνουν τη σκέψη μου: Λουκουμάδες ή κεφτεδάκια; Κεφτεδάκια ή λουκουμάδες; Ανοίγω την μεσαία πόρτα και μυρωδιά κατακλύζει τα διεσταλμένα μου ρουθούνια... ΚΕΦΤΕΔΕΕΕΕΕΣ! Κάτι τέτοιες στιγμές νιώθεις ότι δεν είχες ποτέ στο παρελθόν γνωρίσει την πείνα! Είναι για πρώτη φορά εκεί και εσύ θα της βγάλεις τη γλώσσα! Θα την νικήσεις με πολλούς στρογγυλούς, ξεροψημένους, μυρωδάτους κεφτέδες, που θα κάνουν γενναίες βουτιές στη μουστάρδα πριν τέρψουν τον οισοφάγο σου! Ξέρετε όμως κάτι; Ακόμη και σήμερα, συνεχίζω απολαμβάνω αυτούς τους εκπληκτικούς κεφτέδες! Mana made... φυσικά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. ..πρόσκληση και πρόκληση μαζί..να γράψω σχόλιο σε μια ανάρτηση που αφορά σε κάτι που δεν αποτελεί την απόλυτη τερψιλαρύγγια απόλαυση για μένα;
    ..ίσως αυτός να ΄ναι κι ο λόγος που θα γράψω!

    ..χρόνια πριν, στο χωριό..
    ..πρώτη ανάμνηση από μαμαδίσια κεφτεδάκια..μοσχοβόλαγε όλο το σπίτι (μην πω όλη η γειτονιά και θεωρηθώ υπερβολική)!
    Βέβαια αυτή την ανάμνηση, θα πει κανείς, την έχουν όλοι λίγο-πολύ!
    Ναι, αλλά...η ειδοποιός διαφορά είναι πως εκεί κοντά στα Φώτα, όταν οι γονείς καταπιάνονταν με το να φτιάξουν τα δικά μας, χειροποίητα, χωριάτικα (και νοστιμότατα!) λουκάνικα..πάντα έμπαινε μέσα στη γέμιση μια φλούδα πορτοκαλιού, κομμένη σε ψιλούτσικα κομμάτια..κι όσα κομματάκια περίσσευαν, έμπαιναν στο επόμενο μίγμα κιμά που ζύμωνε η μαμά, για να φτιάξει τα κεφτεδάκια!!
    Αυτή η γεύση κι η ευωδιά του πορτοκαλιού μέσα στον κιμά είν΄η ανάμνηση που κράτησα απ΄τα μαμαδίσια κεφτεδάκια (που δεν τα ορεγόμουν και πολύ)!

    ..κι αν είναι να πω και για κεφτέδες με...έθνικ καταβολές, θα είναι για τους απίστευτα νόστιμους λιβανέζικους ρεβυθοκεφτέδες (φαλάφελ), τους οποίους δοκίμασα για πρώτη φορά σε μια ταβέρνα της Πάρου (το "Μπουνταράκι")!

    Εύχομαι νόστιμες αναμνήσεις σε όλους!

    (Γιάννη, ευχαριστούμε για την πρόσκληση..τα κεφτεδάκια κερασμένα!)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. apo to proi girnagan sto mialo mou keftedes keftedakia k alla kimadoidi.tis proales ixa fai sto kafenio tou filou mou tou gianni parea me 2 karafakia kati apistefta keftedakia me kremidaki k diosmo k me akolouthousan apo kini ti mera.etsi loipon afou ixe mesimeriasi pia den ixa k ali doulia na kano ixa k ton kefte pano apo to kefali mou na zouzounizi ksekinisa gia to kafenio.den mpori tha exi k simera kathe mera kani.tzifos...molis eftasa enimerothika oti den ixe prolavi na plasi k na tiganisi.parolafta mou protine na fao soutzoukakia me apistefti saltsoula pou ixe molis ftiaksi....ti na kano k go mi mino nistikos tou ipa na vali ena piataki mazi me kana dio ala k na ferei k ena karafaki.den argisa na serviristo.fovera soutzoukakia ala h gefsi ton keftedon pou ixa fai htan toso edoni pou nomiza oti troo keftedakia me kremidaki k diosmo....h mipos etroga tous keftedes pou ixa fai prin 2 meres servirismenous me saltsoula apistefti??atimo pragma o keftes

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Καλοκαίρι του 76

    Η μητέρα κάνει βελονισμό για την μέση της και φιλοξενούνται στο σπίτι του θείου της στο χωριό.
    Παραμονή Δεκαπενταύγουστου οι θείοι την παίρνουν μαζί τους στην Αλεξάνδρεια για ψώνια.
    Ανάμεσα σ’ άλλα, φαγώσιμα και μη, της αγοράζουν φόρεμα: Ό,τι ομορφότερο έχουν δει τα μάτια της ίσαμε τότε…
    Το ερωτεύεται στη στιγμή! Είναι δίχρωμο, άσπρο -ροζ, με σφιγγοφωλιά ν’ αγκαλιάζει το κορμάκι ,οι τιράντες δένουν
    στους ώμους και κάτω φαρδύ, κλωσάτο! Παναγιά μου!..
    Ποιότητα ψιλονάιλον,αλλά ποιος νοιάζεται;
    Το λεωφορείο του ΚΤΕΛ τους επιστρέφει στο χωριό.
    Σ όλη τη διαδρομή αυτή χαϊδεύει την σακούλα και κάπου κάπου βάζει το χέρι της κλεφτά μέσα αγγίζοντας τον έρωτά της.
    Καλπάζει σε λιβάδια χαράς.
    Απ’ το άλογο θα την κατεβάσει η φωνή της κλινήρης μητέρας:
    “Μ’ αυτό το φόρεμα δεν πας στην εκκλησία!”
    Τα δάκρυά της την αφήνουν αδιάφορη.
    “Με τιράντα Δεκαπενταύγουστο μέρα, δεν πας εκκλησία!”
    Κι αν δεν το φορέσω στην εκκλησία να το δείξω, πού να το βάλω στο χωριό;;;
    Σπαραγμός.
    Οι θείοι παίρνουν το μέρος της:
    “Άσε το παιδί ευλογημένη! Δέκα χρονών κορίτσι…”
    Λόγια , λόγια…
    Ευτυχώς δεν έχω ζακέτα.
    Λόγια…
    Η μαμά υποχωρεί. Δεν είναι ευχαριστημένη. Αναγκάστηκε. Είναι δώρο κι είναι φιλοξενούμενη.
    Ξημερώνει επιτέλους.
    Σαν την καλή χαρά, ξυπνάει ενθουσιασμένη. Τι ωραία που είναι η ζωή όταν έχεις να φορέσεις ένα τέτοιο φόρεμα!!
    Διασχίζει μόνη τον κεντρικό δρόμο του χωριού με ύφος μοντέλου.
    Στην εκκλησία λίγος κόσμος, ηλικιωμένοι. Είναι πολύ νωρίς! Κόκορας την ξύπνησε;
    Δεν πειράζει, θα ’ρθουν αργότερα.
    Ανάβει κερί. Συγκίνηση. Στέκει μπροστά στο μανουάλι όλο κατάνυξη, και…
    Το άνοιγμα της πόρτας, ένα αιφνίδιο ρεύμα, το κερί που έγειρε, η κ α τ α σ τ ρ ο φ ή!
    Το νάιλον λαμπάδιασε και τρεις γριές πέσανε πάνω της αλαλάζοντας.
    “Θα καεί το παιδί! Θεέ μου!....”
    Όχι, δεν κάηκε το παιδί. Μόνο το φόρεμα. Που άνοιξε μια τρύπα, σκέτος πόνος. Κι ο πισινός απ’ έξω.
    Τα δάκρυα καυτά πέφτουν εκεί, που λίγο πριν αλαφροπατούσε.
    Κλαμένη την είδε να γυρίζει σπίτι κι η τρελή του χωριού που κατέβρεχε τον δρόμο πρωινιάτικα:
    “Σ’ έδιωξε ο παπάς γιατί είσαι πολύ όμορφη;”
    Βαλτή είναι.
    Το μεσημέρι η θεία τηγάνισε κεφτέδες.
    Με τόση πίκρα μωρέ αυτοί πως παρέμειναν τόσο νόστιμοι!


    Ακόμη απορώ…

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Οι δυσκολίες του κεφτέ

    Λέμε για μνήμη θραυσματική. Η μνήμη, η λειτουργία της οποίας είναι συνήθως εποπτική και αφ’ υψηλού, τεμαχίζεται σε κομμάτια μικρά που διαφεύγουν της προσοχής μας. Αν η αναπαράσταση μιας μέρας του παρελθόντος μπορούσε να αποτυπωθεί σε ένα γυάλινο πίνακα, με όση ζωντάνια και ενάργεια έχει διαθέσει για τη συγκεκριμένη αποστολή ο ανθρώπινος εγκέφαλος αλλά και όση φροντίδα, προσοχή αφιέρωσε στην αποθήκευσή του στις άγνωστες πολλαπλές θυρίδες, τα σκοτεινά αρχεία της μνήμης, ο πίνακας σπάει. Δεν εξαφανίζεται. Τα θραύσματά του μένουν και μας ταλαιπωρούν άλλοτε αιωρούμενα ανάκατα και ακατανόητα, άλλοτε μεμονωμένα καθώς εμφανίζονται, θολά μέρη ενός άγνωστου συνόλου, δυσπρόσιτα ίχνη σε ένα λευκό χάρτη.
    Οσμή καυτή που ενοχλεί τα ρουθούνια με την ανώνυμη υγρασία της κι ύστερα καφετιές πτυχώσεις κι ένα κάψιμο στη γλώσσα. Κάποιο χέρι στιβαρό σε τραβάει απ’ τ’ αυτί. Ξέρω ποιος είμαι. Δεν χρειάζεται να περάσω μπροστά από καθρέφτη για να δω το πρόσωπό μου. Νιώθω παιδί όμως και ο διάδρομος που διαβαίνω πίσω μπρός με πιάτα στο χέρι είναι του σπιτιού που μεγάλωσα. Οι φωνές των ηρώων στους οποίους κατευθύνομαι γύρω απ’ το μαύρο τραπέζι, άλλες άγνωστες, άλλες ιδιαίτερα γνωστές. Αυτές οι τελευταίες με συγκινούν και με αγαλλιάζουν περίεργα. Υποψιάζομαι ποιοι είναι μα δεν αναγνωρίζω πρόσωπα, μόνο χρώματα και διαθέσεις χαρωπές και μεθυσμένες. Μια μύτη μικρή σουβλερή με πλησιάζει, τα σκοτεινά μάτια και η φωνή που την πλαισιώνουν μου είναι άγνωστα, αλλά το τραχύ χέρι που αγγίζει το κεφάλι μου μυρίζει μπογιά καθώς και όλο το σπίτι.
    Λέμε μνήμη θραυσματική. Μα τα θραύσματα ήχων, οσμών, εικόνων, η αδυναμία μου να βάλω πρόσωπα στις φωνές, να δώσω όνομα στη ζεστή μυρωδιά που σαν σπίρτο έκαψε τα ρουθούνια μου, με τρομάζει. Αταυτοποίητα κουρέλια σ’ ένα σωρό από μνήμες που, φοβάμαι, σύντομα θα χαθούν απρόσκλητα όπως ήρθαν. Περιμένουν τη δικαίωση, την αναψηλάφηση και την οριστική απόφαση του αρχειοθέτη.
    Η γκρί σάρκα αχνίζει καθώς αποχωρίζεται το άλλο της μισό και τα δάχτυλά μου καμμένα απ’ τη σκληρή της κρούστα, την αφήνουν να πέσει πίσω στο πιάτο, ενώ ένα χέρι με αρπάζει απ’ το τσουλούφι και μ’ απομακρύνει απ’ τη σκηνή. Το καυτό μισό στροβιλίζεται στο κλειστό μου στόμα τραυματίζοντας τη γλώσσα και τον ουρανίσκο μου, στέλνοντας ηλεκτρικές εκκενώσεις στις ρίζες των δοντιών που τόλμησαν να το αγγίξουν. Διασπώντας τη μάζα του και ανασαίνοντας λαχανιαστά με τα μαλλιά μου αγκιστρωμένα στο ξένο χέρι, καταπίνω και τότε…ένας οξύς πόνος καταμεσής στο λαρύγγι μου στέκεται και μετά κατεβαίνει, λες με ανεμόσκαλα που κοπανιέται στα τοιχώματα, αργά, βασανιστικά, μέχρι να σβήσει μέτρα θαρρώ πιο χαμηλά, στο στομάχι μου. Η απρόσωπη συντροφιά συνεχίζει τη διαδικασία της ανάμεσα σε ήχους γιαλιού που χτυπάει και φωνές γνωστές και άγνωστες, προκαλώντας μου μόνο ανακατωσούρα και ένα ακαθόριστο συναίσθημα νοσταλγίας, πράγμα που δεν εξηγεί τα τωρινά στεγνά μα τότε βουρκωμένα μάτια μου.
    Η μνήμη απομακρύνεται από τα θραύσματα. Κάποτε για καιρό την ξεγελούσα με πλήθος άχρηστες πληροφορίες. Έκτοτε ξέρει να φυλάγεται. Σβήνει τακτικά όσα θεωρεί ότι δεν χρειάζομαι, τακτοποιεί τα υπόλοιπα σε καινούργια ράφια, ξαραχνιάζει το μέρος και αφοσιώνεται στην αγαπημένη της ασχολία. Μαζεύει τα ξέφτια απ’ τις θολωμένες εικόνες μεθυσιών, κουρασμένων εντυπώσεων, άυπνων περιηγήσεων και τα γνέθει σε αμφίβολης ποιότητας νήμα. Το κουβαριάζει και, πονηρά, το τοποθετεί σε άσχετα ράφια με μακάβριες ιστορίες που συχνά αναζητώ ή χειρότερα στις προθήκες των πρόσφατων συμβάντων που μου είναι υποχρεωτικά αναγκαία για να έρθω σε συνεννόηση με το ανθρωπομάνι γύρω μου. «Παιχνίδια του μυαλού» λέω όταν καμιά φορά εμβρόντητος ο συνομιλητής μου με παρακολουθεί να διακόπτω την αφήγηση μου και να πέφτω σε σιωπηλή σύγχυση ή ακόμα χειρότερα, να παραδίδομαι σε μονοκόμματη αναπόληση, ασυναφών μεταξύ τους ιστοριών και απροσδόκητων συμπερασμάτων.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Συνέχεια από το παραπάνω σχόλιο:

    Το σπίτι μύριζε μπογιά και νέφτι και το δωμάτιο που βρίσκομαι κλεισμένος, χώμα και σκόνη. Αδύνατον να ξεχωρίσω τοίχους, έπιπλα, να καταλάβω που βρίσκομαι, μόνο το φώς, μια αχτίδα που λοξοδρομεί στο κενό από κάποια – υποθετική – γρίλια δηλώνει πως βρίσκομαι στο νότιο κομμάτι του σπιτιού. Στο παλιό μου δωμάτιο; Αν είναι έτσι θα βρώ ψηλαφιστά την πόρτα. Τα δάχτυλα και τα μανίκια μου ασπρίζουν στην επαφή με τον σκονισμένο τοίχο. Η πόρτα είναι στη θέση της· την ανοίγω. Μα τι διάολο; Σκοντάφτω σε πανύψηλο μεταλλικό αντικείμενο ακουμπισμένο στον τοίχο του διαδρόμου. Η σκάλα; Και ποιός την άφησε εδώ…χωρίς εικόνα δεν μπορώ, οι ήχοι και οι οσμές με μπερδεύουν και μαζεύομαι. Άραγε είμαι κι εγώ άφαντος;
    - Γιώργαρε, φέρε την πιατέλα με τους….
    η τελευταία ηχητική πληροφορία χάνεται καθώς το άρωμα ενός άγριου και επιθετικού δυόσμου, απλώνεται κάτω απ’ την κουζίνα, εμποδίζοντας οτιδήποτε άλλο να εισχωρήσει στις αισθήσεις μου. Οι φωνές, τα γέλια αιωρούνται σε αργή κίνηση, με πρώτη αυτή που με φώναξε, γνωστή μα από καιρό χαμένη, σαν γεύση κι αυτή, σάλιο με τσιγάρο στο σχήμα του βραδινού φιλιού και ξανά το όνομά μου που πηδώ να αρπάξω τις παραπανίσιες συλλαβές. Μα δεν μπορώ. Στα χέρια μου η ζεστή πιατέλα με κατευθύνει προς τους άλλους αντικαθιστώντας την αμβλυμμένη μου όραση, ποτίζοντας τους φρεσκοβαμμένους τοίχους πλάι μου με την οσμή του δυόσμου, του καμένου λαδιού, της ξεροτηγανισμένης σάρκας.
    Μνήμη, λήθη κολυμπάνε πλάι-πλάι, φωνές, αναθεματισμένες φωνές, τσιρίζουν «Ωχ!», «Ααα!», «Άου!», «καίνε, καίνε!».
    Ορυμαγδός και μετά σιωπή, σκοτάδι. Σαν να ήρθε η καταστροφή κι ο χρόνος ξεκόλλησε από τον μύθο, αρχίζοντας πάλι τα σπαστικά τσάκα τσούκα, οι επιφάνειες σκλήρυναν, τα ρολόγια πήραν μπρος, η ζωή γριά και αλανιάρα ζέχνει ολόγυρα. Μα για λίγο το κενό! Γλυκό κι απύθμενο καθρεφτίζει το μεσημεριανό τραπέζωμα – αγαπημένη συνήθεια του νεκρού τώρα πατέρα μου – στους μπογιατζήδες που βάφαν το σπίτι στην Αθήνα, κάπου στις αρχές του 70 λίγο πριν εγκατασταθούν εκεί οι παππούδες μου και μεις φύγουμε οικογενειακώς για κάπου μακρύτερα. Άλλο σπίτι, άλλη πόλη, άλλα ταξίδια.
    Πρέπει νάμουν γύρω στα πέντε. Μα τι στο διάβολο πυροδό… «Στην υγειά μας!» ακούω τον συνδαιτυμόνα μου να ισχυρίζεται, «φάε κανά κεφτέ, κρύωσαν» συμπληρώνει. «Αφαιρέθηκα;» ρώτησα…

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Οι ατυχοι Κυριακατικοι κεφτεδες
    Αμα ειχαμε κεφτεδες, ειμαστε μεσ στην τρελλη χαρα. Και οι δυο. Και όχι για τους κεφτεδες ακριβως, μα για το πριν και το μετα των κεφτεδων γλεντι. Μα πιο καλα να τα πω από την αρχη.
    Όλα λοιπον αρχιζαν από την προηγουμενη της μερας των κεφτεδων. «Να πας στον Παντελιο και να του πεις να σου δωκει τρια τεταρτα κιμα,και χωρις τσιμες ε!;» Ετοιμαζαμε και μεις τα στομαχια μας,όχι βεβαια για την επομενη,μα για την ιδια μερα. «Παλι σας γελασε ! Λειψο σας τον ειδωκε» Λειψος ητανε ο κιμας που πηγαινε σπιτι, μα ο Παντελιος δεν εφταιγε, η μαλλον εφταιγε, γιατι τον βλεπαμε εκει πουκοβε το κρεας να χωνει και κανα περισσευουμενο κομματι στο στομα. Αηδια σκετη δηλ, μα που δεν κρατησε για πολύ. Συνηθισαμε βλεπεις τουτη την εικονα του αψητου κρεατικου στο στομα του κρεοπωλη, και να που η παιδικη περιεργεια μας απλωσε δειλα δειλα το δακτυλακι της, χωνοντας το στον κιμα. Όχι, ποτε δεν θα δοκιμαζαμε κρεας (σκετη αηδια κατά πως ειπαμε) αλλα τουτη η ασπροκοκκινη ζυμη ηταν …ηταν αλλιως. Αν μπορουσε ας ετρωγε και ο Γιανναρος της Ελπινικης η Κωστας ο βοθρος. Ας τολμουσαν, χα! Αλλα δεν ηταν μονο η μαγκια. Μας αρεσε κιολας! Και οσο γινοταν στα κρυφα αυτή η ακατανομαστη παρανομη πραξη, τοσο γλυκαινε και ο κιμας. Συνηθισε και η καημενη η μαννα μας τα ζυγια του Παντελιου, κι αρχισε να παραγγελνει ένα κιλο για να την φτασει για τους Κυριακατικους (συνηθως) κεφτεδες. Και αντε τα τηγανια, αντε οι μυρωδιες, βαλε διπλα και το γιορτινο κλιμα της διχως σχολειο μερας ...ολα χαρμα , εκτος…., εκτος του ότι δεν μας πολυαρεσαν οι κεφτεδες. Πεφταμε το λοιπον με τα μουτρα στις πατατες. «Παλι θα μεινουνε ! Αυριο θα τους φατε, θετε δεν θετε» (Θελαμε, θελαμε μα ποτε δεν στοπαμε). Και τι ωραια αυτή η Δευτερα! Μετα την σχολικη αγγαρεια, κεφτεδες σαλτσατοι ! Με τηγανητες πατατες, που τις βουτουσαμε κι αυτές μες στο κοκκιναδι, ετσι για να πηγαινουν τα χρωμματα. Βλεπεις, την άλλη μερα γινοταν σαν λαστιχο τα κεφτεδουλια, και το μονο που μπορουσες να τους κανεις για να τρωγωνται, ηταν να τους ριξεις στο τσουκαλι μαζι με σκασμενα ντοματακια. Τιποτ άλλο για να την τουλουμιασουμε μεχρι σκασμου. Ας ειν καλα οι Κυριακατικοι, οι ασυμπαθιστοι κεφτεδες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. Οι –πως κατέστρεψα την ερωτική μου ζωή –κεφτέδες.

    Έχω κόψει το κρέας εδώ και αρκετά χρόνια.
    Ο φρικτός τρόπος που ζουν και θανατώνονται τα ζώα, μου δημιουργούσε ενοχές κάθε φορά που κατάπινα ένα σβώλο κρέας .
    Πολλά χρόνια όμως νωρίτερα είχα σταματήσει να τρώω κιμά και ειδικά κεφτεδάκια, αυτά τα λαχταριστά σβωλάκια που μοσχοβολούν σκορδάκι, κρεμμύδι, δυόσμο, μαϊντανό…
    Αιτία γι αυτό δεν ήταν τόσο οι ζωοφιλικές μου επιλογές όσο μια τραυματική εμπειρία που είχα στην εφηβεία μου.
    Ήταν καμμιά 30αριά χρόνια πίσω όταν πηγαίναμε ακόμα εξατάξιο γυμνάσιο στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.
    Ένα απόγευμα Παρασκευής η γυμνασιάρχισσα αποφάσισε να μας πάει εκκλησία να ακούσουμε τους Χαιρετισμούς. Άνοιξη στην αρχή της, δροσερό απογευματάκι, στο δρόμο προς την εκκλησία όπου μας πήγαιναν αγελαδόν με τα πόδια-το σχολείο μας ήταν το περιβόητο Μαράσλειο στο Κολωνάκι- άρχισαν οι μουρμούρες .. « που μας πάνε τώρα…δεν την κοπανάμε να πάμε για κάνα καφέ, λέω εγώ..» ακουγόταν απ’ όλες τις μεριές .
    Η Ντόρα και η Βίκυ, οι δύο κολλητές μου, άρχισαν να με τραβοκοπάνε. «Πάμε να φύγουμε, να την κάνουμε πίσω απ τα δέντρα στη στροφή, που δεν θα μας βλέπουνε, άντε και την έχουν κοπανήσει κι ο Κωτσόπουλος κι ο Ματθαίου απ’ το 3ο και έχουν πάει για καφέ στο Καρτιέ Λατέν..»
    -Για τους νέους σε ηλικία , τα σχολεία τότε ήταν Αρρένων και Θηλέων, το 3ο ήταν διάσημο Αρρένων της περιοχής Αμπελοκήπων το Δε Καρτιέ Λατέν μοδάτη καφετέρια στην οδό Σίνα δίπλα στη Γαλλική Ακαδημία.-
    Με τα πολλά, με καταφέρανε κι αρχίσαμε να τρέχουμε με τις ποδιές στα δρομάκια του Κολωνακίου με προορισμό τη Νομική Σχολή στη Σόλωνος .
    Καθοδόν και υπό την επήρεια του άγχους της κοπάνας και του αισθήματος της παρανομίας μ’ έκοψε μαύρη πείνα. Έβγαλα λοιπόν από την τσάντα μου ένα τεράστιο σάντουιτς, μισή φραντζόλα ψωμί γεμισμένο με κεφτέδες και μουστάρδα, που μου είχε δώσει η δόλια η μανούλα μου απ’ το σπίτι για να τσιμπήσω κάτι τις μιας και μετά το σχολείο είχα και φροντιστήριο.
    Οι φιλενάδες άρχισαν να με βρίζουνε « σταμάτα να τρώς κεφτέδες με σκόρδα και κρεμμύδια, θα βρωμοκοπάς και θα μας κάνεις ρεζίλι στους γκόμενους ,τι πάθαμε με τη μάνα σου που αντί να σου δώσει λεφτά για καμμιά τυρόπιττα σε πλακώνει στα σάντουιτς με τα κρεμμύδια…»
    Εγώ ,ακάθεκτη, το έφαγα όλο, αλλά είχα αρχίσει να μετανιώνω που την είχα κοπανήσει με τις μουλάρες και ήμουνα και απουσιολόγος και θα φαινόταν η κοπάνα μου από την εκκλησία φάτσα- κάρτα.
    Για να μη μακρηγορώ, στο υπόγειο της καφετέριας που κρυφτήκαμε, για να μη μας δει κανείς με τ’ αγόρια του 3ου,πέρασα εφιαλτικές στιγμές .Με βάλανε σε μια γωνιά άκρη-άκρη στο τραπέζι, οι γαϊδάρες , γιατί μύριζα κεφτεδίλα, αυτές κάνανε το καμάκι τους , εγώ στην απέξω, αν και μου άρεζε ο ένας. Άσε που ήπια και ζεστό νεσκαφέ –μπας και φύγει η μπόχα-και μ’ έπιασε και το στομάχι μου.
    Γυρνώντας το βράδυ σπίτι έφαγα κι άλλο ..κεφτέ. Είχαν πάρει τηλέφωνο απ’ το σχολείο και είχα εισπράξει τριήμερη αποβολή ..λίαν επιεικώς και ολονύκτιο βρισίδι απ’ τη μάνα μου.

    Περνώντας τα χρόνια δεν ξανάφαγα κεφτεδάκια μυρωδάτα, σκορδάτα με το κρεμμυδάκι τους .
    Στην αρχή με στεναχωριόμουν.
    Με τον καιρό κατάλαβα ότι έδινα μεγάλη σημασία στο κρέας. Στις φίλες μου. Και στους άντρες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  13. Ένα βαρύ αρωματικό έπιπλο


    Ο πατέρας ήταν 8 χρονών τότε στη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη, όταν η οικογένεια ζούσε σε μια από εκείνες τις καλόγουστες μονοκατοικίες με αυλή που λίγο αργότερα ισοπεδώθηκε δίνοντας τη θέση της σε μια ακόμα εξαμβλωματική πολυκατοικία.
    Στην αυλή του σπιτιού που συνόρευε με άλλες αυλές σπιτιών, ένα σχολείο και μια εκκλησία, σύχναζαν περιπλανώμενοι κεραμιδόγατοι δίνοντας μαζί με τις εντυπωσιακές τριανταφυλλιές δέντρα που έβγαζαν τεράστια αρωματικά τριαντάφυλλα σε όλα τα χρώματα, έργο της μικρασιάτισας γιαγιάς και μαμάς του μπαμπά, μια ατμόσφαιρα ποιητική, νοσταλγική, τρυφερή, γεμάτη χρώματα, αρώματα και ήχους από τα γουργουρίσματα των γάτων, των σχολικών διαλλειμάτων και της καμπάνας.
    Σε αυτά τα αρώματα ερχόταν να προστεθεί απαραίτητα δύο με τρεις φορές την εβδομάδα η μυρωδιά των τηγανισμένων κεφτέδων που ήταν η ανατολίτικη σπεσιαλιτέ. Οι κεφτέδες της γιαγιάς ήταν αφράτοι σαν μπάλες βαμβακιού, ζουμεροί, αρωματισμένοι από τα σωστά μπαχάρια και κυρίως πεντανόστιμοι. Η γιαγιά έλεγε ότι το μυστικό ήταν η σωστή δοσολογία των υλικών, το σχολαστικό ζύμωμα και η προσθήκη σόδας που ήταν το μυστικό που έφερνε από τα μέρη της.
    Ο πατέρας όταν ήταν μικρός ποτέ δεν εκτίμησε την αξία των κεφτέδων, ήταν ένα ασθενικό, αδύνατο παιδί που μετά βίας έτρωγε το φαγητό του, κυρίως με τη συνοδεία παντόφλας, ήταν η προσφιλής εκπαιδευτική μέθοδος που εφάρμοζε η γιαγιά μου, κοπανώντας τον με τη βοήθειά της στο κεφάλι προκειμένου να φάει όλο το φαγητό του. Αυτή ήταν και η μοίρα των κεφτέδων να παραμένουν στο στόμα του επί ώρες φουσκώνοντας το ένα ή το άλλο μάγουλο αντιστοίχως.
    Κάποια στιγμή στο σπίτι εκδηλώθηκε το εξής παράδοξο φαινόμενο κάθε φορά που η γιαγιά τηγάνιζε κεφτέδες: Μετά από λίγες ώρες οι γάτοι άρχισαν να μπαίνουν μέσα στο σπίτι. Στην αρχή ήταν δυο τρεις τολμηροί που μαζεύονταν γύρω από το μαονένιο σκρίνιο του σαλονιού. Σιγά σιγά άρχισαν να προστίθενται κι άλλοι θρασείς γάτοι που τρύπωναν μόλις κάποιος άφηνε την πόρτα ανοικτή. Γρήγορα οι δύο έγιναν τέσσερις, οι τέσσερις, δέκα και οι δέκα δεκατέσσερις. Η γιαγιά κόντευε να τρελαθεί δεν μπορούσε να καταλάβει τι τους τραβούσε σαν μαγνήτης γύρω από το σκρίνιο. Κάποια στιγμή μετά από εβδομάδες κι όταν πλέον η γιαγιά είχε σταματήσει τη μέθοδο της παντόφλας γιατί ο μπαμπάς έδειχνε πως έτρωγε το φαγητό του, το σπίτι είχε πάρει μια δυσάρεστη οσμή, κάτι σε σάπιο μύριζε κυρίως στο σαλόνι. Οι γάτοι εκστασιασμένοι τρίβονταν πάνω στο πιστό τους έπιπλο, το σκοτεινό, μυρωδάτο σκρίνιο. Όταν η μπόχα έγινε δυσβάσταχτη η γιαγιά σκέφτηκε να καλέσει μια γειτόνισσα για να μετακινήσουν το έπιπλο, για να δουν τι ήταν επιτέλους αυτό που ξετρέλαινε τις γάτες. Όταν τράβηξαν το βαρύ έπιπλο αντίκρισαν με φρίκη το αποκρουστικό θέαμα ενός ολόκληρου βουνού από κεφτέδες σε αποσύνθεση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  14. Φορώ το λευκό μου φανελάκι μόνο.
    Χορεύω αμέριμνη περνώντας απ'όλα τα δωμάτια του σπιτιού και παίζω κρυφτό με τον ήλιο.
    Η γιαγιά στην κουζίνα γελά μαζί μου.
    Ανακατεύει μέσα στο μπολ τα υλικά για τις αλχημείες της και κάθε φορά που την προσπερνώ με κοιτάζει και μια γλύκα τρέχει στα μάτια της.
    Ανεβαίνω στο σκαμνάκι δίπλα της,τραγουδώντας.
    Τραγουδά κι εκείνη..."Μαύρη...μαύρη είν 'η νύχτα στα βουνά....".Το αγαπημένο της από τότε που έφυγε ο παππούς.Τραγουδώ μαζί της τον ίδιο σκοπό.Γελάμε δυνατά!
    Μου ζητά δυόσμο.Ξεχύνομαι στην αυλή να της κόψω.Ρίχνω με μαεστρία το δυόσμο μέσα στο μπολ και βουτώ με μανία τα χέρια μου.Πλάθω κεφτεδάκια,τα περνάω απ'το αλεύρι και μετά αλευρώνω τη γιαγιά στο πρόσωπο.
    "Παλιοκόριτσο!Φύγε απο'δω...Άντε να παίξεις έξω!".Στριφογυρίζω σαν τη σβούρα και της πιπιλίζω τ'αυτιά:"Τηγάνισέ μου κεφτέδες!Τηγάνισέ μου κεφτέδες!"
    Εντός ολίγων λεπτών το λάδι έχει κάψει...η γιαγιά πετά τους κεφτέδες στο τηγάνι.Τους αντικρύζω με δέος..Και ναι!Είναι αλήθεια.Ο πιο μαλακός, ο πιο εύγευστος κεφτές στον κόσμο...ο αναβλύζων δυόσμο...γαργαλάει το δικό μου λαιμό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  15. Είναι μία ακόμη Κυριακή που η –πληθωρική σε όλα της– πεθερά μου είχε μαγειρέψει (και πάλι!) για ένα λόχο. Όχι μόνο ως προς την ποικιλία των φαγητών, μα κυρίως ως προς την ποσότητα. Έψησε μπριζόλες, φιλετάκια κοτόπουλο και λουκάνικο στη σχάρα, έφτιαξε πατατούλες-λουκούμια στο φούρνο, και σουφλέ με τυριά που χύνονται και λιώνουν... Και στο τέλος-τέλος, για χάρη των εγγονών της που υπεραγαπούσε, ρίχνει στο τηγάνι και δυο τηγανιές κεφτεδάκια, μικρά και ζουμπουρλούδικα!

    Σύσσωμη η οικογένεια στρώνεται στο τραπέζι με γέλια, φωνές και τσουγκρίσματα ποτηριών. Η ώρα πέρασε κι όλοι κατόπιν ψάχναμε την πιο αναπαυτική γωνιά του καναπέ, μήπως και λιγάκι χωνέψουμε απ’ το όργιο...

    Τα παιδιά όμως, που ποτέ δε σκάνε στο φαγητό και πάντα έχουν όρεξη για παιχνίδι, τράβηξαν έξω στην αυλή με άγριες διαθέσεις. Αφού όμως έπαιξαν κανα μισάωρο, τρέχουν φουριόζικα στη γιαγιά τους και της ζητάνε βώλους.

    Βώλους;! Πού να τους βρω εγώ τους βώλους; τους λέει.

    Τα παιδιά στραβομουτσούνιασαν. Όμως το πιο μικρό και τσαχπίνικο πετάει τη φαεινή ιδέα: να χρησιμοποιήσουμε τα κεφτεδάκια που περίσσεψαν για βώλους! Έχει μείνει τουλάχιστον μισή πιατέλα!

    Η γιαγιά κοκκινίζει, πρασινίζει, βγάζει καπνούς από τα αυτιά, αλλά το μικρό την κοιτά με τα πονηρά ματάκια της, της ρίχνει το καλύτερό της χαμόγελο και μια σφιχτή-σφιχτή αγκαλιά, και... οι αντιστάσεις κάμφθηκαν, «η πόλις εάλω» ! (δεν θέλει και πολύ η γιαγιά, είν’ η αλήθεια...). Χοροπηδώντας τριγύρω της, τα παιδιά τρέχουν στην κουζίνα και στήνουν παιχνίδι πάνω στο τραπέζι της κουζίνας! Είχαν, βλέπετε, το σκοπό τους: κάθε κεφτεδόβωλο που κέρδιζαν, τον έτρωγαν! Έτσι και τα ίδια ξετρελλάθηκαν με τους μυρωδιστούς, λαδιάρικους, ολοκαίνουριος βώλους που επινόησαν, αλλά και οι γονείς τους ανακάλυψαν νέο τρόπο να πείθουν τα παιδιά τους να βάλουν δυο επιπλέον μπουκιές στο στόμα τους!

    Μόνο για τη γιαγιά δεν ξέρω, γιατί σ’ αυτήν έπεσε ο κλήρος να βάλει πάλι σε τάξη το «στρατόπεδο» μετά την «επιδρομή», να αποθηκεύσει τα υπόλοιπα «πυρομαχικά» και να σουλουπώσει και πάλι τους λαδωμένους και καταϊδρωμένους «μαχητές»...

    Όπως και να ’χει ήταν μια εντυπωσιακή Κυριακή, όπου είτε «στρατιώτες» είτε «άμαχοι», όλοι απλά φύγαμε γλύφοντας τα δάχτυλά μας κι ευχαριστώντας τη γιαγιά-πεθερά-μαμά για το αξέχαστο γεύμα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  16. Η Μαριλού αρρωστησε, την αρρωστια του ταξιδιωτη, σε μια απο τις ιερές πόλεις των ινδών.
    Ειχε λαχτάρα να πιεί μανγκο λασί. Ξέχασε όμως να το ζητήσει σωστά. 'no ice, please'.
    Ετσι ηπιε το παγωμενο γιαουρτοποτό της, (τέτοιο είναι το λασί) από τα χεράκια του τυρμπανοφορου, πλανόδιου.
    Το ιδιο απογευμα ψαχουλεύαμε το φαρμακείο μας κ διαβάζαμε ενδείξεις κ παρενέργειες.
    Διαλεξαμε ο καθένας μας από ένα χάπι, άλλοι τρεις ήμασταν, εκείνη δεν την αφήναμε να διαλέξει,
    μόνο τη βρίζαμε. Λίγο.
    Τη χαπακώσαμε ο καθένας το χάπι του, της μετρήσαμε τον πυρετό, είχε 39 κ τη βάλαμε για ύπνο.
    Αποφασίσαμε να είμαστε ψύχραιμοι, φορτίσαμε τα κινητά μας, εκμεταλλευτηκαμε τις τυψεις της, ''σας χαλάω το ταξίδι'' κ τέτοια, κ βγήκαμε στην ολοκαίνουργια πόλη.
    Την επόμενη μέρα ήταν ακόμη πιο χάλια, αλλά έπρεπε να φύγουμε. Μετά 9 ώρες σε άθλιο λεωφορείο-δρόμο, πολλά χαπια για τη διάρροια, πυρετό ,εμετό, φθάσαμε επίσης σε μια άλλη ιερή πόλη.
    Δεν ήμασταν ταμένα, ήταν τυχαίο γεγονός.Τυχαία διαλέγαμε τους προορισμους μας.Το παίζαμε λίγο on the road, λίγο ο,τι κ να γίνει θα βρούμε την άκρη.Ακόμη κ με το παρ'ολίγον πτωμα μαζί μας. Οι κεφτέδες που θα κολλήσουν, δεν ξέρω ακόμη.
    Οι μυρωδιές στην ινδια ειναι πολλές, ωραίες κ άσχημες.Ιδίως στις πόλεις, έχει πολύ ωραίες κ πολυ άσχημες μυρωδιές.Μπερδεύονται μεταξύ τους, καποιες είναι αναγνωρίσιμες, κυρίως οι άσχημες.
    Τα θυμιάματα που καίγονται κατά δεκάδες παντού στους δρόμους κ τα φαγητά που ψηνονται επίσης στους δρόμους σε κάνουν να αφηνεις την αναπνοη σου ελεύθερη, παίρνοντας μια ακόμη βαθιά ανάσα για τη συνέχεια.
    Κάπως έτσι συνάντησα τον κεφτέ μου.
    Δεν έχω καμία αξιοσημείωτη κεφτεδένια(?) παιδική εμπειρία.Ποτέ δεν συμπαθησα τους κρεατοκεφτέδες..(μηπως ειμαι εδω κ πολλή ώρα εκτος θέματος? εγώ θα συνεχίσω πάντως, καλά περνάω.)
    Η γιαγια μου στο χωριό είχε μια δωρική κοσμοθεωρεία, ή μήπως σπαρτιάτικη.. Τρωμε ο,τι παράγουμε.Εφαγε κιμα, πρώτη φορά, σε μορφή μπιφτε-Q στην Αυστραλια, στα 65 της περίπου.
    Στα 75 της δοκιμασε κεφτεδες κ απαίτησε ''μώρη συ να μου φέρεις απεδεκείνα τα κεφτεκια''
    Μπιφτέκι+κεφτέ=κεφτέκι
    Γελούσα κ στενοχωριόμουν με τους κεφτέδες του καραγκιόζη κ του μόνιμα επίσης πεινασμένου γιου του, με το τέλειο ονομα μυριγκόγκος.Ηταν πάντα τόσο κοντά κ τόσο μακριά να φαει τους
    αχνιστους κεφτέδες.Εκεί κάπου μου έτρεχαν λίγο τα σάλια κ ας μη μου άρεσαν.Ήθελα να πω κ γω ''πιάσε ενα κιοφτέ'' να τον μασήσω με μένος, σαν να χόρταινε κ δικαιωνοταν μεσα απο μένα ο πεινασμένος μυριγκογκος πάντα.Ολα αυτα βεβαια οταν ήμουν μικρή,ορμητικη κ ανημέρωτη.Οπως κ η ΕΡΤ τότε. Παντοτε επισης δοκιμαζα τους εξαισιους λασποκεφτεδες που μαγειρευα στο κηπο μας, οπως κ τις λασποτουρτες, αλλωστε.
    Στις ιερές πολεις των ινδου'ι'στων ,για να μην ξεχνιόμαστε, απαγορεύεται το κρέας κ το αλκοολ.
    Παρ' ολα αυτά είδαμε πολύ μεγάλη ποικιλία χορτοφαγικών μαγαζιών, απλά λα'ι'κα μαγαζιά,
    που έτρωγαν οι ντόπιοι κ μάλιστα ήταν τίγκα στο κόσμο σχεδόν συνέχεια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  17. Συνέχεια από το προηγούμενο:
    Την επόμενη μερα στη νέα πολη κ με τη Μαριλου σε ημιαθλια,ακόμη κατασταση βγήκαμε βόλτα κ την πηραμε μαζί πια.
    Σε όλο το μηκος του παζαριού βλέπαμε τα εστιατόρια κ πολλους πλανόδιους να μαγειρευουν σε αυτοσχέδιους φούρνους, φουφουδες, μαντεμένιες πλάκες. Ηταν πολύ ωραια κ εμένα κατα διαστηματα ερχοταν στη μυτη μου μια πολυ οικεία μυρωδιά.
    Πεινουσαμε αρκετα.Στα ταξιδια πεινας συνεχεια.
    Με την Αννα κ το Κυριάκο ανταλλάσσαμε συνομωτικές ματιές.Τραβουσαμε μαζι μας το ταλαιπωρο ζομπι της Μαριλους ''τα ζομπι δεν ειναι χορτοφαγα'' της ελεγα κανοντας συνειρμους με την Β movie με τον ιδιο τιτλο κ την πόλη για χορτοφάγους που βρισκομασταν.
    Ειχε να φαει 3 μερες,ηταν εντελως εξαντλημενη, πεινουσε αλλα ακομη δεν μπορουσε να φαει.
    Ουτε να μιλήσει δεν είχε κουράγιο.
    Κατα τις 2 το μεσημέρι ειχαμε λυσσαξει στη πεινα, αλλα το παιξαμε ανετοι για συμπαράσταση στην άρρωστη.Δεν τρώμε τίποτα κ κατα τις 6-7 μπορει να ειναι καλυτερα, να φαμε ολοι μαζι.
    Η οικεια μυρωδια μου εχει σπασει τα νεύρα.Στην επιστροφή για τον ξενώνα βρεθηκα μπροστά στον κυριουλη με τη μικρη φουφου κ το τεράστιο τηγανι απο οπου αχνιζε η μυρωδιά. Διπλα του κ για αρκετα μετρα, ηταν στημενοι κ αλλοι με παρομοια τηγανια κ την ιδια καυτερη μυρωδια.
    Τηγανιζαν πατατοκεφτεδες.
    Η οικεια μυρωδιά ήταν ο πατατοκεφτες της οικιακής οικονομιας, της δωρικής γιαγιας μου.
    Η ιδεα ειναι γνωστη αιωνες.Πατατες βραστες της προηγουμενης μερας, ισως κ κανενα καροτο ,πατατες που ετοιμαζονται να χαλασουν αλλα με επιμελές καθάρισμα ειναι οκ.
    Ο,τι αλλο βρισκουμενο.Οχι περαν των 10 χιλιομετρων.Για τη γιαγια μου, παντα.
    Το πιπέρι το αγνοει ακομη.Οταν τρωμε εκεί παιρνουμε το πιπέρι μας.Το δοκιμασε, αλλα δεν της αρέσει.Το αλάτι ενταξει, κανει μια υποχωρηση.Αγοράζει.
    Αν ειχαν περισεψει τιποτα ρεβυθια, κολοκυθια, φακές κ αυτα μέσα στη ζυμη.κ λιγο δυόσμο ή μεντα ή ματζουράνα.
    Το αποτελεσμα δεν ήταν παντα καλό, αλλα μερικες φορές ηταν τελειο, έστω κ χωρίς πιπερι που το αγαπω.
    Στον ξενωνα βάλαμε το ζόμπι για υπνο, κ εμενα που με κουντουσε ο διάβολος, αρχισα να περιγράφω ο,τι ολοι είχαμε δει κ μυρίσει.
    Τα δεκαδες μεταλλικα κυπελλάκια διπλα στο τηγανι, που ειχαν πιπερίτσες ψιλοκομενες, καλαμποκι, φρεσκο κολιανδρο,κρεμμυδι, πιπερια 3-4 διαφορετικά, καρυ, σαλτσες καυτερες κ μη, ολα συνοδευτικα στα 3 κεφτεδακια,που στα σερβιραν σε κυπελλο φτιαγμενο απο φυλλα.
    Τέλεια κυπελλα απο φυλλα μανγκο-δεντρου.
    Αφησαμε σημειωμα ΄'ραντεβου στην πλατεια παμε βολτα δε μας παιρνει ο υπνος''
    Στο δρομο καθησυχαζαμε ο ενας τον αλλον οτι ο πλανοδιος ηταν καθαρος, ειχε κ σιτα στο μειγμα, αλλωστε το λαδι τα καιει ολα, δεν κανει τοση ζέστη για να αλλοιωθουν, οι παντα εκτος ψυγειου ζυμες,(38 βαθμους ειχε μονο)
    Το χειροτερο ηταν οτι ονειρευοταν κ η Μαριλου το φαγητο δρομου σε αυτο το ταξιδι.Μαλιστα το συγκεκριμενο το καραγουσταρε αλλα ηθελε λιγο χρονο ακομη.
    Συμπαρασταση μηδεν.Ανυπομονησια απειρη.
    Μας εβαλε απ'ολα πριν προλάβουμε να μαθουμε τι ειχε το καθε κυπελλο.Με γρηγορες μαστορικες κοφτες κινησεις, μας εδωσε τα χρυσα κεφτεδακια στο φυλλοπιατακι τους.
    Εκαιγαν τρελά, τα ειχε τηγανησει μπροστα μας.Τα πηραμε να παμε να κατσουμε καπου να τα απολαυσουμε, στη πλατεια ειχε κ δροσιά.
    Οταν χτυπησε το τηλ ο κεφτες εκαιγε πολυ ακομη.''ξυπνησα νωριτερα κ βγηκα που ειστε, μολις μπηκα στην πλατεια.''
    Η΄εγκαυμα ή πεταμα.Οσο καφρος κ να είσαι ΔΕΝ πετας φαγητο στην Ινδια.
    ''Τρωτε ρε μαλακες?''Ξεσπασε, βγηκε απο τη καταστολή, εβρισε τη τυχη της κ εμας λιγο.
    Ηταν ετοιμη να μας ''ψειρισει'' απο ενα κεφτε.Τη στραβοκοιταξα γιατι κατα βαθος, ειμαι λιγο καφρος, αλλα δεν με επαιρνε εκεινη την ωρα.Με στραβοκοιταγε χειροτερα.Ηταν καλα.
    Αυτος ο κεφτες λοιπον ηταν υπεροχος,ειχε η ζυμη του, ο,τι περιπου ειχε κ της γιαγιας μου.Πατατα κ ολιγον απο τα βρισκουμενα.
    Η ιδιαιτεροτητα του ηταν οτι τον γευτικα πολυ μακρια απο το σπιτι της γιαγιας,πασπαλισμενο με την εξαψη του ταξιδιου, την εξαψη των καρυκευματων που αγαπω πολυ κ την στιγμιαια εξαψη της Μαριλους που αγαπω ακομα πιο πολυ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  18. Η κυριότεροι αίσθηση που ξυπνάει τη μνήμη νομίζω ότι είναι η όσφρηση.
    Πόσες φορές κάποιες μυρωδιές κυρίως από φαγητά μας φέρνουν στη μνήμη τις μητέρες μας, τη γειτονιά μας ή το επάγγελμα γνωστών και φίλων. Πχ χαρακτηριστική η μυρωδιά που είχαν οι βυρσοδέψες που περνούσαν από τα σοκάκια του Κάστρου ή η μυρωδιά της κόλλας που ακολουθούσε τους τσαγκάρηδες .
    Παίρνοντας αφορμή από τις ιστορίες για τους κεφτέδες που ψάχνει ο Γιάννης και λόγο της χαρακτηριστικής μυρωδιάς, που αναδυόταν την ώρα του τηγανίσματος, μπορούσαμε να μαντέψουμε ποιο σπίτι έχει σήμερα αυτό το φαγητό από μεγάλη απόσταση.
    Στο κάστρο αγαπημένη συνήθεια των γειτόνων ήταν να κερνάνε όλη τη γειτονιά όταν μαγείρευαν κάτι το οποίο “έσπαγε μύτες”. Μια τηγανιά πήγαινε σε κεράσματα.
    Μου έχουν μείνει χαρακτηριστικές ατάκες, “έλα να φας ένα κεφτέ αφού σου μύρισε, είσαι κι’ αγοράκι” για τα παιδιά που έφευγαν από το σχολείο, ή “Στέλιο πήγαινε αυτό το πιάτο στη Ρούλα γιατί είναι έγκυος” η Ρούλα έμενε τρία στενά πιο κάτω και περιττό να πω ότι έτρωγε σχεδόν καθημερινά κεφτέδες από όλες τις γειτόνισσες γιατί κάθε μέρα κάποια από όλες θα τηγάνιζε.
    Στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς τα παιδιά του δημοτικού πήγαιναν στη καθιερωμένοι ημερήσια εκδρομή. Αγαπημένο φαγητό όλων ήταν οι κεφτέδες, τοποθετημένοι μέσα σε μεταλλικές καστανιές προσεχτικά για να μη διαλύσουν .Βάλε τώρα τη φαντασία σου να τρέξει στα σοκάκια του Κάστρου, όταν τηγανιζόταν όλοι αυτοί οι κεφτέδες ή την ώρα που άνοιγαν τις καστανιές για να φαμε.
    Ανεξίτηλα έχουν χαραχτεί στη μνήμη μας οι μυρωδιές από τους έξη φούρνους, τις δυο ποτοποιίες, τη μπουγάτσα του Κλεάνθη,τα γλυκά του Ζαννή, τους παστουρμάδες των αρμένιδων, τους ζεστούς ξυρούς καρπούς του Παφρί ,τα σουτζουκια του Μανόλη που τα ψήνε στο καροτσάκι του και τα μικρά σουτζουκάκια των Πιπη, Μουταφη που μοσχομύριζαν κύμινο...
    Σταματάω φίλε Γιάννη εδώ γιατί μου άνοιξε η όρεξη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  19. Όταν έλαβα την πρόσκλησή σου Γιάννη παραξενεύτηκα. Τα κεφτεδάκια της γιαγιάς μου τα λατρεύω και τα τιμάω ακόμα όποτε έρχομαι Χίο όμως ποτέ μα ποτέ δεν έχω ασχοληθεί με αυτά στο να γράψω ένα κείμενο. Ευτυχώς μου έδωσες την ώθηση και μαζί με τα κείμενα των υπολοίπων αναγνωστών είπα να προσθέσω και το δικό μου.
    Ως πρώτο παιδί του σογιού μου με είχαν καλομάθει όλοι τόσο σε θέματα παιχνιδιών όσο και σε θέματα φαγητού. Πάντα έτρωγα περισσότερη ποσότητα από τα υπόλοιπα ξαδέλφια μου. Θυμάμαι πως η πρόγιαγιά μου η Στέλλα έτρωγε πάντα απέναντι μου και παρακολουθούσε το πιάτο μου. Όποτε το άδειαζα μου το ξαναγέμιζε με ότι είχε πάνω στο τραπέζι. Η γιαγιά μου γνωρίζει πλέον πολύ καλά πόσο πολύ λατρεύω τα κεφτεδάκια της. Εξάλλου όποτε κατεβαίνω στο νησί την ενημερώνω να μου ετοιμάσει. Αρκετά απογευματά που παίζω με το παππού μου τάβλι, συνοδεύουμε τα παιχνίδια με ουζάκι χιώτικο και κεφτεδάκια. Φυσικά γίνεται μάχη για το ποιός θα φάει τα πιο πολλά. Δε θα ξεχάσω όμως μία έκπληξη που με περίμενε ένα μεσημέρι που είχαμε μαζευτεί όλοι οι συγγενείς στης γιαγιάς μου για να μας κάνει το τραπέζι. Είχαμε κάτσει ήδη στις καρέκλες μας μπροστά από τα έτοιμα να γεμίσουν άδεια πιάτα όταν άρχισε να σερβίρει. Έφερνε μεγάλες πιατέλες μα καλοψημένα φαγητά που μου είχαν χτυπήσει την μύτη από την κουζίνα που ετοιμαζόντουσαν. Κάθε πιατέλα είχε ένα διαφορετικά γεύμα. Όμως στο τέλος έφερε δύο μεγάλες πιατέλες με κεφτεδάκια. Όλοι αναρωτηθήκαμε στην αρχή με αυτή τη κίνηση την οποία αμέσως την δικαιολόγησε η γιαγιά μου λέγοντας το εξής: Την μία πιατέλα βάλτε την στο κέντρο να τρώτε όλοι και η άλλη μπροστά στον Γιώργο. Ένιωσα βασιλιάς... Ακόμα μου ρχεται η εικόνα τους, και παράλληλα η οσμή τους και η γεύση τους...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  20. Η φίλη μου, εγώ και οι κεφτέδες με πράσο και πορτοκάλι.

    Κατά μυστήριο τρόπο, όπως ο έρωτας περνάει από το στομάχι, η φίλη μου και εγώ έχουμε συνδυάσει τις ωραιότερες στιγμές της ζωής μας με το φαγητό. Για παράδειγμα, μπορεί να μην θυμόμαστε πώς λέγεται το μέρος που πήγαμε αλλά πάντα θυμόμαστε τι φάγαμε. Και παρόλ’ αυτά, καταφέρνουμε να διατηρούμε την σιλουέτα μας, το πώς ακόμα δεν το έχουμε ανακαλύψει…μάλλον οφείλεται σε καλό μεταβολισμό…δεν εξηγείται αλλιώς.
    Μαγειρεύω συχνά. Όμως, όσο και αν μου αρέσουν οι παραδοσιακές συνταγές, ανασύρω συχνά από το ψάθινο καλάθι με τις συνταγές «τις περίεργες», όπως μου αρέσει να τις αναφέρω. Έτσι, Ιούλιος μήνας, δύο μέρες πριν φύγουμε για το νησί (πάντα το νησί είναι η Χίος) μου ήρθε όρεξη να φτιάξω κεφτέδες.. Συγκέντρωσα τα υλικά, ανάμεσα σε αυτά, πράσο και πορτοκάλι και έβαλα όλη μου την τέχνη! Μεγάλη επιτυχία κατά γενική ομολογία!
    Δυστυχώς, οι κατακαημένοι οι κεφτέδες μου αναγκάστηκαν να παλέψουν με το παραδοσιακό στοιχείο και την ανελέητη για μένα φράση: «Οι κεφτέδες είναι πολύ μαλακοί, δεν είναι καν κόκκινοι και μάλλον δεν έχουν ψηθεί μέσα!». Επακολούθησαν μούτρα και καυγαδάκια μεταξύ εμού και του φίλου μου, ο οποίος μάλλον κλίνει προς τα «ασφαλή» φαγητά και τις δοκιμασμένες γεύσεις. Ακόμα και σήμερα πάντως είμαι έτοιμη να τους υπερασπιστώ εκείνους τους κεφτέδες. Και τότε, τους μάζεψα σε ένα τάπερ, πληγωμένοι, όπως ήταν και τους ταξίδεψα στο νησί, όπου ήμουν σίγουρη ότι θα έχαιραν εκτίμησης.
    ΒΙ.

    Έφτασα αργά το απόγευμα στην Αθήνα και την επομένη θα πετούσαμε για Χίο, προορισμός που πάντα έχει κατί απο παραμύθι για εμένα. Βγήκαμε λοιπόν το βράδυ σε μια ταβέρνα στην πρωτεύουσα για ενα κρασάκι εγω η κουμπάρα - κολλήτη μου κι ο καλός της. Στην ερώτηση μου τι φάγατε το μεσημέρι (αγαπημένη μας ερώτηση), ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος:
    Βι. :Κεφτέδες με πράσο κι πορτοκάλι έκανα, αλλά μόνο εγώ έφαγα. . .
    Π. (ο καλός της): μα πώς να φάω αφού ήταν άψητοι.
    Βι.: Δεν ήταν άψητοι, μια χαρά ήταν. Έγω φταίω που κάθισα να μαγειρέψω κατι διαφορετικο...
    Π.: Μα τους έκαψες απο εξω κι απο μέσα ήταν κόκκινοι...
    Βι.: Δεν πειράζει θα τους πάρουμε μαζί μας στο νησί.
    Π.: Δύσκολο, γιατί όπως ήταν τους πέταξα.
    Καταλαβαίνετε οτι τέτοια κουβέντα ούτε για πλάκα δεν τη λες στον άλλον που σου μαγείρεψε. Ήρθε η κουμπαρούλα μου κι αναψοκοκκίνισε. Ευτυχώς αστειεύοταν ο καλός της οπότε τους ταξίδεψαμε στο Νησί.
    Σε μια απο τις εξορμήσεις μας εκεί, στο Λιθί συγκεκριμένα, τους είχαμε μαζί (ζήτω οι προνοητικές γλυκές μαμάδες). Ήταν όντως πεντανόστιμοι όχι μονο γιατί ήταν διαφορετικοί – αλλιώτικοι απο τους κλασικούς κεφτέδες αλλά γιατί ήταν οι μόνοι κεφτέδες με ΙΣΤΟΡΙΑ κι ΠΛΟΥΣΙΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ που έφαγα στη ζωή μου...
    ΤΕΤΟΙΟΥΣ ΚΕΦΤΕΔΕΣ ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΞΕΧΝΑΣ ΠΟΤΕ...
    ΔΗ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  21. μπαχαρικά για κεφτέδες!

    Μέχρι την ηλικία των τριάντα μου χρόνων η ζωή μου ήταν : ζυμωμένος κυμάς. Προσοχή ακόμη δεν είχε πλαστεί σε κεφτέδες και φυσικά δεν είχε καν τηγανιστεί.
    Ένα συνεχές ζύμωμα λοιπόν,που κάθε χρονιά σχεδόν έως τα τριάντα πρόσθετα ακόμη ένα υλικό στη ζύμη. Τη μια ψωμί- παντρεύτηκα βλέπεις - την άλλη αυγό - έκανα κι ένα παιδί- την επόμενη κρεμμύδι- άλλο ένα παιδί- μετά αλατοπίπερο- και τρίτο παιδί. Η βασική ζύμη είχε ολοκληρωθεί. Τι έλειπε...τι έλειπε!Μα αυτό που νοστίμίζει τον κυμά , το μπαχαρικό!
    Το πιο νόστιμο, το πιο μυρωδάτο, το πιο πικάντικο, αυτό που κάνει τη διαφορά στη γεύση. Το ανακάλυψα μέσα σε μια λαική αγορά , απ' αυτές με τα σκέπαστρα σαν μακρουλούς καμπυλωτούς τρούλους, στην Πόλη. Αχ, κι αν ξέρει η Πόλη από μπαχαρικά! Λεπτή υφή, καφεκόκκινο χρώμα, έμοιαζε με κύμινο, μόνο που δεν ήταν. Το αγόρασα, γιατί μου είπαν, ότι δίνει στους κεφτέδες ξεχωριστή γεύση. Το δοκίμασα, γιατί αν δε δοκιμάσεις, τι να καταλάβεις.
    Τότε κατάλαβα, αργά κα απολαυστικά, πόσο κάτι τόσο απλό, όσο ένα μπαχαρικό, μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή....
    Πλάστηκαν οι κεφτέδες και τηγανίστηκαν.

    Ναι...ναι υπήρξα άπιστη και αυτοκαταστροφική. Για τι; Για ένα μπαχαρικό!
    Και φυσικά τέλος ο γάμος, τέλος και το μπαχαρικό. Γιατί εγώ στην Ελλάδα ζω κι όχι στην Πόλη. Και το μπαχαρικό κάποτε τελειώνει, κρατάει βέβαια αν το αγοράσεις σε μεγάλη ποσότητα(κι εγώ το αγόρασα), αλλά κάποτε τελειώνει. Και σου αφήνει την ανελέητη γεύση του στο στόμα σου, που σαν αυτή καμιά ποτέ άλλοτε δε θα υπάρξει. Και ενώ ξέρεις πως η Πόλη είναι κοντά, πολύ κοντά και πάντα μπορείς να πας και να ξαναγοράσεις το μοναδικό αυτό καφεκόκκινο μπαχαρικό, που κάνει τους κεφτέδες ιδιαίτερους, παρόλα αυτά όμως δε θα ξαναπάς.
    Κι ούτε κεφτέδες τόσο νόστιμους θα ξαναφάς. Αλλά το παίρνεις απόφαση και επιλέγεις....παϊδάκια!
    Τέλος οι κεφτέδες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή