Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Εξόριστος στον Άη Στράτη (Αφήγηση μέρος 3ο)

Στον Άη Στράτη υπήρχε φόβος γάγγραινας από τις πληγές που είχαμε στα χέρια, και ένας καλός φίλος αγωνιστής, ο Αιγινίτης από τη Χίο, επήε κι ήβρε έναν καλό γιατρό που είχε εξόριστο απ' τη Θεσσαλονίκη, του είπε το περιστατικό και ήρθε εκεί ο γιατρός μάς εκαθάρισε τις πληγές και έβαλε απάνω πενικιλίνη και κάθε μέρα πενικιλίνη, κάθε μέρα σκόνη και σιγά σιγά εστύψανε οι πληγές. Και τώρα δεν έχω καμία ενόχληση, ποτέ, ποτέ δε με ενοχλήσανε.
Στον Άη Στράτη κάτσαμε ένα χρόνο και ένα στη Μακρόνησο. Στον Άη Στράτη καθόμαστε στις σκηνές και μελετούσαμε, πηγαίναμε για ξύλα για το μαγειρείο, επηγαίναμε και ξεφορτώναμε το καΐκι για τα αλεύρια που ερχότανε και για τα τρόφιμά μας, κάναμε μπάνιο στη θάλασσα και περνούσε η ώρα. Εκεί έφαγα το πολύ ξύλο. Στη σκηνή που έμενα ο σκηνάρχης ήτανε ένας Πόντιος, ένας καλός άνθρωπος και μου λέει "Λεωνή εγώ θα φύγω και να μπεις σκηνάρχης εσύ". Μπήκα λοιπόν. Και μου λέει, "το μόνο πράμα που λέγω είναι να προσέχεις τον Μιχαλάκογλου γιατί είναι χαφιές της Αστυνομίας, της Ασφάλειας". Τι να τον προσέχω, αφού ήτανε χαφιές; Και δεν ξέρω πώς, εγώ έπεσα... -όπως είναι η σκηνή και πέφτεις εδώ, πίσω απ’ το κεφάλι σου ο χώρος σού ανήκει, κι εγώ που είμαι εδώ, πίσω απ’ το κεφάλι μου ο χώρος μού ανήκει. Λοιπόν αυτός εκοιμόντανε εδώ κι ήρτα κι εγώ και κοιμόμουνα εδώ, δίπλα του δηλαδή, δίπλα στο χαφιέ, και ο χαφιές είχε το δικό του χώρο πιασμένο, έπιασε και το δικό μου και του λέω, "τα πράματά σου τα 'βαλες και στο δικό μου χώρο, εγώ πού θα βάλω τα δικά μου;" Και από εκεί δόθηκε η αφορμή και μαλώσαμε. Και έστειλε έναν από τας Σέρρας που λεγότανε Παπαπέτρου και ειδοποίησε την Ασφάλεια κι ήρτανε δυο της Ασφάλειας και μας πήρανε απάνω εμένα, το Γιώργη τον Σκαφίδα και τον Κοντογιάννη το Θοδωρή, Χιώτες αυτοί οι δυο, οι καλύτεροι κολυμβητές, αυτοί οι δύο κι ένας Βολιώτες ανάμεσα σε πέντε χιλιάδες εξόριστους, δυο Χιώτες κι ένας Βολιώτης ήτανε οι καλύτεροι κολυμβητές. Μας πήγανε λοιπόν στην Ασφάλεια και είχανε κρατητήριο το υπόγειο του σχολείου που δεν είχε παράθυρα, ένα μπουντρούμι ήτανε. Και μας εβάλανε μες στο μπουντρούμι. Έπιασε ο καθένας μας μια γωνία. Μεσάνυχτα θα 'τανε. Κάτι είπε ο Κοντογιάννης ο Θοδωρής και αμέσως χύθηκαν δυο προβολείς μες στο μπουντρούμι και μπήκανε αυτοί μέσα.
"Ποιος μίλησε;"
Λέει ο Κοντογιάννης "εγώ", λέει, "μίλησα".
Λέει "γιατί εμίλησες, δεν το ξέρεις ότι απαγορεύεται;"
"Δεν είπα", λέει "κανένα κακό".
Και είχανε στα χέρια τους καντρόνια και οι δυο. Και μας αρχίσανε με τα καντρόνια. Εγώ έβαλα έτσι τις χούφτες μου εδώ για να προφυλάξω το κεφάλι μου. Μας χτύπησαν πολύ με τα καντρόνια. Και σηκωθήκανε να φύγουνε κι ο ένας εγύρισε πίσω και λέει: "Ποιος ήτανε ρε από σας χωροφύλακας και μετά επήγε με το ΕΑΜ;"¨
Και λέει ο Σκαφίδας "εγώ".
Και ξετυλίγει ένα μαστίγιο από τη μέση του και τον αρχίζει, μέχρι που τον έριξε κάτω και είδα αίμα που έτρεχε απ τα μάγουλά του. Και μετά εσηκώθη κι έφυγε. Πέντε μέρες εμείναμε μες στο μπουντρούμι και μετά μας αφήσαν και πήγαμε στις σκηνές.
Στις σκηνές επέφταμε οχτώ, δέκα, εφτά ανάλογα. Μέχρι δέκα ήτανε το μεγαλύτερο όριο...

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου