Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

Το σαμάρι σου ξάδερφε αργεί!

Ανέβηκα λοιπόν χτες απόγευμα στη Βολισσό να βρω τον Θωμά, να δω πού βαστάει η εργασία για το σαμάρι που παράγγειλε ο αγαπημένος ξάδερφος ο Δημήτρης, να το πάρει σπίτι του στην Αμερική για να θυμάται το χωριό, κι ο σαμαράς είχε κέφια.
Βρε καλώς το Γιαννάκη, ίντα κάμνεις; Καλή χρονιά κιόλας. Διαβάζω τα κατορθώματά σου στις εφημερίδες! Μεταφράσεις στα τούρκικα, τιμές και δόξες, πρόσεχε όμως τους Τούρκους και είναι διπλομούρηδες! Άσε που όλο με αυτά ασχολείσαι πια και τα άλλα που σου δειξα εκείνη τη μέρα δεν τα δημοσίεψες ακόμα.
Τα άκουσα με το καλησπέρα δηλαδή! Πράγματι, έχω αδημοσίευτο ένα καταπληκτικό οδοιπορικό μαζί του και πρέπει να το φτιάξω. Γύρισα την κουβέντα στο σαμάρι για να γλιτώσω και για να του δείξω πως κι εκείνος δεν έχει κάνει καμιά πρόοδο εργασιών επί του ζητήματος από το καλοκαίρι κι εδώ!
Έχω τα ξύλα έτοιμα, να τα σκαρώσω, να τα ξεγυρίσω, είπε αλλά αυτά μου τα είχε πει και την προηγούμενη φορά! Με είδε πως τον κοιτάζω με πονηρό χαμόγελο και κατάλαβε. Δεν έχω μόνο εκείνο, δικαιολογήθηκε, άλλα τέσσερα έχω παραγγελία, για σαλόνια, στην Κέρκυρα, στην Αθήνα… Μου ’δειξε κάτι σκόρπια ξύλα, τούτο είναι το δικό σου, μου είπε με περηφάνια! Να, εδώ έχω σημαδεμένες τις παΐδες, τούτα τα ξύλα είναι καρυδιές και πλατάνια, να βλέπεις; Τις έχω σημαδεμένες, να τις κόψω.
Κι ύστερα έπιασε να μου αναλύει τη δουλειά διότι ξέρει πως αυτό είναι που με ενδιαφέρει κι έτσι η κουβέντα θα στρέψει, από την αργοπορία στη λαογραφία!
Τρία μέρη έχει το σαμάρι, έπιασε να λέει. Το πισάδι, ο νώμος και οι παΐδες. Το τέταρτο μέρος είναι το ντύσιμο. Όπως είναι αυτά τα σαμάρια απέναντι, μου έδειξε κάποια σχεδόν έτοιμα στην άλλη μεριά του εργαστηρίου. Τα ’χω φτιαγμένα, έτοιμα να τα ντύσω. Με κετσέ, με πανί, με πετσί. Τούτο είναι καινούριο, έπιασε ένα. Θα ’τοιμαστεί να πάει στην Κέρκυρα αυτό.
Τον ρώτησα για τις παΐδες. Οι παΐδες λέγονται απανινές, μεσιανές και κατινές, τις ονομάτιζε και τις χάιδευε μια μια με το δάχτυλο. Και τούτα είναι τα σκαρβέλια, απάνω στο πισάδι. Εκεί απάνω δένεις τα σκοινιά άμα φορτώνεις. Τον ρώτησα πώς έκανε τη δουλειά παλιότερα, αν έπαιρνε μέτρα στα γαϊδούρια, στα μουλάρια.
Απλά έβλεπα το ζο και το κανόνιζα, αποκρίθηκε. Πρέπει να ξέρεις, να κόβει το μάτι σου και να πιάνουνε τα χέρια σου. Τώρα όμως εμεγάλωσα, η ηλικία μου δεν είναι πια για να δουλεύω γρήγορα, έχω και τόσες άλλες δουλειές, έχω και μελίσσια και τα ’τοιμάζω τώρα που είναι ο καιρός λίγος, τα καθαρίζω, τα καίω, να φύει μικρόβιο και περνάω την κερήθρα με ένα εργαλείο που κολλάει τα σύρματα κι είναι έτοιμο ύστερα να τοποθετήσομε το μελίσσι μέσα, δικαιολογήθηκε ξανά.
Τον κατανόησα, πολλές δουλειές έχεις ανοιγμένες, του είπα. Πολλές δουλειές αλλά τι να κάμομε; Το θέμα με τη δουλειά είναι πως ό,τι και να κάμεις, ό,τι και να ’χεις έτοιμο, ποτές δε θα ’ρτει κανένας να σου πει γιατί το ’τοίμασες. Αντιθέτως, όλο και κάποιος θα περάσει καμιά φορά και θα το χρειάζεται. Ήξερα εγώ πως θα βρεθεί ο άλλος από την Κέρκυρα να ρτει εδώ να θέλει σαμάρι;
Είπε τη φιλοσοφία του και μ’ αποζημίωσε ο Θωμάς!

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

Ο Φάρος άναψε!

Σήμερα είχα μια καταπληκτική συζήτηση με τον Καπετάνιο στο μόλο, μπροστά στο Κατινάκι.
Είπαμε περί Κράτους, περί Νόμων, περί προβλημάτων του επαγγέλματος του ψαρά και άλλα πολλά.
Συμπεράσματα:
1. Τώρα είναι αργά πια για να αλλάξω επάγγελμα. Τώρα πρέπει να πηγαίνω πού και που να βγάζω καμιά πέτρα από το λάκκο.
2. Δεν το δίνω για κόψιμο το καΐκι. Γιατί να το δώκω; Για να πάρω τριάντα χιλιάρικα και μετά να κάθομαι να κοιτάζω το γυαλό από μακριά; Σε δυο μήνες θα πεθάνω άμα το κάμω αυτό.
3. Αυτή είναι η τελευταία μου επιθυμία. Άμα τελειώσω την αποστολή μου, να το βγάλω όξω εδώ στο μόλο και να του βάλω φωτιά να το κάψω. Και οι άδειες μέσα και όλα. Να το δω να καίεται και να πεθάνω.
Ακούς αφεντικό;
Σας φιλώ
Τα λέμε αύριο πιο αναλυτικά
Απόψε λέω να χαζέψω τον πράσινο φάρο...

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

Διαγωνισμός

Πάρτε μέρος στον διαγωνισμό μας και κερδίστε πλούσια δώρα!

Άλλη μια νύχτα μισοσκότεινο το λιμάνι της Χίου.
Ερώτηση 1: Πόσες νύχτες θα περάσουν συνολικά μέχρι να αποκατασταθεί και να ξανανάψει ο πράσινος φάρος; (ορίζουμε ως 1η νύχτα τη Δευτέρα 25-1-10)

Απόψε δεν πήγε ούτε το περιπολικό του λιμεναρχείου για να φέξει στο βαπόρι που έβγαινε
Ερώτηση 2: Θα γίνει ή θα αποφευχθεί κάποια πρόσκρουση πλοίου ως τότε;

Και κάποιες ερωτήσεις εκτός διαγωνισμού. Απλά για να ακονίσουμε τα μυαλά μας!
Ερώτηση 3: Πόσοι λιμενικοί χρειάζονται για να αλλάξουν μια λάμπα; (δικαιολογήστε την απάντησή σας)

Ερώτηση 4: Πόσο τοις εκατό πιθανότητα δίνετε στο να παραμείνει για πάντα δίχως πράσινο φάρο το λιμάνι;

Ερώτηση 5: Τι νομίζετε ότι δεν έχει ένα κεντρικό λιμεναρχείο
α) ηλεκτρολόγο
β) μια λάμπα καβάντζα
γ) λεφτά
δ) άλλο (αναπτύξτε την άποψή σας)

Ερώτηση 6: Αν είστε με τη βάρκα σας για βόλτα ή για ψάρεμα και σας προσεγγίσει η Καταδίωξη επειδή σας έχει καεί το περίβλεπτο ή το πράσινο λαμπάκι τι νομίζετε ότι θα σας πούν;
α) Αύριο να το φτιάξεις σε παρακαλώ
β) Για μια φορά στη χαρίζω αλλά μην ξαναβγεις έξω σκοτεινός, δεν καταλαβαίνεις ότι κινδυνεύεις;
δ) Δε θα σου πουν τίποτα απλά θα σου κόψουν ένα ωραίο κουστούμι
ε) άλλο (αναπτύξτε την άποψή σας)

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

Μου λείπεις

Λυσσομανάει ο βοριάς απ' έξω, βράζει το λιμάνι. Ο κόκκινος φάρος του, ο νοτινός, στέκει εκεί αγέρωχος, ανάβει σβήνει στα καθορισμένα του δευτερόλεπτα όπως κάθε νύχτα, μια κόκκινη τελεία μέσα στη μαυρίλα της θάλασσας. Πλάι του η μπούκα θεοσκότεινη σαν μήτρα κι απέναντί του ο αδελφός του που παραδόσθηκε στη μανία της κακοκαιρίας, λιγοψύχισε και δεν ανάβει πια το πράσινό του φέγγος.
Έσβησε ο πράσινος φάρος απόψε, παράδωσε το πνεύμα κι έμεινε το λιμάνι να στέκει εδώ μπροστά μου σαν κουτσό, σαν να 'χει χάσει την ισορροπία του και γέρνει.
Για να βγει το βαπόρι ασφαλώς, πήγε δίπλα στο φάρο το περιπολικό του λιμεναρχείου κι άναψε το δικό του, εκείνον που 'χει κατάκορφα, τον μπλε στριφογυριστό της καταδίωξης, για να τον βλέπει ο καπετάνιος και να κάνει κουμάντο. Μα σαν το βαπόρι έφυγε, φύγανε και οι λιμενικοί από την άκρη του μόλου κι έμεινε πάλι κουτσό το λιμάνι.
Ελπίζω αύριο να αντικαταστήσουνε την κουρασμένη λάμπα του πράσινου φάρου, τον έχω για παρέα τις νύχτες κι απόψε μου λείπει

Ο καιρός βρωμεί τυριές

Τέτοιος βρομόκαιρος ήτανε εκείνη τη νύχτα που σηκώθηκε από τον ύπνο αξημέρωτα, τυλιγμένος μέσα σην κάπα του ο τσοπάνης, πήγε στο παραθύρι να θωρήσει αν χιόνισε για να δει τι θα κάμει με τα ζωντανά του τα νεογέννητα.
Μα αντί ν' ανοίξει το παράθυρο, μες στην τύφλα του ύπνου άνοιξε το φανάρι που βάζαν τα τυριά, κι αφού αφουγκράστηκε τη νύχτα αποφάνθηκε προς την τσοπάνισα που τον αρώτησε με αγωνία ποια είναι του καριού τα μούτρα:
Ο καιρός βρωμεί τυριές!
Έτσι είπε και κούνησε την κεφαλή του προβληματισμένος.
Από τότε μάς έμεινε κι εμάς και το λέμε κάθε που πέφτει χιόνι στη γειτονιά μας.

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Εξόριστος στον Άη Στράτη (Αφήγηση μέρος 3ο)

Στον Άη Στράτη υπήρχε φόβος γάγγραινας από τις πληγές που είχαμε στα χέρια, και ένας καλός φίλος αγωνιστής, ο Αιγινίτης από τη Χίο, επήε κι ήβρε έναν καλό γιατρό που είχε εξόριστο απ' τη Θεσσαλονίκη, του είπε το περιστατικό και ήρθε εκεί ο γιατρός μάς εκαθάρισε τις πληγές και έβαλε απάνω πενικιλίνη και κάθε μέρα πενικιλίνη, κάθε μέρα σκόνη και σιγά σιγά εστύψανε οι πληγές. Και τώρα δεν έχω καμία ενόχληση, ποτέ, ποτέ δε με ενοχλήσανε.
Στον Άη Στράτη κάτσαμε ένα χρόνο και ένα στη Μακρόνησο. Στον Άη Στράτη καθόμαστε στις σκηνές και μελετούσαμε, πηγαίναμε για ξύλα για το μαγειρείο, επηγαίναμε και ξεφορτώναμε το καΐκι για τα αλεύρια που ερχότανε και για τα τρόφιμά μας, κάναμε μπάνιο στη θάλασσα και περνούσε η ώρα. Εκεί έφαγα το πολύ ξύλο. Στη σκηνή που έμενα ο σκηνάρχης ήτανε ένας Πόντιος, ένας καλός άνθρωπος και μου λέει "Λεωνή εγώ θα φύγω και να μπεις σκηνάρχης εσύ". Μπήκα λοιπόν. Και μου λέει, "το μόνο πράμα που λέγω είναι να προσέχεις τον Μιχαλάκογλου γιατί είναι χαφιές της Αστυνομίας, της Ασφάλειας". Τι να τον προσέχω, αφού ήτανε χαφιές; Και δεν ξέρω πώς, εγώ έπεσα... -όπως είναι η σκηνή και πέφτεις εδώ, πίσω απ’ το κεφάλι σου ο χώρος σού ανήκει, κι εγώ που είμαι εδώ, πίσω απ’ το κεφάλι μου ο χώρος μού ανήκει. Λοιπόν αυτός εκοιμόντανε εδώ κι ήρτα κι εγώ και κοιμόμουνα εδώ, δίπλα του δηλαδή, δίπλα στο χαφιέ, και ο χαφιές είχε το δικό του χώρο πιασμένο, έπιασε και το δικό μου και του λέω, "τα πράματά σου τα 'βαλες και στο δικό μου χώρο, εγώ πού θα βάλω τα δικά μου;" Και από εκεί δόθηκε η αφορμή και μαλώσαμε. Και έστειλε έναν από τας Σέρρας που λεγότανε Παπαπέτρου και ειδοποίησε την Ασφάλεια κι ήρτανε δυο της Ασφάλειας και μας πήρανε απάνω εμένα, το Γιώργη τον Σκαφίδα και τον Κοντογιάννη το Θοδωρή, Χιώτες αυτοί οι δυο, οι καλύτεροι κολυμβητές, αυτοί οι δύο κι ένας Βολιώτες ανάμεσα σε πέντε χιλιάδες εξόριστους, δυο Χιώτες κι ένας Βολιώτης ήτανε οι καλύτεροι κολυμβητές. Μας πήγανε λοιπόν στην Ασφάλεια και είχανε κρατητήριο το υπόγειο του σχολείου που δεν είχε παράθυρα, ένα μπουντρούμι ήτανε. Και μας εβάλανε μες στο μπουντρούμι. Έπιασε ο καθένας μας μια γωνία. Μεσάνυχτα θα 'τανε. Κάτι είπε ο Κοντογιάννης ο Θοδωρής και αμέσως χύθηκαν δυο προβολείς μες στο μπουντρούμι και μπήκανε αυτοί μέσα.
"Ποιος μίλησε;"
Λέει ο Κοντογιάννης "εγώ", λέει, "μίλησα".
Λέει "γιατί εμίλησες, δεν το ξέρεις ότι απαγορεύεται;"
"Δεν είπα", λέει "κανένα κακό".
Και είχανε στα χέρια τους καντρόνια και οι δυο. Και μας αρχίσανε με τα καντρόνια. Εγώ έβαλα έτσι τις χούφτες μου εδώ για να προφυλάξω το κεφάλι μου. Μας χτύπησαν πολύ με τα καντρόνια. Και σηκωθήκανε να φύγουνε κι ο ένας εγύρισε πίσω και λέει: "Ποιος ήτανε ρε από σας χωροφύλακας και μετά επήγε με το ΕΑΜ;"¨
Και λέει ο Σκαφίδας "εγώ".
Και ξετυλίγει ένα μαστίγιο από τη μέση του και τον αρχίζει, μέχρι που τον έριξε κάτω και είδα αίμα που έτρεχε απ τα μάγουλά του. Και μετά εσηκώθη κι έφυγε. Πέντε μέρες εμείναμε μες στο μπουντρούμι και μετά μας αφήσαν και πήγαμε στις σκηνές.
Στις σκηνές επέφταμε οχτώ, δέκα, εφτά ανάλογα. Μέχρι δέκα ήτανε το μεγαλύτερο όριο...

Συνεχίζεται

!!

Στον 6ο και στην ταράτσα το 'στρωσε! Καλά που μένω στον 5ο. Ο αποπάνω έχει αποκλειστεί. Μη σας πω γι' αυτόν που μένει στο δώμα...

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010

Το χιόνι του γείτονα

Σήμερα μπήκε στο πλάνο της ζωής μας το πρώτο χιόνι για φέτος. Το είδα πρωί πρωί μόλις άνοιξα τα μάτια μου ν' ασπρίζει απέναντι την κορφή του Καράμπουρνου και συνειδητοποίησα πως κάθε πρωί άθελά μου ακολουθώ την τουρκική παροιμία που λέει πως πρώτα βλέπεις το γείτονα και μετά τον ήλιο. Καμιά φορά δε βλέπεις καθόλου τον ήλιο βέβαια, όπως σήμερα που είναι χωμένος βαθιά πίσω από τα γκριζόλευκα σύννεφα.
Κατόπιν βγήκα στη σαββατιάτικη αγορά κι άκουγα από γύρω γύρω να έρχεται στ' αυτιά μου η ίδια πληροφορία. Πως το Καράμπουρνο έχει χιόνια. Τότε κατάλαβα πως όλοι οι κάτοικοι αυτού του νησιού κάθε πρωί που ανοίγουνε τα μάτια τους έχουνε το νου τους απέναντι μα το νιώθουνε μονάχα σε ειδικές περιπτώσεις σαν σήμερα.
Το δικό μας βουνό, βλέπετε, το Πελινναίο με τα δικά του χιόνια είναι από την άλλη μπάντα. Δίδυμο με το Καράμπουρνο είναι κι αντικρυστό του, στη βόρεια μεριά του νησιού, δε φαίνεται από την πόλη κι έτσι χαιρόμαστε καταρχήν με τα χιονάκια των γειτόνων μιας και το βαρομετρικό χαμηλό μάς πλακώνει όλους μαζί, δεν καταλαβαίνει από σύνορα και τέτοια...

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

Όταν η ζωή κάνει τέχνη

Απομαγνητοφωνώντας την αφήγηση του μπάρμπα Στέλιου για να την ανεβάσω εδώ και να τη δημοσιεύσω στο Πελινναίο έπεσα πάνω σε ένα κομμάτι που μαρτυρά πως η ζωή κάθε μέρα κάνει τέχνη μες στους δρόμους.
Ήταν η στιγμή που, φτάνοντας πια στο τέλος της κουβέντας μας, του είπα ότι στον Άη Στράτη έχει φτιαχτεί Μουσείο Εξορίστων και τον ρώτησα αν έχει κάποιο προσωπικό αντικείμενο, γράμμα ή οτιδήποτε άλλο για να το στείλουμε εκεί, να μπει στη συλλογή του Μουσείου. Μου απάντησε ότι δεν έχει απομείνει τίποτα από τότε και με αφορμή αυτό θυμήθηκε τα παρακάτω:
Αφού έχει χαθεί μέχρι και το εξιτήριό μου από τη Μακρόνησο, είπε. Τώρα εσύ μπορείς να μου πεις, το λές ψέματα πως ήσουν στη Μακρόνησο. Πώς θα το αποδείξω εγώ; Έκανε μακρά παύση και σε λίγο μ' ένα στεναγμό και μ' ένα παιδικό παράπονο στο βλέμμα, έχασα το εξιτήριό μου, μονολόγησε. Το ξεπέρασε όμως γρήγορα κι έδωσε έμφαση στο πρακτικό του ζητήματος:
Να σου πω μια περίπτωση που μου 'τυχε, γεγονός πράμα δηλαδή. Ήμουνα στη Χίο, κοντά στο Ομήρειο, και καθόντανε ένα ζευγάρι εκεί, γεια σας τους λέω, "γεια χαρά" μου λένε. Από πού είστε; "Είμαστε από το Θολοποτάμι". Αααα, στο Θολοποτάμι έχω ένα φίλο. "Ποιος είναι;" Ο Νικολής ο Τάδε. Λέει, "ναι τον ξέρομε, στο χωριό είναι". Και έρχεται λοιπόν εκείνη την ώρα ένας εκεί και του λένε, "ο άνθρωπος τούτος γνωρίζει το συμπέθερό σου".
"Πού είστε", μου λέει, "μαζί;"
Λέγω στην Αλβανία.
Λέει "σε ποιο όπλο υπηρετούσες;"
Λέγω στο Ιππικό.
"Λές ψέματα! Δεν ήσουνα στην Αλβανία, το Ιππικό δεν πήγε στην Αλβανία, την Κορυτσά την ελευθέρωσε το δικό μου Σύνταγμα, το 3ο Σερρών".
Εγώ κόντεψα να σκοτωθώ στο Πόγραδετς, δίπλα στη λίμνη που είμαστε στρατοπεδευμένοι κι αυτός μου 'λεγε πως δεν πήγα στην Αλβανία! Εσύ ήσουνα στην Αλβανία; του λέγω.
Λέει "ήμουνα".
Πού έπεσε το αεροπλάνο το ιταλικό;
Δε μου απάντησε. Είπε ψέματα, δεν ήτανε. Το αεροπλάνο έπεσε στο Αγιαρούπ κι εγώ επήα εκεί και το 'δα που εκαίετο και βγαίναν φτσου φτσου φτσου τα βλήματα αφ’ τα μυδράλια κι ήτανε πέντε αεροπόροι Ιταλοί καμένοι όπως καίονται τα ξύλα. Κι αυτός μου 'λεγε ότι δεν επήγα στην Αλβανία! Εγώ τώρα τι να 'κανα; Να του πω έλα δω ρε, πάμε στη στρατολογία, αλλά δεν είχα καιρό, έπρεπε να φύγω για το χωριό, το λεωφορείο όπου να 'ναι θα ξεκινούσε. Βλέπεις κάτι μπελάδες που σου δίνει ένας άνθρωπος όταν είναι κακορίζικος; Να μου λέει ότι δεν ήμουνα στην Αλβανία! Ένας κερατάς, Θολοποταμούσης χα χα χα χα χα ...

Φανταστείτε τον εαυτό σας να έστεκε κάπου εκεί, να έβλεπε και να άκουγε όλη αυτή τη σκηνή! Τι τύχη...

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Κουκουλωθείτε!

Χίος, Τετάρτη 20 Γενάρη, ώρα 22.00
Μπουνάτσα κάλμα και ατμόσφαιρα ψυχρή, χειμωνιάτικη νύχτα.
Εννιά τουρκικές ανεμότρατες ανάψανε στη σειρά απόψε σαν καντηλάκια μες στη μαυρίλα του νερού. Τις αγναντεύω πίσω απ' το τζάμι και ο νους μου πάει στα ξεπαγιασμένα χέρια των ψαράδων που δουλεύουνε τα βίτζια κι ύστερα ξεψαρίζουνε κατάπρυμα.
Συναναγνώστες κουκουλωθείτε, έρχεται χιονιάς!

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

Ο ορισμός του Κομμουνιστή!

Στην εποχή μας, λέγανε ο Σωτήρης και ο Μήτσος κουβεντιάζοντας για τα παιδικά τους χρόνια στο χωριό, το μόνο πράγμα που μαθαίναμε από μικροί είναι να σεβόμαστε τον ιδρώτα του άλλου. Μπορεί να ήμασταν στο χωράφι, να πεινούσαμε και να βλέπαμε ένα σύκο λαχταριστό και ώριμο πάνω σε συκιά ξένη, μονάχοι να ήμασταν ολόγυρα, ούτε πουλί δε θα μας έβλεπε αν το κόβαμε, μα εμείς δεν τολμούσαμε, προτιμούσαμε να γυρίσουμε νηστικοί στο χωριό παρά να μας πούνε κλέφτες. Δεν υπήρχε χειρότερο από το να σε πούνε κλέφτη.
Καμιά φορά έβγαζε η θάλασσα κάτι ξύλα, θυμήθηκε ο Σωτήρης. Το κάθε τι ήτανε χρήσιμο τότε και πιο πολύ αυτά τα σανίδια και τα καδρόνια διότι τα χρησιμοποιούσανε οι άνθρωποι στα σπίτια τους, στις στέγες. Περνούσε λοιπόν ένας κι έβλεπε το ξύλο που ήτανε ξεβρασμένο στην άκρη του γυαλού αλλά λόγω που εκείνη την ώρα είχε άλλη δουλειά, πήγαινε σε κάποιο χωράφι και δε μπορούσε να το πάρει μαζί του, το άφηνε εκεί κι έβαζε απάνω του μια πέτρα. Όποιος έβλεπε ξύλο που είχε απάνω πέτρα δεν το άγγιζε. Ανήκε σε άλλον.
Αυτοί ήτανε οι κώδικες της συμπεριφοράς παλιά, τότε που οι άνθρωποι παρόλους τους καβγάδες και τις μικρότητές τους είχανε συναίσθηση του κόπου και της ανάγκης.
Αν κλέβαμε σύκο, αν κλέβαμε κάνα ξύλο και μας βλέπανε ή μας πιάνανε αλοίμονό μας, κατέληξε ο Σωτήρης και ο Μήτσος συμπλήρωσε:
Το πιο μεγάλο παράπτωμα ήτανε να χαλάσεις κάνα μπόλι. Αν είχε κάποιος μπολιασμένο κάνα δέντρο και περνούσες και το κατάστρεφες δεν σ' έσωζε ούτε ο Θεός ο ίδιος. Μια φορά έκανα μια τέτοια διαολιά κι έφαγα τόσο ξύλο από τον πάππου μου που το θυμάμαι ακόμα. Με έδερνε και μου φώναζε "κουμμουνιστής είσαι βρε, κουμμουνιστής;"
Και τότε, μετά κι από αυτή τη θύμηση του Μήτσου, κατάλαβα τι σήμαινε παλαιότερα ο όρος "κομμουνιστής".
Ακριβώς έτσι είχανε ορισμένο μέσα τους οι γέροι της εποχής όποιον διέπραττε πράξη κολάσιμη η οποία όμως δεν ήτανε ορισμένη σαφώς σε μία εκ των δέκα εντολών!
Κομμουνιστής λοιπόν, ο διαπράττων πράξεις κολασίμους μη ορισμένας σαφώς εκ της Παλαιάς Διαθήκης!

Ο μπαρμπα Στέλιος θυμάται (μέρος 2ο)

Κυκλώσανε το σπίτι οι χωροφυλάκοι και πήρανε εμένα και τον αδερφό μου. Κι άλλους μαζί, όχι αφ’ το χωριό, αφ’ το χωριό δεν πήρανε κανένανε, μόνο εμάς τους δυο.
Κατόπιν είχε όμως οπαδούς της ΕΔΑ εδώ, άκου, τώρα θα σου πω ένα περιστατικό για να το θυμάσαι. Ήταν για να γίνουνε εκλογές και ο δάσκαλος που είχαμε εδώ στο χωριό ήταν και ομαδάρχης στα ΤΕΑ και αυτός λοιπόν εκουβέντιασε τον αστυνόμο της Βολισσού και του είπε “στην Πυραμά δε θα βρεθεί ούτε ένα ψηφοδέλτιο αντεθνικόν της ΕΔΑ”. Επέρασαν οι μέρες, εγένετο ο προεκλογικός αγώνας και ήρθε στο χωριό ο γίγαντας εκπαιδευτικός ο Μιχάλης ο Παπαμαύρος, τον έχεις ακούσει, αυτός, ήρθε στο χωριό. Τον έφερε εδώ ο γαμπρός του ο Σωκράτης ο Μακαρώνης. Ξεκαβάλικε το μουλάρι, τον πλησίασα, είπαμε μερικές κουβέντες και με ρώτησε “έχομε ψηφοφόρους της ΕΔΑ στο χωριό;” Έχομε του λέω αλλά φοβούνται οι άνθρωποι. Μετά λοιπόν έφυγε και πήγε στα κάγκελα της εκκλησίας, εκεί στεκότανε ο παπά Νικόλας ο Λεωνής. Τον εχαιρέτισε, του φίλησε το χέρι -πόσο διδάχτηκα, ο καθηγητής, ο αναμορφωτής του Εθνικού συστήματος Παιδείας εφίλησε το χέρι ενός αγροίκου παπά, σχεδόν αγράμματου και μου άφησε μεγάλη εντύπωση- μετά εγύρισε κι είδε προς το καφενείο κι ήτανε καμιά δεκαπενταριά απ’ όξω από το καφενείο του Κουλάδη και τους είπε “ελάτε κοντά μη φοβάστε”. Κι αυτοί με αργά βήματα όλοι ήρθανε κοντά. Μαζί μ’ αυτούς ήρτε και η γυναίκα του μπακάλη και άκουγε κι αυτή. Και λέει λοιπόν ο Παπαμαύρος, θυμάμαι κατά λέξη τα λόγια που είπε: “Είμαι υποψήφιος Βουλευτής της ΕΔΑ. Δεν πολιτεύομαι για να πάρω μια έδρα στη Βουλή, η θέση μου είναι ανώτερη Βουλευτού, θέλω να μπω στη Βουλή για να βοηθήσω τον ελληνικό λαό που οι Έλληνες κατά 70% είναι αγράμματοι ενώ στις Σκανδιναβικές χώρες είναι μόνο 2%”. Και μετά λέει: “Εάν κερδίσει η ΕΔΑ, την άλλη μέρα όλοι οι προστάτες μας θα φύγουν αφ’ την Ελλάδα”. Και είπε μερικά ακόμα διάφορα και έβγαλε ψηφοδέλτια και χαρτιά, αφίσες που τα λένε, και τα άφησε εκεί στα κάγκελα της εκκλησίας να πάρει ο κόσμος. Έφυγε λοιπόν. Καβάλικε το μουλάρι και έφυγε. Ένας εθνικόφρονας, αγράμματος, βαθιά θρησκευόμενος επήε και πήρε τα ψηφοδέλτια και όλα τα χαρτιά και έβαλε φωτιά και τα ’καψε διότι είχανε κουμουνιστικό περιεχόμενο, γέλασε συγκαταβατικά ο μπαρμπα-Στέλιος και συνέχισε. Εκείνη λοιπόν η γυναίκα του μπακάλη είπε: “Για δε άνθρωπος που θέλει να γίνει Βουλευτής, είχε να κάτι νύχια! Να ’ναι ο Μπουρνιάς ναι, αυτός είναι για Βουλευτής”. Πράγματι, είχε μεγάλα νύχια ο καθηγητής.
Λοιπόν, επεράσανε οι μέρες, ήρθε και η Κυριακή των εκλογών. Το βράδυ που θα γινότανε η διαλογή των ψηφοδελτίων επήγε και ο δάσκαλος να βοηθήσει και σε κάθε ψηφοδέλτιο που ακούγετο της ΕΔΑ, έκαμνε “φτουουουου!” Και ακούστηκαν δώδεκα “φτου!”. Δώδεκα ψηφοδέλτια ήτανε υπέρ της ΕΔΑ! Και ο αστυνόμος, ο κυβερνήτης της Βολισσού εβαθμολόγησε στο ελάχιστο τον δάσκαλο ως μη έχοντα πολιτική ωριμότητα! Εδώ ξεκαρδίστηκε στα γέλια ο μπαρμπα Στέλιος!
Σου λέω πράγματα που είναι γινομένα και μένουνε, μένουνε, άμα δεν τα πεις χάνονται, μου είπε μετά από τα χαχανητά του και συμπλήρωσε πως αυτό το περιστατικό πρέπει να ήτανε στο ’61, τότε που γίνανε οι «αστυνομικές εκλογές».
Τον επανέφερα στα γεγονότα της εξορίας του.
Με πήγανε στη Βολισσό, θυμήθηκε και εκεί με χτύπησε πολύ ο αστυνόμος ο Ζορμπάς. Δηλαδή πώς με χτύπησε; Μ’ έπιασε ο ένας χωροφύλακας που ήτανε θητείας και ο άλλος, ο ενοματάρχης, πώς τους λένε, και με βάλανε κάτω και μου σηκώσαν τα πόδια και μου περάσανε το όπλο μέσα και το στρίψανε κι ύστερα ήρθε ο αστυνόμος. Είχε ένα ρόπαλο τόσο και μου χτύπησε τις πατούσες και πρηστήκανε οι πατούσες μου και εμελανιάσαν και δε μπορούσα να περπατήσω. Αυτός ο κερατάς ο Ζορμπάς. Μου ’λεγε να μαρτυρήσω ποιους αθρώπους εσυναντούσα στα χωριά όταν πήγαινα και στη Χίο όταν εκατέβαινα κι εγώ δεν ήθελα να μαρτυρήσω γιατί άμα πω πως ήτανε ο Γιάννης ο Μακριδάκης, θα πα να τον πιάσουνε να του πούνε έλα δω, πού ήσουνα, τι έκανες, με ποιους εσυνεργάστηκες, μπλέκεις σε μεγάλη ιστορία μετά και δεν ήθελα να μαρτυρήσω με ποιους είχα συναλλίκια, με ποιους είχα επαφές δηλαδή. Ύστερα εμείναμε μέσα στο κρατητήριο μερικές μέρες, και να σου πω και ένα άλλο πράμα που δε σου το έχω πει ποτέ –οι εφημερίδες το γράψανε, και όταν γύρευα το όνομα του σκοτωμένου τότε στον εμφύλιο, στην Παρπαριά και πήρα στοιχεία από τη βιβλιοθήκη του Κοραή, το είδα γραμμένο στην εφημερίδα κι έλεγε την αλήθεια- εγώ και ο αδερφός μου κόψαμε τα χέρια μας, τις φλέβες κόψαμε με τζάμι Γιάννη, και επλημμύρισε το δωμάτιο αίμα και ήρταμε σε μεγάλο κίνδυνο. Ήρτε ένας και μας ήβρε και έτρεξε, και φωνάξανε και ήρτε ο γιατρός και ήρταν οι αστυνομικοί και ήρταν οι στρατιωτικοί όλοι και πήγανε να μου δώσουνε εμένα βοήθεια κι εγώ τους έγνεψα στον αδερφό μου, ήταν μικρότερος εκείνος. Το ’ξερες τούτο; Α, δεν το ξερες…
Μετά εμείναμε εκεί, μας εφυλάγανε οι στρατιώτες, οι χωροφύλακες, μας έδινε ο γιατρός κάθε μέρα βιταμίνες και μετά μας επήανε εξορία. Μας επήανε στη Χίο κι αφ’ τη Χίο στη Λήμνο, στη Λήμνο εμείναμε ένα βράδυ και μετά επήγαμε στον Άη Στράτη...

Συνεχίζεται...

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010

Ο μπαρμπα Στέλιος θυμάται (μέρος 1ο)

Με το πρώτο κρύο πήρα τα βουνά. Η βόρεια Χίος είναι μαγική το χειμώνα. Γι' αυτό κατεβαίνουνε τόσο χαμηλά τα σύννεφα, για να τη νιώσουνε.
Είδα κι έπαθα να φτάσω με την ομίχλη αλλά βρήκα τον μαστρο Στέλιο ολοζώντανο, με τα χοντρά του γυαλιά όπως πάντα, να κάθεται μπροστά στο σβηστό του τζάκι και να 'χει τη σόμπα μες στα πόδια του.
Με γνώρισε αμέσως σαν μπήκα στο σπίτι και μου έκανε εντύπωση η διαύγειά του διότι είχα να τον δω κοντά ένα χρόνο κι αναρωτιόμουνα πώς θα τον βρω.
Εντάξει είμαι, μου έδωσε να καταλάβω πως τίποτα δεν έχει αλλάξει, τώρα μπήκα ενεννήντα τρίο.
Πότε; τον ρώτησα χαζά.
Τώρα, μου είπε κάνοντας μια κίνηση με το χέρι του για να δείξει κάποιον κοντινό χρόνο.
Είχες γενέθλια; Πότε γεννήθηκες; Ποια μέρα; επέμεινα στη χαζομάρα μου. Μας έχουνε σημαδέψει ανεξίτηλα τελικά οι σύγχρονες συναναστροφές μας.
Τι σημασία έχει η μέρα, μου είπε απορώντας. Τώρα, με τον καινούριο χρόνο έγινα ενενήντα τρίο, ξαναδήλωσε σχεδόν υπερήφανα την ηλικία του και συνέχισε: Μια ζαλάδα αισθάνομαι μόνο όποτε πάω να πλαγιάσω και παίρνω φάρμακο. Πιστεύω ότι το ξανάπαθα αλλά έγινα καλά.
Σταμάτησε και γύρισε κατά το μέρος μου.
Άλλες φορές έλεγα ο Γιάννης δεν εφάνηκε, αλλά σήμερα δε σε περίμενα, με τέτοιο κρύο έκαμες απόφαση και ήβγες απάνω; Δεν περίμενε απάντηση και έπιασε αμέσως το θέμα από κει που το είχαμε κόψει την προηγούμενη φορά που τον είχα επισκεφθεί, ένα χρόνο ακριβώς πριν από σήμερα!
Τελικά με την εργασία που λέγαμε δεν έκαμα ακόμα τίποτα, δεν την έδωσα στην εγγονή μου να τη δαχτυλογραφήσει, μου είπε ένοχα.
Ομολογώ ότι δεν θυμόμουνα ποια εργασία εννοούσε. Ο μπάρμπα Στέλιος είναι τρομερό αρχείο γνώσεων και η μνήμη του είναι απίστευτη. Του ζήτησα λοιπόν διευκρίνηση και έλυσε η γλώσσα του. Δε θέλει και πολύ άλλωστε όταν βλέπει πως ο συνομιλητής του ενδιαφέρεται.
Για τη γενεαλογική ιστορία των κατοίκων λέω, από 1750 μέχρι σήμερα. Μεγάλη υπόθεση. Από δω περάσανε συνταγματάρχες, δασκάλοι, επιθεωρητές, χωριανοί δηλαδή, αλλά δεν έκανε κανένας απόφαση να το μελετήσει γιατί είναι δύσκολο πράγμα. Εγώ είχα την τύχη να πέσουν στα χέρια μου δυο τετράδια χειρόγραφα του 1900 το ένα και του 1902 το άλλο. Εκεί είναι ο σκελετός της δουλειάς. Μεγάλη υπόθεση. Περάσαν από τα χέρια μου το δημοτολόγιο, όλες οι ληξιαρχικές πράξεις, το μητρώο αρρένων και κάπου 140 παλαιά έγγραφα και από κει λοιπόν άντλησα την ύλη και έγινε η δουλειά.
Ένα καμπανάκι μού χτύπησε μόλις άκουσα για παλιά χειρόγραφα, τον διέκοψα και τον ρώτησα άν αυτά υπάρχουν ακόμα.
Τα τετράδια τα έχω, μου απάντησε με φυσικότητα, μα τέτοια πράματα χάνονται; Από τον πατέρα μου τα βρήκα. Ο πατέρας μου ήτανε καλλιγράφος και αυτό μ’ έβαλε μέσα. Ας είναι καλά όμως και οι γέροι που τους εκουβέντιαζα και ήτανε πάντα πρόθυμοι να με κουβεντιάζουνε. Κι εγώ όταν εκουβεντιάζανε τους σεβόμουνα και καθόμουνα και τους άκουα, άκουα τις παλιές ιστορίες που ελέγανε και όλα αυτά δηλαδή τα συγκέντρωσα και έγινε η δουλειά. Τέσσερα χρόνια δουλειά.
Κουμουνιστές είχε το χωριό, τον ρώτησα προσπερνώντας πάλι το θέμα μας, για να τον φέρω σιγά σιγά σ' αυτά που με ενδιαφέρανε περισσότερο διότι δεν τα έγραψε ποτέ και τώρα πια δεν πρόκειται να το κάνει αφού δεν έχει τα κουράγια. Τουλάχιστον ας τα πει, σκέφτηκα.
Κουμουνιστές! γέλασε. Εμάς μας εβαφτίσανε. Δηλαδή μας πήρανε αφ’ τα χωράφια, αφήσαμε τις τσάπες κάτω, και μας πήγανε στον Άη Στράτη και στη Μακρόνησο και στο άψε σβήσε εγίναμε όλοι κουμουνιστές. Ανθρώπους πού επήραν αφ' τις μάντρες που αρμέγαν τα κατσίκια, εγίνανε κουμουνιστές. Όλοι. Και έπρεπε να γίνει αναβάπτιση και εκάμανε τα ΕΣΑΙ, Εθνικό Στρατόπεδο Αναβάπτισης Ιδιωτών, έμπνευση της Φρειδερίκης. Και εγίνανε στη Μακρόνησο αυτά τα στρατόπεδα και εκεί εγένετο η αναβάπτισις. Η αναβάπτισις ήταν ή να πεθάνεις ή να τρελαθείς ή να πεις πως απεχθάνεσαι τον κουμουνισμό. Αυτή ήτανε η κατάσταση. Εμένα με πήρανε από δω στις 10 του Μάρτη του 48...

Συνεχίζεται
όσο απομαγνητοφωνώ θα διαβάζετε!

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

Τι σε λένε;

Σήμερα, όπως τα λέγαμε με ένα φίλο, το έφερε η κουβέντα και θυμήθηκα μια σπαρταριστή ιστορία από το στρατό. Είπα να σας τη γράψω, έτσι για αλλαγή!
Είχαμε λοιπόν έναν καλότατο άνθρωπο διοικητή, συνταγματάρχη ψηλό, αδύνατο και ασπρουλιάρη και έναν τρομερά φωνακλά αλλά κατά βάθος όχι κακό υποδιοικητή, ήτανε λοχαγός στο βαθμό, χοντρός και μαύρος! Μοιάζανε οι δυο τους σαν το δίδυμο Μπόλεκ και Λόλεκ που βλέπαμε μικροί στην τηλεόραση. Εγώ ήμουνα στο 1ο γραφείο, κάτι σαν γραμματέας του διοικητή για όσους, όσες μάλλον, δεν ξέρουνε, κι έτσι, λόγω δηλαδή που με θεωρούσε ο Υπό ως προνομιούχο και ήθελε να μου τη σπάει, πολλές φορές έβρισκε αφορμές και με έτρεχε δίχως λόγο κι αιτία.
Μια μέρα λοιπόν που ο διοικητής είχε άδεια και ο Υπό είχε αναλάβει τα χρέη του, καθότανε μέσα στο γραφείο του μαζί με κάποιους φιλοξενούμενούς του στο νησί, τους οποίους είχε φέρει για να τους δείξει τη μονάδα που διοικεί και προφανώς να τους πουλήσει και μούρη! Πηγαίνοντας εγώ λοιπόν στο γραφείο του για να μου υπογράψει κάποια έγγραφα και καθώς στάθηκα έξω από την πόρτα για να σουλουπωθώ λιγάκι και να χτυπήσω, ακούω τον Υπό από μέσα να περιγράφει με τη βροντερή φωνή του στους φίλους του, το πόσο μαλάκες είναι οι Χιώτες! Μέσα σε όλα τούς έλεγε και ότι οι Χιώτες όταν θέλουνε να σε ρωτήσουνε το όνομά σου, δεν σε ρωτάνει "πώς σε λένε" αλλά "τι σε λένε" και ξεκαρδιζότανε στα γέλια μοναχός του!
Καθώς λοιπόν τα άκουγα αυτά και ετοιμαζόμουνα να χτυπήσω την πόρτα για να μπω, άκουσα από μέσα και την έκπληξη των επισκεπτών, οι οποίοι δε μπορούσαν να χωνέψουν αυτό το "τι σε λένε" και ήταν δύσπιστοι. Τούς λέει λοιπόν τότε ο Υπό: "Περιμένετε να φωνάξω έναν Χιώτη που έχω στο γραφείο, να δείτε αν σας λέω μαλακίες"!! Εξαφανίστηκα εγώ αμέσως από την πόρτα και ξαναγύρισα στη θέση μου. Πριν κάτσω στο γραφείο μου ακούω την πόρτα του Υπό να ανοίγει και τη βροντερή φωνή του να αρθρώνει το όνομά μου με έναν τρόπο σαν να είχε γίνει η συντέλεια του κόσμου κι έπρεπε να διακτινιστώ. Τρέχω λοιπόν μέσα, μπαίνω στο γραφείο του, βαράω προσοχή απέναντί του και μπροστά στους επισκέπτες του και του λέω με ύφος σοβαρό "Διατάξτε!"
Τι σε λένε ρε; μου λέει αυστηρά δίχως να χρονοτριβεί.
Ανοίγω τότε το στόμα και τα μάτια μου τέντα, παίρνω ύφος ανθρώπου που δεν καταλαβαίνει από ξένες γλώσσες και του απαντώ: "Τι να με πούνε κύριε διοικητά; Τίποτα."
Κοκκίνισε στο λεπτό. Κόντεψε να ανέβει το αίμα του στο κεφάλι και να τον πνίξει. Οι άλλοι από απέναντι τον κοιτούσανε μειδιώντας και περιμένανε.
Τι σε λένε ρε παιδί μου; ξαναρώτησε κάπως πιο άγρια, δεν το έβαλε κάτω.
Δεν σας καταλαβαίνω κύριε διοικητά, τίποτα δε με λένε, του ξαναλέω με το ίδιο γλαρωμένο ύφος.
Οι άλλοι αρχίσανε να αντιδρούν, να γελάνε και να του λένε πως τόση ώρα τους έλεγε μαλακίες για να τους κοροϊδέψει και τέτοια.
Ο Υπό εξοργίστηκε. Πετάχτηκε όρθιος, με τα χέρια πάνω στο γραφείο και όπως ήτανε κατακόκκινος και σχεδόν άφριζε με ξαναρωτάει:
Παιδί μου είσαι ή δεν είσαι Χιώτης;
Είμαι, κύριε διοικητά! του απαντώ με σθένος.
Αναθάρρησε σαν είδε ότι άλλαξε το ύφος μου και ότι επιτέλους καταλαβαίνω τι μου λέει.
Ε, τι σε λένε λοιπόν; επέμεινε για μια φορά ακόμα.
Λυπάμαι κύριε διοικητά, δεν καταλαβαίνω τι με ρωτάτε, του ξαναλέω παίρνοντας πάλι το άνάλογο ύφος και περιμένω να σηκώσει το τασάκι και να μου το φέρει στο κεφάλι. Οι φίλοι του απέναντι γελάνε, τον ειρωνεύονται και του λένε να με αφήσει να φύγω γιατί το παράκανε και παιδεύει δίχως λόγο ένα στρατιώτη!
Εξαφανίσου από τα μάτια μου! μου κάνει τότε εκείνος και σκάει στην καρέκλα του ξεφυσώντας.
Βρόντηξα εγώ την πόρτα κι έγινα καπνός, πήγα στο μέσα γραφείο να γελάσω με την ησυχία μου διότι αν με έπαιρνε χαμπάρι, την είχα στην τσέπη τη δεκάρα!
Αυτά με τους Χιώτες τους βλάκες!

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

Ο γείτονάς μου ο ξένος

Κάποτε, όχι πριν από πολλά χρόνια αλλά πρόσφατα, ζούνε ακόμα οι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς, έλεγε η μάνα Πυργούσαινα (Πυργί, χωριό της νότιας Χίου) πως παντρεύει την κόρη της και της δίνει έναν ξένο. Από που είναι ο γαμπρός, τη ρωτούσανε οι συχωριανές. Κι εκείνη απαντούσε: Απέ τους Ολύμπους (το διπλανό χωριό)
Ξένος λοιπόν ο κοντοχωριανός, «άλλος», απόμακρος, καμία σχέση με μας. Κι ας μην ξεχνάμε το "παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο". Με βάση αυτό το γνωμικό πορευτήκανε τόσοι και τόσοι έλληνες μετανάστες στην Αμερική και, ω του θαύματος, ανάμεσα στα εκατομμύρια ανθρώπων που τους περιβάλανε, αυτοί βρήκανε ταίρι με καταγωγή από το χωριό τους!
Κι ύστερα θέλουμε αυτός ο λαός να λάβει θέση προοδευτική στη δημόσια διαβούλευση για το νομοσχέδιο περί ιθαγένειας των αλλοδαπών στην Ελλάδα!

Η γενναιοδωρία της γης…

Πρωί πρωί κατέβηκα σαν κάθε μέρα στο μπαλουχανά να δω τον πλούτο της θάλασσας να πάρω κουράγιο. Στεκόμουνα λοιπόν μπροστά στα τελάρα με τους μπακαλιάρους, τους γαλέους, τις γόπες, τα καλκάνια, τις κουτσομούρες, τα σουλουβάρδια κι έφτιαχνα μες στο νου μου ψαρόσουπα σαν ήρθε και στάθηκε δίπλα μου ένας εβδομηντάρης με αετίσιο βλέμμα και χέρια δουλεμένα από τη γη, τα δάχτυλά του ήτανε χοντρά και γεμάτα σκισμές, δεν κλείνανε αεροστεγώς οι φούχτες του παρά αφήνανε ένα κενό σαν να βαστούσε μόνιμα το στελιάρι μιας τσάπας.
Παράγγειλε ένα κιλό κουτσομούρες, είκοσι ευρώ έγραφε το ταμπελάκι, και μου ’κανε εντύπωση, εγγόνια θα έχει είπα μέσα μου και θέλει να τα καλοταΐσει σήμερα μα πριν προλάβω να ολοκληρώσω τη σκέψη μου κι ακόμα πριν προλάβει ο ψαρομανάβης να γεμίσει κουτσομούρα το χωνί του, έπεσε κι η δεύτερη παραγγελιά: Βάλε κι ένα κιλό σμαρίδες για τα γατάκια.
Η γενναιοδωρία της γης…

Συνένωσις αλλοφύλων

Από το πρωί σήμερα σκεφτόμουνα τον Καλλικράτη. Όχι τον σπουδαίο αρχιτέκτονα της αρχαιότητας αλλά τον άλλον, τον σύγχρονο, εκείνον που οσονούπω θα επέμβει στη ζωή μας ως από μηχανής θεός, θα καταργήσει τις Νομαρχίες, θα ελαττώσει στο εν τρίτο τους Δήμους, θα μας ενώσει και θα μας κάνει όλους μαζί, μ’ ένα σώμα και μια ψυχή, Πολίτες ολιγάριθμων διοικητικών Περιφερειών. Δεν ξέρω γιατί ξύπνησα με τη σκέψη του. Μάλλον με επηρέασε περισσότερο απ’ ότι φαντάζομαι εκείνο το κυριακάτικο υπουργικό συμβούλιο για την αναδιάρθρωση του διοικητικού χάρτη της χώρας.
Ζω σε ένα νησάκι που αν και είναι από τα μεγαλύτερα της Ελλάδας, δεν είναι τίποτε άλλο από μια κουκίδα στον παγκόσμιο χάρτη. Κι όμως αυτό το κομματάκι γης που είναι χιλιάδες χρόνια φουνταρισμένο στο ίδιο σημείο του Αιγαίου πελάγους είχε πάνω του μέχρι πριν από μία δεκαπενταετία περί τις εξήντα (60) αυτοδιοικούμενες ανθρώπινες κοινότητες (!) και σήμερα, μετά από δύο Καποδίστριες, αποτελεί ακόμη Νομαρχία με εννιά (9) Δήμους (!).
Θυμήθηκα τους φοβερούς καβγάδες -για το πάπλωμα- σαν ήτανε να γίνει εκείνη η πρώτη συνένωση, τότε που ενεργοποιηθήκανε εν μία νυκτί τα ατίθασα τοπικιστικά ένστικτα διαφόρων χωρικών, οι οποίοι δε θέλανε με κανένα τρόπο να υπαχθεί το χωριό τους στο γειτονικό, διότι το χωριό τους ήτανε από αμνημονεύτων χρόνων το κέντρο του κόσμου και δε μπορεί να το αγνοεί αυτό η κυβέρνηση, βγήκανε στους δρόμους και φωνάζανε, σκίζανε τα εκλογικά βιβλιάρια και κάνανε αποχή, μόνο «Καποδίστρια παραιτήσου!» που δε γράψανε στους τοίχους.
Με τα πολλά, ύστερα από εκατόν εξήντα (160) και πλέον χρόνια ζωής, το ελληνικό κράτος κατάφερε τότε να συνενώσει για πρώτη φορά τις διάσπαρτες κοινότητες των κατοίκων του και να ωθήσει τους γείτονες να δουν - όσο μπορούσαν βέβαια αφού κάποτε τους φάνταζε αδιανόητο- το μέλλον τους με κοινό μάτι. Από τότε ως σήμερα, που βρίσκεται προ της θύρας μας ο Καλλικράτης με την ακόμα πιο ρεαλιστική διοικητική του πρόταση, έχει περάσει και πάλι ανεπίτρεπτα πολύς χρόνος.
Κι ενώ σκεφτόμουνα αυτά και περπατούσα αφηρημένος ακούω κάποιον να με φωνάζει μέσα από ένα καφενείο. Γυρνάω και βλέπω τον Σωτήρη τον Αυστραλό, άρτι αφιχθέντα εκ της μακρινής ηπείρου να πίνει τον καφέ του μαζί με τον Μήτσο. Ο Σωτήρης έχει καταγωγή από ένα μικρό χωριό της βόρειας Χίου που λέγεται Εγρηγόρος, το οποίο συνορεύει με τα Κουρούνια, που είναι το χωριό του Μήτσου κι αυτή η γειτονία - όπως συμβαίνει σε όλη σχεδόν την ελληνική επικράτεια- σήμαινε ανέκαθεν προβλήματα που πολλές φορές κάνανε την ατμόσφαιρα να μυρίζει μπαρούτι. Καθότανε λοιπόν οι δυο κοντοχωριανοί και πίνανε μαζί τον πρωινό καφέ τους, κάθισα κι εγώ κοντά τους. Δεν άργησε η κουβέντα να γυρίσει το χρόνο πίσω. Τις Κυριακές, έλεγε ο ένας, μετά την εκκλησιά όλη η πιτσιρικαρία του χωριού πηγαίναμε εκδρομή. Παίρναμε τα ζα και τα βγάζαμε στο βουνό, τα αφήναμε σ’ ένα χωράφι να βοσκήσουνε για να μην τρώνε την ταγή που είχαμε μαζεμένη μέσα στο κατώι, κι εμείς παίζαμε ώσπου να κουραστούμε. Μα το ίδιο κάνανε κι οι άλλοι από κει, έδειξε κατά τον Σωτήρη κι εκείνος γελούσε και κουνούσε το κεφάλι του αναπολώντας. Μόλις λοιπόν βγαίναμε απάνω στο πλάτωμα, βλέπαμε από την άλλη μπάντα τους άλλους ν’ ανεβαίνουνε. Τότε ο πρώτος που τους έβλεπε φώναζε «Γρηγοριανοί!!!», αυτομάτως αφήναμε τα καπίστρια, να φύγουνε τα ζα και πιάναμε όλοι μαζί τις πέτρες. Πώς αλλιώς βέβαια θα αντιδρούσανε τα ατίθασα αγόρια όταν ολημερίς βλέπανε και ακούγανε τους μεγάλους να βρίζονται και να σκοτώνονται μεταξύ τους; Κι εμείς μόλις τους βλέπαμε φωνάζαμε «Κουρουνιώτες!!!», συμπλήρωσε ο Σωτήρης κι αρχίζαμε το ίδιο βιολί. Ώρες βαστούσε ο πόλεμος, πώς δε σκοτώθηκε κανένας τότε, λέγανε κι οι δυο κι είχανε στα μάτια τους ένα δέος, σαν παιδιά. Ένα βράδυ, σαν τελείωσε ο πόλεμος και γύρισα στο σπίτι, θυμήθηκε ο Σωτήρης, μου ’δωσε ο πατέρας μου τα παπούτσια του που είχανε τρυπήσει, να τα πάω στον τσαγκάρη τον Ζήκο για να τα μερεμετίσει. Μα ο Ζήκος ήτανε στο διπλανό χωριό και ο μικρός ύστερα από τόσο ημερήσιο άχτι φοβότανε μες τη νύχτα να μπει σε εχθρικό έδαφος, στο χωριό των αλλοφύλων και φυλαγότανε πίσω από τα καντούνια, μετά φόβου Θεού πήγαινε τα παπούτσια στο τσαγκάρικο.
Τα παιδιά αυτά όμως, τώρα που ωριμάσανε κι έχουνε πλέον μισόν αιώνα ζωής στην πλάτη, είναι συνέταιροι σε μια πολυμετοχική οινοποιητική εταιρία, που εδώ και μερικά χρόνια ενώνει υπό το όραμά της την πλειονότητα όλων των πρώην εχθρών της περιοχής, οι οποίοι από κοινού την δημιούργησαν.
Όταν λοιπόν αφήσανε το παρελθόν κι αρχίσανε να συζητάνε τα της εταιρίας τους, σηκώθηκα και έφυγα από το καφενείο έχοντας την ελπίδα πως και η Ελλάδα όπου να ’ναι θα ωριμάσει αφού κι αυτή αναπόφευκτα μεγαλώνει μαζί τους…

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010

Οταν ο καιρός αλλάζει

Από το παράθυρο βλέπω μολυβί το θόλο. Έχει μια γλύκα όμως. Δεν είναι βαριά τα σύννεφα, ανάλφρα είναι μα πυκνά, σαν φίλτρο φυσικό του ήλιου και ρίχνουνε πάνω στην ακύμαντη θάλασσα ένα λαμπερό και ενιαίο φως, δίχως σκιές και λάμψεις. Αυτό το γαλήνιο φως που δηλώνει πάντα πως αλλάζει ο αέρας, διαρκεί για λίγη ώρα αλλά μαγεύει τα γλαροπούλια. Τα κάνει να τα χάνουνε, να κάθονται όλα μαζί μες στο λιμάνι και να πλέουνε, κάποια ανοίγουνε φτερό μα μετανιώνουνε γρήγορα και γυρνάνε ξανά στη θέση τους, δίπλα στ' άλλα.
Χτύπησε το κουδούνι και ήτανε ο ταχυδρόμος. Μου έφερε ένα cd, απρόσμενο δώρο από κάποια κυρία Μ.Μ. αναγνώστρια των βιβλίων μου. Καθώς το έβαλα να παίξει συνειδητοποίησα πως κάτι τέτοιες στιγμές η φύση παίρνει ιδέες από σπουδαίους ανθρώπους και πορεύεται πάνω σ' αυτές για να εντυπωσιάζει όλους εμάς τους αδαείς.
Αλλιώς δεν εξηγείται τ' ότι οι γλάροι έξω από το τζάμι μου χορεύουνε Tchaikovsky...

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010

Πρόσκληση Γραφής

Τα 7 Μποφόρ συλλέγουν μικρά διηγήματα με ήρωες τους παραδοσιακούς κεφτέδες και τίτλο:
"Τέτοιους κεφτέδες δεν έχω ξαναφάει"
Όλοι έχουν μια ανάμνηση από κάποια στιγμή της ζωής τους συνδεμένη με τους κεφτέδες. Οι περισσότεροι θυμούνται τη γεύση κάποιων κεφτέδων και αναπολούν, λένε ότι σαν αυτούς δεν έφαγαν πουθενά έκτοτε. Κι αυτό φυσικά διότι τους έχουν συνδέσει με τη συγκεκριμένη, όμορφη συνήθως, στιγμή της ζωής τους. Αυτή τη στιγμή ζητάμε. Με αφορμή τη γεύση λοιπόν, αναπολήστε και γράψτε τη δική σας μικρή ή μεγαλη ιστορία.
Ανεβάστε την ως σχόλιο εδώ ή αν είναι μεγαλύτερη από το επιτρεπόμενο όριο χαρακτήρων, στειλτε την στο akridaki@gmail.com

Αν δεν έχετε χρόνο ή νομίζετε ότι δεν έχετε έφεση στη συγγραφή, γράψτε μονάχα την ανάμνηση του τόπου, του χρόνου, των συνθηκών. Μας ενδιαφέρουν όλα αυτά που έκαναν τους κεφτέδες που θυμάστε, μοναδικούς!

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2010

Ο Πουνέντες έχει κέφια

Απόγεμα ήτανε κι είχε ένα όμορφο φως, παράξενα γαλήνιο. Σαν να περίμενε την καταστροφή του το νησί, κάπως έτσι έμοιαζε η ατμόσφαιρα. Κατέβηκα στη θάλασσα και είδα τον καπετάνιο να προβάλει κι αυτός στο μόλο. Έμαθα τις ώρες του πια, σκέφτηκα με ικανοποίηση. Φρεσκοξουρισμένος ήτανε, ανάβλυζε μια βαρια μυρωδιά σπίρτου κι είχανε τα μάγουλά του καμιά δεκαριά κοψιές ολόφρεσκιες.
Πού είναι τ' όπλο σου, με ρώτησε σχεδόν γελαστός σαν έφτασα κοντά του κι έδειξε κατά το βουνό. Εννοούσε την ομπρέλα μου βέβαια αφού τα μαύρα σύννεφα είχανε κατέβει χαμηλά και μύριζε μπουρίνι. Είχε κέφια ο καπετάνιος. Όχι μόνο επειδή ένιωθε την ευεξία του ξυρίσματος μα κυρίως διότι τις τελευταίες δυο μέρες ο αέρας ανέβαινε, από σορόκος γινότανε πουνέντες και βορειοδυτικός, είχε καιρό ακόμα μπροστά μέχρι να ξανανοτιαδίσει και να πρέπει να μεταδέσει εκείνος το καΐκι του απέναντι.
Καταχνιά έχει από κει ε; γύρισα και κοίταξα κατά τη μεριά που μου έδειχνε.
Είναι του μπουρινιού, του μπουρινιού ο αέρας, είπε. Πάλι πίσω θα γυρίσει όμως, στη νοτιά. Αυτό τώρα θα πάει μέχρι βορειοδυτικός, ύστερα πάλι δυτικός και μετά νοτιά. Αυτό το βιολί βαρά τώρα δυο μήνες. Αλλά άμαν κατήβει κι ο πούστης ο βοριάς δεν έχει χειρότερο, θα πιάσει το κρύο και άντε να βγεις όξω να πα κάμεις δουλειά πια. Πήρε ο βοριάς, τελείωσε.
Αυτά λέγαμε και περπατούσαμε δίπλα δίπλα στο μόλο σαν έπιασε να ρίχνει μια ήσυχη και ψιλή ψιλή βροχή σαν της καρφίτσας τον κώλο. Πιάσαμε απάγκιο σ' ένα υπόστεγο και μου 'πε για τα ψαρέματα στο πέλαγος, για καθετές με μισινέζες διακοσάρες και με σύρμα στο τελείωμα που το σπάνε μονάχα οι τούνες, μου 'πε και για τα σκυλόψαρα που τα φέρνει με ρεμούλκα πίσω στο λιμάνι. Ζωντανά είναι, κουτρουβαλάνε από πίσω αλλά τα φέρνω σιγά σιγά, από την Ικαριά απ' όξω έχω φέρει πόσες φορές, σκυλόψαρα πεντακόσα κιλά, εξακόσα. Πρέπει να το γαντζώσεις με το γάντζο, να το δέσεις, να του περάσεις ένα σκοινί μέσα από το στόμα του να το βγάλεις από το σπάραχνο, να του βάλεις άλλη θηλιά στη μέση, δυο σκοινιά, έχεις στη μούρη του το πλωριό σκοινί, έχεις και στη μέση το άλλο, δυο σκοινιά θέλει γιατί με το ένα θα σκίσει το σπάραχνο και θα φύει, κουτρουβαλά ευτό ύστερι από πίσω απ' το καΐκι κι έρκεται. Τέτοια απίστευτα μου 'λεγε για κάμποση ώρα και τον κοιτούσα με το στόμα ανοιχτό, φανταζόμουνα έναν άνθρωπο θεομόναχο μες στο πέλαγος να πολεμάει με το κήτος έχοντας για όπλα ένα γάντζο και δυο σκοινιά, είναι μια να το πιάσω με το μεγάλο γάντζο, ύστερι το δένω, μου είπε πάλι γελαστός σαν είδε την εκστασιασμένη φάτσα μου. Είπαμε, είχε κέφια ο καπετάνιος εκείνο τ' απόγεμα, τα κέφια του Πουνέντε που δεν απειλεί το καΐκι του.
Σε λιγάκι έκοψε απότομα τη διήγηση. Με βαρέθηκε και με το δίκιο του. Εδώ παλεύει με σκυλόψαρα κι εγώ τον κοιτάζω σαν χάνος. Ούτε για τη γάτα του δεν κάνω.
Έβγαλε το κεφάλι του από το υπόστεγο κι έστρεψε κατά τη δύση να δει πού βαστάνε τα νερά. Δεν έχει πολλά, διαπίστωσε, έκαμε μάτι. Γύρισα και είδα ένα κομμάτι ουρανού στο χρώμα του ηλιοβασιλέματος να φαντάζει σαν νυσταγμένο μάτι στο κέντρο της μουντάδας.
Σε λίγο ένα ολόλαμπρο ουράνιο τόξο φάνηκε ολόκληρο να στεφανώνει το λιμάνι.

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2010

Εκσυγχρονισμός στη χρονοκαθυστέρηση

Σήμερα έζησα μια συναρπαστική περιπέτεια όχι σε κανένα βουνό απάτητο ή καμιά θάλασσα απάτωτη αλλά μέσα στην πόλη της Χίου και μάλιστα τρία μόλις τετράγωνα μακριά από το σπίτι μου. Πήγα στην Τράπεζα!
Πάω λοιπόν ν' ανοίξω την πόρτα για να μπω στο υποκατάστημα και βλέπω ότι είναι αδύνατον να τα καταφέρω. Να τραβάω από δω, να σπρώχνω από κει, τίποτα. Οι απομέσα γελούσανε και όλο κάτι μου γνέφανε που δεν καταλάβαινα. Σε μια στιγμή είπα Γιάννη περίμενε να έρθει καμιά γριά για τη σύνταξη, να σου ανοίξει να μπεις μαζί της. Κι έτσι έγινε. Σε ένα λεπτό έρχεται σινάμενη κουνάμενη μια κυρία, πατάει σαν να το είχε και στο σπίτι της το κουμπάκι με το κόκκινο δαχτυλίδι, γίνεται το δαχτυλίδι πράσινο κι ανοίγει η πόρτα. Χώνομαι κι εγώ από πίσω της. Ξαφνικά βρεθήκαμε, μπρος εκείνη πίσω εγώ, μέσα σ' ένα γυάλινο προθάλαμο της Τράπεζας με την πόρτα πίσω μας να κλείνει και την πόρτα μπρος μας να μην ανοίγει αν δεν περάσουν κάποια δευτερόλεπτα ικανά για να μας βιντεοσκοπήσει η κάμερα που μας σημάδευε πάνω από τα κεφάλια μας! Πάτησε λοιπόν πάλι η κυρία το κουμπί κι αφού περιμέναμε τον προγραμματισμένο χρόνο, άνοιξε κι η άλλη πόρτα και επιτέλους μπήκαμε. Όσην ώρα όμως γινότανε αυτό, όλοι όσοι έστεκαν στην ουρά των ταμείων σκότωναν το χρόνο τους παρατηρώντας μας σαν εκθέματα μέσα στο γυάλινο βιτρινάκι κι είχανε ένα αχνό χαμόγελο στα χείλια!
Ρε τι πάθαμε με τις πόρτες ασφαλείας! Πού; Στη Χίο. Στην πόλη όπου οι μισοί πάνε στην Tράπεζα δίχως ταυτότητα λόγω του ότι είναι γνωστοί τους οι υπάλληλοι και τους δίνουν λεφτά ακόμα κι αν ξεχάσουν το βιβλιάριο! Απίστευτα πράγματα.
Να μου πεις, κι άμα σπάσει ο διάολος το ποδάρι του κι έρθει καμιά μέρα ένας ληστής τι θα γίνει;
Μα είμαστε με τα καλά μας; Τι χρειάζεται η χρονοκαθυστέρηση στην είσοδο-έξοδο της Τράπεζας αφού υπάρχει μόνιμη χρονοκαθυστέρηση στην είσοδο-έξοδο του νησιού; Γύρω γύρω θάλασσα κι οι πύλες μετρημένες. Κι όμως βάλαμε και πόρτα ασφαλείας, τρομάρα μας.
Αυτά συμβαίνουνε στη μικρή μας πόλη, την συγχρονισμένη μόνο σε χρονοκαθυστερήσεις.

Υ.Γ. (το οποίο μού μετέφεραν)
Κατά τις μέρες των εορτών μπήκε στην Τράπεζα μετά κόπων και βασάνων ένας κύριος φορτωμένος με δώρα και σακούλες. Μόλις τα κατάφερε να πατήσει εντός του καταστήματος αναφώνησε εκνευρισμένος "άμα πάρει καμιά φωτιά, να σας δω πώς θα βγείτε έξω με τις μαλακίες που κάνετε!!"
Και ο υπάλληλος από το γκισέ πειραγμένος: "Έχει και παράθυρα κύριε"

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010

Εισακουστήκαμε!


Δεν πρόλαβε να κρεμαστεί εδώ η προηγούμενη ανάρτηση όπου ζητούσαμε να μας έρθει από Τουρκία μεριά και κάνα αϊράν και νάτο κατέφθασε αμέσως στην παραλία μας. Ταξίδεψε όμως αρκετές μέρες ως φαίνεται στο πέλαγος και έφτασε ληγμένο!

Πάλι από τον Γιάννη Κωσταρή η φωτογραφία και η λεζάντα της:
"Εκτός από τις μπύρες EFES πλήθος καταναλωτικών προϊόντων έφτασαν τις προηγούμενες μέρες στις ακτές τις νοτιοανατολικής χίου από τις απέναντι ακτές. Αyran, φυσικοί χυμοί, φρέσκο γιαούρτι, νερό, αυθεντικό αιγυπτιακό ταχίνι, ακριβά αγγλικά τσιγάρα και πολλά άλλα. Επιτέλους ελεύθερη διακίνηση αγαθών! Όμως προσοχή γιατί το ayran είναι ληγμένο"

περισσότερες φωτογραφίες στο fotamag.blogspot.com
Η μετάφραση του παραπάνω κειμένου στα τουρκικα έγινε από την Sebnem Arslan:
SESİMİZİ DUYDULAR!

Türkiye'den bize bir ayran gelse bari diye sohbet konusu ettiğimiz metni henüz blog sayfasına yüklemiştik ki işte sahillerimize hemen gelmiş bile! Ancak, buraya varıncaya kadar belli ki çok uzun bir yolculuk yapmış çünkü son kullanma tarihi geçmiş!
Yine Yannis Kostaris'in notuyla geldi fotoğraf:"EFES dışında, diğer tüketim ürünleri de geçtiğimiz günlerde karşı kıyılardan Sakız Adası'nın güneydoğu sahillerini doldurdular. Ayran, doğal meyve suyu, taze yoğurt, su, hakiki Mısır tahini, pahalı İngiliz sigaraları ve daha bir çok şey! Nihayet ürünlerin piyasaya sürümü serbet bırakıldı! Ama ayrana dikkat edin çünkü son kullanma tarihi geçmiş."
Daha fazla fotoğraf için: fotomag.blogspot.com

Δημοσιεύθηκε στο Κοντέινερ της Ελευθεροτυπίας 4-1-10

Παραμονές πρωτοχρονιάς, ήμουνα στον Σπόρο, το κατάστημα «δίκαιου εμπορίου» στα Εξάρχεια και αγόραζα ημερολόγια των Ζαπατίστας, ενίσχυα δηλαδή με τον οβολό μου τους ιθαγενείς της Τσιάπας, οι οποίοι επί χρόνια καταδυναστεύονταν από τους μετοίκους που κατέκτησαν τα εδάφη τους και μια άλλη πρωτοχρονιά πριν δεκαέξι χρόνια εξεγέρθηκαν και ζουν ακόμα εξεγερμένοι, όταν χτύπησε το κινητό μου και άκουσα έναν φίλο μου δημοσιογράφο να μου προτείνει το θέμα «μετανάστες και οικονομία» για το πρώτο φύλλο της νέας χρονιάς στην εφημερίδα "Δημοκρατική" της Χίου.
Σημαδιακό, δεν μπορείτε να πείτε.
Κάποτε λοιπόν οι ιθαγενείς δεχόντουσαν τη βία τυχοδιωκτών μεταναστών – κατακτητών ή αποικιοκρατών που ψάχνανε για άλλες πατρίδες, παρθένες, για να απομυζήσουνε τους φυσικούς τους πόρους. Σήμερα, που ο πλανήτης είναι πλέον κορεσμένος και οδεύει προς την εξάντληση λόγω της υπερεκμετάλλευσης που υπέστη από όλους αυτούς τους μετανάστες – κατακτητές – αποικιοκράτες, οι πρώην φτωχοί ιθαγενείς μετατρέπονται οι ίδιοι σε μετανάστες, δίχως να έχουν όμως τη δύναμη να γίνουν και κατακτητές ή αποικιοκράτες. Έτσι, με χίλιους δυο τρόπους προσπαθούν να εισβάλουν στα μέρη των πρώην εκμεταλλευτών τους, οι οποίοι μετατρέπονται πλέον σε ιθαγενείς και νιώθουνε να απειλείται η ευζωία που με τόσους κόπους κατακτήσανε μιας και οι πρώην ιθαγενείς απαιτούν από τους νυν το μερδικό που τους ανήκει.
Δίκαια πράγματα. Γι’ αυτό και δύσκολα. Είναι το «εδώ πληρώνονται όλα» που λέει ο λαός, για να μιλήσουμε επιτέλους με όρους οικονομικούς μιας και το απαιτεί το θέμα μας.
Όταν λοιπόν το ένα τρίτο του πληθυσμού της γης ζει επί εκατοντάδες χρόνια εις βάρος των υπολοίπων, όταν αυτοί οι λίγοι ανεπτυγμένοι οδηγούν τις εξελίξεις φτιάχνοντας κοινωνίες όχι πλέον εξαρτημένες αλλά ταυτισμένες με τους οικονομικούς όρους, όταν αυτοί οι ίδιοι λιγοστοί αναπτύσσουν τεχνολογίες θαυμαστές που μπορούν να κάνουν όλη τη γη μια γειτονιά, όταν υποστηρίζουν με σθένος την παγκοσμιοποίηση, είναι τουλάχιστον υποκριτικό να ξεχνούν πως η γειτονιά εμπεριέχει και τους άλλους, που έχουνε κι αυτοί δικαίωμα στο ευ ζην.
Οι σύγχρονοι μετανάστες, «λαθρομετανάστες», πρόσφυγες είναι οι ερινύες που έρχονται να μας θυμίσουνε ότι χρωστάμε, για να μιλήσουμε και πάλι με όρους οικονομικούς μιας και το θέμα είναι τέτοιο.
Ο σύγχρονος μετανάστης είναι ο δοσάς που έρχεται και μας χτυπάει την πόρτα αγανακτισμένος όχι μόνο επειδή τον έχουμε φεσώσει προ καιρού αλλά προπάντων επειδή του τα πήραμε βίαια. Κι εμείς οι ιθαγενείς που έχουμε φάει ήδη όχι μόνο το κεφάλαιο που δανειστήκαμε αλλά και τα κέρδη από την επένδυσή του, αμπαρωνόμαστε στη θέα των δοσάδων, λέμε πως τα οικονομικά μας δεν αντέχουνε για όλους, βολεύουμε όσους μπορούμε από δαύτους για να απαλλαγούμε κι εμείς από εργασίες κοπιώδεις και αταίριαστες πλέον με το προφίλ μας, μα οι δοσάδες δε σταματάνε να ’ρχονται, τόσο πολλά είναι τα χρέη μας, όλο καινούριοι καταφτάνουνε και απαιτούνε, κι εμείς δεν ξέρουμε πια πώς να τους αποφύγουμε, ούτε να κάνουμε ό,τι έκανε ο Πρίγκιπας του Κασόλα μπορούμε, να σκηνοθετήσουμε δηλαδή το θάνατό μας μπας και φύγουνε άπρακτοι, σκεπτόμενοι ότι ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος. Έτσι, αρχίζουμε να αντιδρούμε βίαια όπως κάθε στριμωγμένος οφειλέτης, τους βρίζουμε, τους απειλούμε, πολλές φορές τους σκοτώνουμε κιόλας, συστήνουμε ομάδες συνοριοφυλάκων, διακρατικές περιπολίες Frontex και ενισχύουμε τους μηχανισμούς της φύλαξής μας μπας και τους κρατήσουμε σε απόσταση αλλά βαστιέται μακριά από το δίκιο του ο αδικημένος, δε βαστιέται. Ίσως να καθυστερεί αλλά δεν παραιτείται, έτσι κι αλλιώς έχει κηρύξει πτώχευση προ πολλού κι ό,τι οικονομήσει κέρδος είναι…

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2010

Συνέντευξη στην Κυριακάτικη Καθημερινή 3-1-10

Μας περιτριγυρίζουν άπειροι συγγραφείς
Ο Γιάννης Μακριδάκης από την ακριτική Χίο, με τα δύο βιβλία του ταρακούνησε το 2009 την κεντρική σκηνή της λογοτεχνίας
Της Ολγας Σελλα

Ομολογεί ότι την αφορμή να γράψει λογοτεχνία τού την έδωσε ένας φονιάς που έχει στοιχειώσει στους τοπικούς μύθους του νησιού του, ο Πέτικας. Ο Γιάννης Μακριδάκης γυρνούσε τα χωριά της Χίου για να συγκεντρώσει στοιχεία για την Ιστορία της Νεοελληνικής Χίου (1912-1940), στο πλαίσιο του Κέντρου Χιακών Μελετών που έχει ιδρύσει στο νησί του εδώ και 13 χρόνια. Το όνομα Πέτικας το είχε συναντήσει στις αποδελτιώσεις του τοπικού Τύπου. Σ’ ένα χωριό, κι ενώ συνομιλούσε μ’ έναν παππού, ακούστηκε ένας πυροβολισμός. «Ρε Πέτικα, με σπαζοχόλιασες», λέει ο παππούς σ’ έναν πιτσιρίκο, που έπαιζε μ’ ένα ψεύτικο όπλο. Τότε ο Γιάννης Μακριδάκης συνειδητοποίησε ότι το όνομα Πέτικας είχε γίνει ήδη παρατσούκλι. Κι άρχισε να ψάχνει καλύτερα την ιστορία αυτού του ανθρώπου. Κάπως έτσι βγήκε το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο, «Ανάμισης ντενεκές», κι έκανε αμέσως αίσθηση, και όχι μόνο στη Χίο. Μετά όλα ήρθαν μόνα τους. Οι κριτικές, οι εκδηλώσεις, το δεύτερο βιβλίο του «Η δεξιά τσέπη του ράσου» (και τα δύο από τις εκδόσεις Εστία). Και έτσι απλά και ξαφνικά, δύο βιβλία από την περιφέρεια, που αντλούν τα θέματά τους από τα όρια του τόπου τους, άρχισαν να αφορούν και την κεντρική σκηνή της λογοτεχνίας. Το 2009, η γραφή του και τα βιβλία του συζητήθηκαν ευρύτερα. Γράφτηκαν κριτικές, ήταν υποψήφια για λογοτεχνικά βραβεία, παρουσιάστηκαν σε εκδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα. Το 2009 ήταν σίγουρα η χρονιά του.

Μαθηματικός

Ο Γιάννης Μακριδάκης δεν είχε ποτέ σκοπό ν’ ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Σπούδασε μαθηματικά, αλλά ουδέποτε ασχολήθηκε με αριθμούς και λογάριθμους. Η ιστορία και η ανθρωπολογία τον γοήτευαν πάντα. Και ο τόπος του, η Χίος. Πριν από 13 χρόνια, το 1997, έφτιαξε στο νησί του ένα Κέντρο Μελετών, του έδωσε το όνομα Πελινναίο (το μεγαλύτερο βουνό της Χίου) και μαζί με άλλους νέους επιστήμονες καταγράφουν και μελετούν τα στοιχεία της σύγχρονης ιστορίας της Χίου. «Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα και φτωχά. Σιγά σιγά, με την αποδοχή του κόσμου και με τη βοήθεια Χίων της διασποράς που μας επιχορηγούν και μας στηρίζουν, μπορέσαμε να προχωρήσουμε. Κάνουμε το μεράκι μας, ζούμε όλοι εδώ στη Χίο, και αυτό το κάνουμε από την ψυχή μας». Ομως έγραφε πάντα, για τις ανάγκες των μελετών, των δημοσιεύσεων και του περιοδικού του Κέντρου. «Οταν λοιπόν καταπιάστηκε με την έρευνα του Πέτικα, είπα: Ρε Γιάννη, αφού μπορείς να γράψεις, γράψε και κάτι άλλο». Κι έτσι μπήκε στο χώρο της λογοτεχνίας με το ίδιο πάθος που καταπιάνεται με οτιδήποτε τον γοητεύει.

Μεγεθυντικός φακός

Τα θέματα των βιβλίων του, όπως και όλη του η ενέργεια και οι δραστηριότητες, σχετίζονται με τη Χίο. «Βάζω τον εαυτό μου να σκεφτεί αν θα έκανα τα ίδια πράγματα αν ζούσα κάπου αλλού. Απαντάω όχι. Αυτά όλα μού τα ενέπνευσε η Χίος. Αν είχα αναγκαστεί ή επιλέξει να ζήσω κάπου αλλού, θα ήμουν μαθηματικός. Εδώ, με το που ανοίγω τα μάτια μου κάθε πρωί, είναι από μόνο του μπροστά μου το ερέθισμα. Η φύση, οι απλοί άνθρωποι – αυτοί είναι οι λογοτέχνες, η λογοτεχνία μιλιέται. Μας περιτριγυρίζουν άπειροι λογοτέχνες που δεν έχουν γράψει ποτέ τίποτα και άπειροι συγγραφείς που δεν ξέρουν ν’ ακούνε», λέει με μια αμεσότητα που εκπλήσσει.

Παρ’ όλα αυτά δεν έχει ψευδαισθήσεις. «Η επαρχία είναι δύσκολη, είναι ένας μεγεθυντικός φακός. Ο, τι στην Αθήνα σε τσαντίζει, εδώ το βλέπεις μπροστά σου κάθε μέρα. Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί: τι κάνω εδώ; Βγαίνω από το σπίτι μου και συγχύζομαι. Αλλά μετά έρχονται οι πρώτες λιακάδες του Μάρτη, βγαίνουν οι τουλίπες, αρχίζουν τα μπάνια. Δεν μπορώ να διανοηθώ τη ζωή μου με δεκαήμερες διακοπές στη θάλασσα. Μόνο δεκαήμερες διακοπές χωρίς θάλασσα μπορώ να σκεφτώ».

Η Σίσσυ και ο αρχιεπίσκοπος

Κι αν ο «Ανάμισης ντενεκές» γράφτηκε για έναν φονιά που έγινε θρύλος, «Η δεξιά τσέπη του ράσου» γράφτηκε μόνο και μόνο για την τοποθεσία όπου βρίσκεται το μοναστήρι όπου ζει ο μοναχός Βικέντιος. «Το έχω ζήσει στο πετσί μου αυτό το μέρος. Κάποια στιγμή αποφάσισα να γράψω κάτι γι’ αυτό το τοπίο κι άρχισα να πλάθω μια ιστορία μέσα στο κεφάλι μου για να υπάρχει η ραχοκοκαλιά των εικόνων. Εκείνες τις μέρες ακριβώς πέθανε ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος και μου ήρθε η ιδέα της αντιπαράθεσης με τη σκυλίτσα, τη Σίσσυ. Ηταν μια ιδέα στιγμιαία. Μόλις άκουσα την είδηση μου ήρθε στο μυαλό η πρώτη φράση του βιβλίου». Και πώς αισθάνεται που τώρα πια είναι αναγνωρίσιμος, διαβάζει κριτικές για τα βιβλία του, δίνει συνεντεύξεις... «Δεν είχα ασχοληθεί ποτέ με το χώρο, δεν διάβαζα κριτικές, δεν ήξερα τίποτα. Είναι σαν να μου λες βάλε υποψηφιότητα για βουλευτής. Στο πρώτο μου βιβλίο έστειλα τέσσερα αντίτυπα σε τέσσερις διαφορετικούς εκδότες στην Αθήνα. Μου τηλεφώνησε η Εύα Καραϊτίδου και μου είπε ότι είναι ένα πολύ καλό βιβλίο και θα το εκδώσει. Τότε γνώρισα και την κυρία Μάνια (Καραϊτίδου), και νιώθω μεγάλη τιμή. Εκείνη είναι ο άνθρωπος που άλλαξε τη ζωή μου», λέει, χωρίς ίχνος ψεύτικης ευγένειας.

Εμπνευση

Αυτά τα τρία τελευταία χρόνια έχει γοητευτεί απολύτως από τη λογοτεχνία και ασχολείται μόνο μ’ αυτό. Τόσο που όταν δεν έχει έμπνευση, παθαίνει κατάθλιψη, όπως λέει. «Γι’ αυτό αφιερώνω τα βιβλία στην κοπέλα μου. Γιατί με αντέχει όταν δεν έχω έμπνευση» Και συμπληρώνει πως, όταν γράφει, πάντα νιώθει ότι γράφει κάτι πολύ ωραίο. «Μετά αρχίζω να το αμφισβητώ. Μέχρι να πάρω από τους αναγνώστες τα πρώτα μηνύματα». Τα μηνύματα πάντως από τους αναγνώστες για τα δύο πρώτα βιβλία του ήταν ενθαρρυντικά: «Η δεξιά τσέπη του ράσου» είναι στην 7η χιλιάδα και ο «Ανάμισης ντενεκές» στην 6η χιλιάδα. Και ήδη έχει τελειώσει το επόμενο βιβλίο του που θα βγει μέσα στο 2010, ενώ από τις εκδόσεις Εστία θα κυκλοφορήσει και ένα βιβλίο με μαρτυρίες προσφύγων που έφυγαν προς τη Μέση Ανατολή στη διάρκεια του πολέμου, και με τίτλο «Συρματένιος». «Ηταν το πρώτο βιβλίο που έγραψα και είναι πολύ αγαπημένο μου», προσθέτει. Τον ρωτάω αν έχει αλλάξει η καθημερινότητά του από τότε που έγινε γνωστός και έξω από τη Χίο. «Οχι, απλώς έχω μετατοπίσει το κέντρο βάρους μου από μια τοπική γραφή σε μια πιο οικουμενική και έχω αρχίσει να ταξιδεύω και περισσότερο, γιατί έχω προσκλήσεις από βιβλιοπωλεία και σχολεία και μου αρέσει η επικοινωνία με τους αναγνώστες. Εκεί που δεν έφευγα καθόλου και ήμουνα παθιασμένος με τον τόπο και μονομανής, τώρα γνωρίζω κι άλλους ανθρώπους κι αυτό είναι σημαντικό». Χαίρεται πολύ, πάντως, που πολλοί επισκέπτονται τη Χίο επειδή έχουν διαβάσει πλέον τα βιβλία του. Και πιστεύει ότι δεν έχουν πάρει τα μυαλά του αέρα με την ξαφνική επιτυχία και ανατροπή της καθημερινότητάς του: «Το μόνο που νιώθω από τη δημοσιότητα, επειδή έχει γίνει αναγνωρίσιμο το όνομά μου, είναι ότι μπορώ πιο εύκολα να παρεμβαίνω και να λέω την άποψή μου, ενώ παλιά μπορεί να μην ακουγόταν. Κι αυτό με ικανοποιεί. Δεν μ’ ενδιαφέρει κάτι άλλο και αν με ενδιέφερε θα ήμουν στην Αθήνα να το κυνηγάω. Αλλωστε, δεν έχω απομυθοποιήσει την έννοια του συγγραφέα. Νομίζω ότι ο συγγραφέας είναι ένας τίτλος τιμής που αποδίδεται στο τέλος του έργου σου».

Ποδαρικό από Απέναντι


Τη φωτογραφία μού έστειλε ο φίλος Γιάννης Κωσταρής με τη λεζάντα: "επιτέλους άνοιξαν τα σύνορα και επιτρέπεται η ελεύθερη διακίνηση προϊόντων από την Τουρκία στη Χίο! Το πρώτο κιβώτιο της ονομαστής τουρκικής μπύρας Efes Pilsen ξεβράστηκε με τους νοτιάδες στην παραλία της Κώμης".
Μόνο που ήρθε άδειο!
Με το καλο να μας έρθει και κάνα ρακί, κάνα αϊράν, κανένα σαλεπάκι για το χειμώνα. Πάντως για ποδαρικό στο 2010 καλή είναι και η μπυρίτσα!

Μετάφραση του παραπάνω κειμένου από την: Sebnem Arslan

Bu fotoğrafı “Nihayet Türk ürünlerinin Sakız Adası'na serbest dağıtımı için sınırları açtılar! Meşhur Türk birası Efes Pilsen'in boş kasası, güney rüzgarlarıyla Komi'nin sahiline vurdu!”alt yazısıyla arkadaşım Yannis Kostaris bana yolladı.
Ama boş!
Hayırlısıyla, biraz rakı, ayran, kış için de salep gelse bize bari.
Ama, yine de 2010'un siftahı için bira da fena değil!