Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2010

Άι παράτα μας…(ή αλλιώς οι Ευρωπαίοι και η Ελλάδα)

Είστε λοιπόν Αθηναίος. Ζείτε ολοχρονίς μέσα στο άγχος, στο μποτιλιάρισμα, στις πορείες, στις απεργίες, στα επεισόδια. Φεύγετε το πρωί για το γραφείο, λόγω του ότι είστε πλέον στέλεχος, τι άλλο θα μπορούσατε άλλωστε, και επιστρέφετε το βράδυ κατάκοπος στην οικογενειακή στέγη. Έχετε το σύνολο της ψυχαγωγίας έξω από την πόρτα σας αλλά δεν προλαβαίνετε. Τη βγάζετε με γεύματα εργασίας και το βράδυ με καμιά πίτσα ή μακαρόνια ή κάνα ψητό κοτόπουλο που παραγγέλνετε απ’ έξω αφού κι εσείς κι η σύζυγός σας δουλεύετε και ποιος να μαγειρέψει. Τα παιδιά από μικρά έχουν χοληστερίνη και σας βλέπουνε μόνο στον ύπνο τους. Στον ξύπνιο βλέπουνε την αλλοδαπή συνήθως νταντά, η οποία παρόλο που ήρθε συστημένη από εκατό μεριές, σας είναι μόνιμος βραχνάς με όσα βλέπετε στην τηλεόραση να γίνονται στον κόσμο.
Είστε λοιπόν ένας από τα τόσα εκατομμύρια πανομοιότυπους και ξαφνικά έρχεται το καλοκαίρι. Μαζεύετε παιδιά σκυλιά συμπράγκαλα και πάτε στο νησί. Σας περιμένει εκεί όπως κάθε χρόνο ο κυρ Γιώργης για να σας νοικιάσει το στούντιο που έχτισε κάποτε μες στο κτήμα του κι έχει ολόγυρα διάφορα καρποφόρα δέντρα μα και μποστάνια με καρπούζια, κήπους με ζαρζαβατικά καθώς και διάφορα ζωάκια λιμπερτά να τρεχοβολάνε μες στη χωμάτινη αυλή και στο χωράφι.
Όμορφα όλα αυτά και γραφικά. Για κάτι τέτοια, συν τη θάλασσα που είναι μια δρασκελιά δρόμος, πληρώνετε όσα σας ζητήσει ο κυρ Γιώργης κάθε χρόνο, χρόνια τώρα. Μα όσο μεγαλώνετε κάτι σας ζορίζει. Είναι το κομπόδεμά σας που βάρυνε κι είναι εις θέση να αποκτήσει το δικό του εξοχικό, να ’ναι και όπως ακριβώς το θέλετε, τα βάζετε κάτω και βλέπετε πως με τόσα λεφτά που δίνετε κάθε χρόνο στον κυρ Γιώργη θα κάνατε πολύ γρήγορα απόσβεση και θα σας έμενε και το εξοχικό. Μιλάτε λοιπόν στον κυρ Γιώργη, τον βρίσκετε λιγάκι στριμωγμένο με κάτι γιατρούς με κάτι από δω με κάτι από κει και τσουπ, σας πουλάει το στούντιο. Σε κάποια άλλη περίπτωση, αγοράζετε ένα κοντινό μ’ εκείνο και βάζετε τον κυρ Γιώργη επιστάτη, η συνέχεια της ιστορίας όμως είναι ίδια και στις δυο περιπτώσεις.
Αρχίζετε λοιπόν τις παρεμβάσεις. Εκσυγχρονισμός κτήματος. Όλο το χειμώνα στέλνετε στον κυρ Γιώργη λεφτά από την Αθήνα για να επιληφθεί των εργασιών που ονειρεύεστε για το κτήμα σας. Για να νιώθετε άνετα στις διακοπές σας χρειάζονται αλλαγές στα έπιπλα και στην οικοσκευή, για να είναι τα τέκνα σας ασφαλή σε ένα περιβάλλον πολιτισμένο και αποστειρωμένο πρέπει να γίνουνε εργασίες στο κτήμα, να εμβολιαστούν και να μαντρωθούν τα ζώα, να ευ-θανατωθούν τα επικίνδυνα, να περιφραχτούν τα δέντρα, να αλλάξουν οι ποικιλίες για να μην καταπιεί κάνα μανταρινοκούκουτσο η πιτσιρίκα σας και πνιγεί και διάφορα άλλα τέτοια. Για να είναι και το τζιπ σας αστραφτερό πρέπει να τσιμεντοστρωθούνε οι χωμάτινες αυλές και οι διάδρομοι ανάμεσα στα παρτέρια, και να πεισθεί με κάθε τρόπο ο τοπικός δήμαρχος να ασφαλτοστρώσει όλους τους χωμάτινους δρόμους που οδηγούν στις κοντινές παραλίες. Όλες αυτές τις εργασίες τις κάνετε μέσω του κυρ Γιώργη που ζει μόνιμα εκεί, διότι όπως πολύ καλά καταλαβαίνετε, εσείς δεν προλαβαίνετε. Πρέπει να βγάζετε χρήματα από την εταιρία για τις αυξημένες σας πλέον ανάγκες. Είδατε και πάθατε να τον πείσετε στην αρχή για την αναγκαιότητα του εκσυγχρονισμού και κατόπιν για να τον κάνετε να αφήσει τις παραδοσιακές του ασχολίες και να ασχοληθεί με τις εργασίες που του επιβάλατε ως αναγκαίες. Είχατε και μια υποψία βέβαια, εξ αρχής, πως είναι λιγάκι πονηρός ο χωρικός αλλά από τη μια επειδή σκεφτήκατε πως εσείς δεν πιάνεστε κορόιδο εύκολα, από την άλλη πάλι επειδή λογαριάσατε πως όσα και να σας φάει, πάλι προς το συμφέρον σας θα είναι η επένδυση, μπήκατε στο χορό ενθουσιωδώς, τον βάλατε κι εκείνον να χορέψει.
Κι όταν λοιπόν περάσανε κάποια χρονάκια, τα παιδιά μεγαλώσανε κι εσείς κοντέψατε στη σύνταξη, πέθανε κι ο κυρ Γιώργης κι απόμεινε στο πόδι του ο γιος του ο τεμπέλης, κάνατε έναν απολογισμό και είδατε πως δεν είσαστε ευχαριστημένοι από την κατάσταση. Γίνανε βέβαια κάποιες δουλειές μα κι αυτές τσαπατσούλικα, οι χωρικοί, πατήρ και υιός αποδειχτήκανε πολύ πιο πονηροί, χτίσανε κι άλλα στούντιο σαν το δικό σας λίγο πιο πέρα, πήρανε και αυτοκίνητο της ίδιας κλάσης με το δικό σας, σπουδάσανε και τα παιδιά τους γιατρούς και στελέχη σαν εσάς και παρατήσανε την αγροτιά, κι όλα αυτά με τα λεφτά που στέλνατε για να κάνουνε τις δουλειές που γίνανε βέβαια μισές και μισοκοπημένες. Το κτήμα λοιπόν παραμελήθηκε, χορταριάσανε τα δέντρα, ψοφήσανε οι όρνιθες, ζώσανε φίδια την τσιμεντένια πλέον αυλή, διότι δεν προλαβαίνανε οι άνθρωποι να τα φροντίζουν όλα, λάδωσε και το αντεράκι τους, είδανε τη ζωή αλλιώς, όπως τους τη δείξατε εσείς, στην υγειά του κορόιδου λέγανε όλους τους χειμώνες και τις άνοιξες μοστράρανε λιγουλάκι το κτήμα να φαίνεται απάνω πάνω η δουλειά για να τη δείτε σαν πάτε ως ελεγκτής πλέον.
Κι αφού είδατε λοιπόν κι αποείδατε πως χρησιμοποιήσατε όλους τους τρόπους για να γίνουνε οι δουλειές σας όπως πρέπει αλλά δεν τα βγάλατε πέρα μαζί τους, αφού βάλατε και την άλλη κυβέρνηση, τη γυναίκα σας να τους μιλήσει με διπλωματία, ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε να τους φοβερίσει μπας και πάρει πίσω τίποτα από τα πεταμένα λεφτά, μπας και τους βάλει να δουλέψουνε ξανά στο κτήμα κι ανεβάσουνε την παραγωγή για να βγει κανένα στραβό έξοδο τουλάχιστον από κει αλλά μάταια, συλλάβατε τη μεγάλη ιδέα. Το κτήμα είναι φτωχό και χρεωμένο, τους είπατε και πως πρέπει να πληρώσουνε κι αυτοί κάτι, δε γίνεται μόνο να παίρνουνε τόσα χρόνια και να μη δίνουνε τίποτα. Και πως κινδυνεύει και η δική σας τσέπη με όλα τούτα τους είπατε, πως κινδυνεύει ακόμα και η εταιρία, πως θα κλείσει η στρόφιγγα, αλλά και πως δε θα τους αφήσετε έτσι, πως έχετε όλη την καλή διάθεση να τους βοηθήσετε ξανά αρκεί να κάνουνε μια προσπάθεια να μαζέψουνε τα ασυμάζευτα, να βάλουνε τους εαυτούς τους στο ζυγό και να μην σπαταλάνε τόσα, κάνουνε λοιπόν εκείνοι πως καταλαβαίνουνε την κρισιμότητα της κατάστασης, κουνάνε το κεφάλι τους με θλίψη, λένε πως θα προσπαθήσουνε μα σαν έρθει πάλι το φθινόπωρο και πάρετε το δρόμο για το κλεινόν άστυ, παίρνουνε κι αυτοί των οματιών τους και πάνε ένα ταξιδάκι να ξεχαστούν, τρώνε και πίνουνε στην υγειά σας και λένε πλέον φωναχτά αυτό που όλο το καλοκαίρι σάς λέγανε από μέσα τους. Το εξοχικό κύριε έχει έξοδα, θες εξοχικό να έρχεσαι εδώ να νιώθεις σαν στο σπίτι σου και να κατουράς δίχως τύψεις τη θάλασσα, θα το πληρώσεις. Άι παράτα μας…

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

Συνάντηση

Περπατούσα στο δρόμο και είχα και τα μαλλιά χύμα, ήμουνα κάπως αγριεμένος όταν είδα μια κοντούλα ασπρομάλλα κυρία να έχει σταματήσει τρία τέσσερα μέτρα πιο μπροστά και με το κορμί της στραμμένο ολόκληρο να με κοιτάζει κατάματα. Διασταυρωθήκανε τα βλέμματά μας, στιγμιαία όμως διότι έσπευσα να κοιτάξω αλλού θεωρώντας πως είναι ακόμη μία ηλικιωμένη που, δικαίως, τρόμαξε από το παρουσιαστικό ενός φουριόζου μαλλιά ο οποίος ομολογουμένως δεν έχει και τη γλυκύτερη όψη όταν κυκλοφορεί μες στην πόλη.
Έτσι επιχείρησα να την προσπεράσω με βήμα γοργό και κοιτώντας από την άλλη μπάντα μα σαν έφτασα ακριβώς πλάι της άκουσα το όνομά μου και μάλιστα με τρυφερότητα και στο υποκοριστικό του:
Γιαννάκη δεν με γνώρισες;
Αιφνιδιάστηκα και την ξανακοίταξα. Η ματιά μου καρφώθηκε ίσια μες στο βλέμμα της που περίμενε χαμογελώντας καρτερικά.
Τότε, μες στο μυαλό μου γυρίσανε αστραπιαία χιλιάδες ρολόγια πίσω, τρελαθήκανε οι λεπτοδείχτες, σε λίγα δευτερόλεπτα μεταφέρθηκα στα τρία τελευταία χρόνια της δεκαετίας του εβδομήντα. Πράγματι, ήταν η κυρία Ρούλα. Η δασκάλα μου στις τρεις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Ο άνθρωπος που με έμαθε να συλλαβίζω και να γράφω τις πρώτες μου λέξεις. Κι έστεκε εκεί μπροστά μου, ασπρισμένη και αδύνατη -μια σταλιά μου φάνηκε- κι είχε στα μάτια της αγάπη, θαυμασμό και κάτι σαν υπερηφάνεια.
Την άγγιξα στον ώμο και δε μπορούσα να αρθρώσω λέξη πέρα από τα τυπικά. Ούτε άκουγα τι μου έλεγε. Απλά σκεφτόμουνα. Ο νους μου ταξίδευε σ' ένα από εκείνα τα πολλά μεσημέρια. Σχολούσαμε κι έφευγε η κυρία Ρούλα για το σπίτι της. Περνώντας μπροστά από το δικό μας, όποτε έβλεπε τη μάνα μου στη βεράντα, σταματούσε από κάτω κι έβαζε τα κλάματα. Κλάματα γοερά. Τι παιδί ειν' αυτό κυρία Μαρία μου, τι διάβολος, μόνο του τον έχω βάλει, στο τελευταίο θρανίο, όλοι όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια, έλεγε και δώστου να σκουπίζει τα μάτια της που τρέχανε μαύρο δάκρυ.
Πράγματι, τρία χρόνια με την κυρία Ρούλα δασκάλα, στο τελευταίο θρανίο και μόνος μου τις έβγαλα τις τάξεις. Τι της έκανα τότε, αδύνατον να θυμηθώ. Τη θυμάμαι πάντως να κλαίει κάτω από το μπαλκόνι μας. Μου το διηγείται τακτικά και η μάνα μου για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο που δε νομίζω ότι μπορεί να αποδωθεί σε νοσταλγία.
Σαν συνήλθα απ' όλα αυτά και ξεθολώσανε τα μάτια μου, μ' έπιασε μια αμηχανία. Την αποχαιρέτισα στα γρήγορα, της ευχήθηκα υγεία και συνέχισα το δρόμο μου με μια ακαθόριστη γλύκα να μου συνοδεύει τη μέρα. Ήτανε το βλέμμα της που είχε απομείνει καρφωμένο και με παρακολουθούσε που απομακρυνόμουνα...

Στον Ήλιο με δόντια που θα κυκλοφορήσει σε λίγο από την Εστία, η κυρία Ρούλα θα αναγνωρίσει κάτι από το κοίνό μας παρελθόν και μάλλον θα χαρεί ακόμα περισσότερο...

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2010

Το φλουρί της πίτας

Εκεί που πήγα ποιπόν, σ' ένα μικρό χωριουδάκι με λιγότερους από δέκα μόνιμους κατοίκους, έτυχε να κόβει την πίτα του ο Σύλλογος των απανταχού χωριανών και παρεβρέθηκα κι εγώ στην εκδήλωση. Καμιά πενηνταριά άνθρωποι μαζευτήκανε μέσα στην αίθουσα του παλιού σχολείου που τώρα παίζει το ρόλο της αίθουσας τελετών της εκκλησίας και κάθησαν όλοι αράδα στα μεγάλα τραπέζια για να πιούνε καφέ με βουτήματα και ξηροκάρπια. Ο Θανάσης, πρόεδρος του συλλόγου, σταυροκόπησε την πίτα και αφού έκοψε κάνα δυο κομμάτια, έτσι για το καλό, την έβαλε στην μπάντα και έδωσε το σήμα για να αρχίσουν οι δυο κοπέλες βοηθοί του να μοιράζουν τα ατομικά στρογγυλά πιτάκια, ένα εκ των οποίων είχε μέσα το φλουρί.
Πριν μαζευτεί ο κόσμος όμως, η φουρνάρισσα που είχε φέρει τα πιτάκια, επισήμανε στον Θανάση το τυχερό πιτάκι κι εκείνος το κράτησε κάπως ξέχωρα διότι δεν ήτανε βέβαιος για το πλήθος των ανθρώπων που θα μαζευόντουσαν και δεν ήθελε το φλουρί να ξεμείνει τελικά σε κάποιο πιτάκι από τα περισσευάμενα. Με λίγα λόγια ήθελε ο άνθρωπος να μοιραστεί οπωσδήποτε το πιτάκι με το φλουρί και δεν είχε άδικο.
Έλα όμως που ξεχάστηκε!
Σαν άρχισε λοιπόν η διανομή και καθώς είχαν μοιραστεί οι δυο πρώτοι δίσκοι με τα πιτάκια, θυμήθηκε ξαφνικά ο Θανάσης το φλουρί και καθώς έφευγε ο τελευταίος πια δίσκος για να κεραστούν όσοι είχανε πλέον απομείνει, φώναξε την κοπέλα κοντά του, έβγαλε ένα πιτάκι από το δίσκο και έβαλε στη θέση του το τυχερό. Τα ψιλοανακάτεψε κιόλας να μην είναι πάνω πάνω και της έδωσε την άδεια να φύγει, ενώ αυτός την παρακολουθούσε με το μάτι για να δει σε ποιον θα λάχει. Όταν περισσέψανε τρία πιτάκια στον δίσκο, ο Θανάσης ήξερε ότι ένα από αυτά είναι το τυχερό αλλά είχε χάσει το ακριβές στίγμα του με τόσα χέρια που είχανε πέσει απάνω. Από τα τρία τελευταία λοιπόν, πήρε δύο ένας κύριος για να δώσει και στην κυρία του, πήρε και ο κυρ Μαρκέλλος το τελευταίο και το 'χωσε αμέσως στην τσέπη για να το βουτήξει στο γάλα του αύριο!
Όλοι ψάχνανε το φλουρί μα κανείς δεν το 'βρισκε!
Αφού στο τέλος υπέθεσαν πως είχε ξεχάσει η φουρνάρισσα να βάλει φλουρί στα πιτάκια. Ο Θανάσης όμως φώναξε με τρόπο την κόρη του κυρ Μάρκελλου και την ενημέρωσε πως ο πατέρας της έχει ένα πιτάκι στην τσέπη του και πρέπει να το ψάξουνε!
Έτσι βρέθηκε το φλουρί φέτος στο χωριό!
Του χρόνου, συμβουλέψαμε τον Πρόεδρο, να τυλίξει το τυχερό πιτάκι με κόκκινη κορδέλα ή να του βάλει λαμπάκια κόκκινα να αναβοσβήνουνε για να μην παραπέσει πάλι σε καμιά τσέπη!

χαθήκαμε αλλά πάλι εδώ είμαστε

Πήγα δυο μέρες σ' ένα χωριό κι έκανα αποτοξίνωση από όλα, μαζί κι από το μπλογκ και χαθήκαμε. Αν το καλοσκεφτώ βέβαια, τοξίνωση έκανα αφού ενέδωσα δίχως να δυσκολευτώ καθόλου στα τόσα κατσικάκια κοκκινιστά και ψητά που παρέλασαν από μπροστά μου. Τέλος πάντων, με ή χωρίς τοξίνες, το ζήτημα είναι ότι χαθήκαμε και γυρίζοντας βρήκα διάφορα μέηλ αναζήτησης. Ευχαριστώ ρε παιδιά! Κι εγώ νόμιζα τόσον καιρό ότι μιλάω στον τοίχο!
Το πιο καλό μέηλ το έστειλε όμως η ΥΔΡΟΧΟΟΣ και του αξίζει η δημοσίευση:
ΑΚΟΥ ΜΙΑ ΠΕΡΙΕΡΓΗ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΕΦΤΕΔΕΣ ΠΟΥ ΑΝΕΒΑΣΕΣ ΣΤΟ ΜΠΛΟΓΚ ΣΟΥ, ΤΗΝ ΔΙΑΒΑΣΕ ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΤΡΕΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΖΕΙ ΣΤΗΝ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. ΑΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΓΡΑΦΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ, ΑΥΤΟΣ ΚΑΤΑΛΑΒΕ ΠΟΙΑ ΕΓΡΑΨΕ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΕΨΑΞΕ ΝΑ ΜΕ ΒΡΕΙ ΣΤΟ FACEBOOK ΑΠ' ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΜΕ ΕΝΤΟΠΙΣΕ ΚΑΙ ΜΟΥ ΕΣΤΕΙΛΕ ΜΗΝΥΜΑ.ΤΙ ΝΑ ΠΡΩΤΟΘΑΥΜΑΣΩ.. ΤΟ ΟΤΙ ΣΕ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ; ΤΟ ΟΤΙ ΜΕ ΒΡΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥ ΔΙΑΟΛΟΥ ΤΗ ΜΑΝΑ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ 30 ΧΡΟΝΙΑ Ή ΟΤΙ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΚΡΕΜΜΥΔΙΛΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΕΦΤΕΔΕΣ ΤΟΥ ΕΚΑΝΑ ΤΕΤΟΙΑ ΕΝΤΥΠΩΣΗ ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΔΕΝ ΞΕΧΑΣΕ ΠΟΤΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ΜΟΥ;

Αφήγηση μπάρμπα Στέλιου (μέρος 4ο)

Ο Άη Στράτης πώς να μου φανεί; Ξερονήσι είναι. Είναι ένα νησί με έδαφος ηφαιστιογενή, ένας βράχος ολόκληρος είναι από ύλη ηφαιστείου, εκατομμύρια χρόνια πριν, και έχει σχηματιστεί με τον αέρα και με τον ήλιο ένα κάλυμμα γης απάνω πάνω και πού και πού εκεί μες στο λόγγο κοντά στο χωριό μαζέυανε τα χώματα και κάμνανε σκαλάκια και τα 'χανε κήπους. Είναι ξερό ηφαιστιογενή νησί, ένα χωριό υπάρχει μόνο απάνω, τίποτι άλλο.Κι αυτοί ζούνε ναυτικοί, δε ζούνε από καλλιέργεια γης. Για να σου πω να καταλάβεις πόσο άγονο είναι. Εδώ το χορτάρι, ο αγέλωπας γίνεται δύο μέτρα. Εκεί το πιο μεγάλο ήταν τόσονας, τριάντα πόντοι. Βλέπεις; Δεν είχε ύλη η γη, από κάτω ήτανε βράχος.
Λοιπόν, θα σου πω τώρα ένα περιστατικό που έγινε στον Άη Στράτη. Ένας Έλληνας κάτοικος Αμερικής ήρθε στην Ελλάδα για ατομικές δουλειές και επειδή εμίλησε φανερά υπέρ του ΕΑΜ τον πιάσαν και τονε φέρανε εκεί εξορία. Στον Άη Στράτη. Πέρασε ένας μήνας, περάσαν δυο μήνες, πέντε μήνες δέκα μήνες μα η προθεσμία που είχε άδεια έληγε και τι να κάνει; Διοικητής του στρατοπέδου ήτανε ο Σηφάκης που στα γεγονότα, στο αντάρτικο, ήτανε διοικητής χωροφυλακής Χίου. Λοιπόν λέει ο άνθρωπος ας πάω να βρω το Διοικητή να του μιλήσω να δω τι θα γίνει γιατί πλησιάζει οκαιρός που λήγει η άδεια και πρέπει να πάω πίσω στην Αμερική. Πάει λοιπόν και τον βρίσκει και του λέει, εντάξει, λέει, να σ' αφήσω να φύγεις αλλά δίχως δήλωση δεν φεύγει από δω κανείς. Θα κάνεις δήλωση και θα σ' αφήσω να φύγεις. Κάνει ο άνθρωπος τη δήλωση και περίμενε να του δώσουνε εξιτήριο, τίποτα, επερίμενε, επερίμενε, επερίμενε, πήγαινε, ξαναπήγαινε, δεν ήρθε ακόμα, δεν ήρθε ακόμα, την παραμονή που έληγε η άδειά του, η προθεσμία, αύριο ας πούμε, σαν σήμερα επήγε και ήβρε τον Σηφάκη και του λέει τι θα γίνει; Λέει ο χωροφύλακας δεν ήρθε η έγκριση για να φύγεις, τι να σου κάμω; Και πάει λοιπόν και πέφτει από τον Μπούμπουνα και σκοτώνεται. Ο Μπούμπουνας είναι τοποθεσία κοντά στη θάλασσα, βράχος. Πρόσεξε: Εδώ είναι ένας βράχος πανύψηλος, γρανίτης. Κι εδώ κάνει τραπέζι. Κι ως εδώ έρκεται η θάλασσα. Εδώ είναι τραπέζι. Κι αυτός έπεσε απ’ το βράχο, έτσι, πάνω στο τραπέζι και σκοτώθηκε. Εγώ είδα τα μυαλά του και τα μαλλιά της κεφαλής του εκεί που εχτύπησε το κεφάλι του γιατί επήε με το κεφάλι κάτω φαίνεται. Το όνομα του δεν το θυμάμαι. Αν εσκεπτόμουνα τότε να ρωτήσω θα θυμόμουνα αλλά δεν ερώτησα πώς λέγεται. Τον εθάψανε εκεί, εκεί απέναντι είχε νεκροταφείο. Αυτά ήτανε και δεν πρέπει ποτέ πια να ξαναγίνει εμφύλιος πόλεμος στην πατρίδα μας, ποτέ.
Άμα πας, να πα να δεις τον Μπούμπουνα, στην άκρη του χωριού είναι, στα τελευταία σπίτια, να πα να δεις το βράχο και να με θυμηθείς το περιστατικό που σου είπα