Πρωί πρωί κατέβηκα σαν κάθε μέρα στο μπαλουχανά να δω τον πλούτο της θάλασσας να πάρω κουράγιο. Στεκόμουνα λοιπόν μπροστά στα τελάρα με τους μπακαλιάρους, τους γαλέους, τις γόπες, τα καλκάνια, τις κουτσομούρες, τα σουλουβάρδια κι έφτιαχνα μες στο νου μου ψαρόσουπα σαν ήρθε και στάθηκε δίπλα μου ένας εβδομηντάρης με αετίσιο βλέμμα και χέρια δουλεμένα από τη γη, τα δάχτυλά του ήτανε χοντρά και γεμάτα σκισμές, δεν κλείνανε αεροστεγώς οι φούχτες του παρά αφήνανε ένα κενό σαν να βαστούσε μόνιμα το στελιάρι μιας τσάπας.
Παράγγειλε ένα κιλό κουτσομούρες, είκοσι ευρώ έγραφε το ταμπελάκι, και μου ’κανε εντύπωση, εγγόνια θα έχει είπα μέσα μου και θέλει να τα καλοταΐσει σήμερα μα πριν προλάβω να ολοκληρώσω τη σκέψη μου κι ακόμα πριν προλάβει ο ψαρομανάβης να γεμίσει κουτσομούρα το χωνί του, έπεσε κι η δεύτερη παραγγελιά: Βάλε κι ένα κιλό σμαρίδες για τα γατάκια.
Η γενναιοδωρία της γης…
Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου