Περπατούσα στο δρόμο και είχα και τα μαλλιά χύμα, ήμουνα κάπως αγριεμένος όταν είδα μια κοντούλα ασπρομάλλα κυρία να έχει σταματήσει τρία τέσσερα μέτρα πιο μπροστά και με το κορμί της στραμμένο ολόκληρο να με κοιτάζει κατάματα. Διασταυρωθήκανε τα βλέμματά μας, στιγμιαία όμως διότι έσπευσα να κοιτάξω αλλού θεωρώντας πως είναι ακόμη μία ηλικιωμένη που, δικαίως, τρόμαξε από το παρουσιαστικό ενός φουριόζου μαλλιά ο οποίος ομολογουμένως δεν έχει και τη γλυκύτερη όψη όταν κυκλοφορεί μες στην πόλη.
Έτσι επιχείρησα να την προσπεράσω με βήμα γοργό και κοιτώντας από την άλλη μπάντα μα σαν έφτασα ακριβώς πλάι της άκουσα το όνομά μου και μάλιστα με τρυφερότητα και στο υποκοριστικό του:
Γιαννάκη δεν με γνώρισες;
Αιφνιδιάστηκα και την ξανακοίταξα. Η ματιά μου καρφώθηκε ίσια μες στο βλέμμα της που περίμενε χαμογελώντας καρτερικά.
Τότε, μες στο μυαλό μου γυρίσανε αστραπιαία χιλιάδες ρολόγια πίσω, τρελαθήκανε οι λεπτοδείχτες, σε λίγα δευτερόλεπτα μεταφέρθηκα στα τρία τελευταία χρόνια της δεκαετίας του εβδομήντα. Πράγματι, ήταν η κυρία Ρούλα. Η δασκάλα μου στις τρεις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Ο άνθρωπος που με έμαθε να συλλαβίζω και να γράφω τις πρώτες μου λέξεις. Κι έστεκε εκεί μπροστά μου, ασπρισμένη και αδύνατη -μια σταλιά μου φάνηκε- κι είχε στα μάτια της αγάπη, θαυμασμό και κάτι σαν υπερηφάνεια.
Την άγγιξα στον ώμο και δε μπορούσα να αρθρώσω λέξη πέρα από τα τυπικά. Ούτε άκουγα τι μου έλεγε. Απλά σκεφτόμουνα. Ο νους μου ταξίδευε σ' ένα από εκείνα τα πολλά μεσημέρια. Σχολούσαμε κι έφευγε η κυρία Ρούλα για το σπίτι της. Περνώντας μπροστά από το δικό μας, όποτε έβλεπε τη μάνα μου στη βεράντα, σταματούσε από κάτω κι έβαζε τα κλάματα. Κλάματα γοερά. Τι παιδί ειν' αυτό κυρία Μαρία μου, τι διάβολος, μόνο του τον έχω βάλει, στο τελευταίο θρανίο, όλοι όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια, έλεγε και δώστου να σκουπίζει τα μάτια της που τρέχανε μαύρο δάκρυ.
Πράγματι, τρία χρόνια με την κυρία Ρούλα δασκάλα, στο τελευταίο θρανίο και μόνος μου τις έβγαλα τις τάξεις. Τι της έκανα τότε, αδύνατον να θυμηθώ. Τη θυμάμαι πάντως να κλαίει κάτω από το μπαλκόνι μας. Μου το διηγείται τακτικά και η μάνα μου για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο που δε νομίζω ότι μπορεί να αποδωθεί σε νοσταλγία.
Σαν συνήλθα απ' όλα αυτά και ξεθολώσανε τα μάτια μου, μ' έπιασε μια αμηχανία. Την αποχαιρέτισα στα γρήγορα, της ευχήθηκα υγεία και συνέχισα το δρόμο μου με μια ακαθόριστη γλύκα να μου συνοδεύει τη μέρα. Ήτανε το βλέμμα της που είχε απομείνει καρφωμένο και με παρακολουθούσε που απομακρυνόμουνα...
Στον Ήλιο με δόντια που θα κυκλοφορήσει σε λίγο από την Εστία, η κυρία Ρούλα θα αναγνωρίσει κάτι από το κοίνό μας παρελθόν και μάλλον θα χαρεί ακόμα περισσότερο...
Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
:-))) Τί ωραίαι ιστορία! Και πόσο τρομακτικό το παρελθόν μας που ξεχάσαμε... ο Κρόνος που τρώει τρώει καταβροχθίζει τα παιδιά του
ΑπάντησηΔιαγραφήνομιζω χαιρεται ηδη με την πορεία που εχεις ακολουθησει και δεν αναφερομαι μονο στα βιβλια σου στην Εστία... με τον κωνντη θα συγκινηθει ακομη περισσοτερο, το μονο σιγουρο..
ΑπάντησηΔιαγραφήμα πώς σε αναγνώρισε;
ΑπάντησηΔιαγραφή