Είστε λοιπόν Αθηναίος. Ζείτε ολοχρονίς μέσα στο άγχος, στο μποτιλιάρισμα, στις πορείες, στις απεργίες, στα επεισόδια. Φεύγετε το πρωί για το γραφείο, λόγω του ότι είστε πλέον στέλεχος, τι άλλο θα μπορούσατε άλλωστε, και επιστρέφετε το βράδυ κατάκοπος στην οικογενειακή στέγη. Έχετε το σύνολο της ψυχαγωγίας έξω από την πόρτα σας αλλά δεν προλαβαίνετε. Τη βγάζετε με γεύματα εργασίας και το βράδυ με καμιά πίτσα ή μακαρόνια ή κάνα ψητό κοτόπουλο που παραγγέλνετε απ’ έξω αφού κι εσείς κι η σύζυγός σας δουλεύετε και ποιος να μαγειρέψει. Τα παιδιά από μικρά έχουν χοληστερίνη και σας βλέπουνε μόνο στον ύπνο τους. Στον ξύπνιο βλέπουνε την αλλοδαπή συνήθως νταντά, η οποία παρόλο που ήρθε συστημένη από εκατό μεριές, σας είναι μόνιμος βραχνάς με όσα βλέπετε στην τηλεόραση να γίνονται στον κόσμο.
Είστε λοιπόν ένας από τα τόσα εκατομμύρια πανομοιότυπους και ξαφνικά έρχεται το καλοκαίρι. Μαζεύετε παιδιά σκυλιά συμπράγκαλα και πάτε στο νησί. Σας περιμένει εκεί όπως κάθε χρόνο ο κυρ Γιώργης για να σας νοικιάσει το στούντιο που έχτισε κάποτε μες στο κτήμα του κι έχει ολόγυρα διάφορα καρποφόρα δέντρα μα και μποστάνια με καρπούζια, κήπους με ζαρζαβατικά καθώς και διάφορα ζωάκια λιμπερτά να τρεχοβολάνε μες στη χωμάτινη αυλή και στο χωράφι.
Όμορφα όλα αυτά και γραφικά. Για κάτι τέτοια, συν τη θάλασσα που είναι μια δρασκελιά δρόμος, πληρώνετε όσα σας ζητήσει ο κυρ Γιώργης κάθε χρόνο, χρόνια τώρα. Μα όσο μεγαλώνετε κάτι σας ζορίζει. Είναι το κομπόδεμά σας που βάρυνε κι είναι εις θέση να αποκτήσει το δικό του εξοχικό, να ’ναι και όπως ακριβώς το θέλετε, τα βάζετε κάτω και βλέπετε πως με τόσα λεφτά που δίνετε κάθε χρόνο στον κυρ Γιώργη θα κάνατε πολύ γρήγορα απόσβεση και θα σας έμενε και το εξοχικό. Μιλάτε λοιπόν στον κυρ Γιώργη, τον βρίσκετε λιγάκι στριμωγμένο με κάτι γιατρούς με κάτι από δω με κάτι από κει και τσουπ, σας πουλάει το στούντιο. Σε κάποια άλλη περίπτωση, αγοράζετε ένα κοντινό μ’ εκείνο και βάζετε τον κυρ Γιώργη επιστάτη, η συνέχεια της ιστορίας όμως είναι ίδια και στις δυο περιπτώσεις.
Αρχίζετε λοιπόν τις παρεμβάσεις. Εκσυγχρονισμός κτήματος. Όλο το χειμώνα στέλνετε στον κυρ Γιώργη λεφτά από την Αθήνα για να επιληφθεί των εργασιών που ονειρεύεστε για το κτήμα σας. Για να νιώθετε άνετα στις διακοπές σας χρειάζονται αλλαγές στα έπιπλα και στην οικοσκευή, για να είναι τα τέκνα σας ασφαλή σε ένα περιβάλλον πολιτισμένο και αποστειρωμένο πρέπει να γίνουνε εργασίες στο κτήμα, να εμβολιαστούν και να μαντρωθούν τα ζώα, να ευ-θανατωθούν τα επικίνδυνα, να περιφραχτούν τα δέντρα, να αλλάξουν οι ποικιλίες για να μην καταπιεί κάνα μανταρινοκούκουτσο η πιτσιρίκα σας και πνιγεί και διάφορα άλλα τέτοια. Για να είναι και το τζιπ σας αστραφτερό πρέπει να τσιμεντοστρωθούνε οι χωμάτινες αυλές και οι διάδρομοι ανάμεσα στα παρτέρια, και να πεισθεί με κάθε τρόπο ο τοπικός δήμαρχος να ασφαλτοστρώσει όλους τους χωμάτινους δρόμους που οδηγούν στις κοντινές παραλίες. Όλες αυτές τις εργασίες τις κάνετε μέσω του κυρ Γιώργη που ζει μόνιμα εκεί, διότι όπως πολύ καλά καταλαβαίνετε, εσείς δεν προλαβαίνετε. Πρέπει να βγάζετε χρήματα από την εταιρία για τις αυξημένες σας πλέον ανάγκες. Είδατε και πάθατε να τον πείσετε στην αρχή για την αναγκαιότητα του εκσυγχρονισμού και κατόπιν για να τον κάνετε να αφήσει τις παραδοσιακές του ασχολίες και να ασχοληθεί με τις εργασίες που του επιβάλατε ως αναγκαίες. Είχατε και μια υποψία βέβαια, εξ αρχής, πως είναι λιγάκι πονηρός ο χωρικός αλλά από τη μια επειδή σκεφτήκατε πως εσείς δεν πιάνεστε κορόιδο εύκολα, από την άλλη πάλι επειδή λογαριάσατε πως όσα και να σας φάει, πάλι προς το συμφέρον σας θα είναι η επένδυση, μπήκατε στο χορό ενθουσιωδώς, τον βάλατε κι εκείνον να χορέψει.
Κι όταν λοιπόν περάσανε κάποια χρονάκια, τα παιδιά μεγαλώσανε κι εσείς κοντέψατε στη σύνταξη, πέθανε κι ο κυρ Γιώργης κι απόμεινε στο πόδι του ο γιος του ο τεμπέλης, κάνατε έναν απολογισμό και είδατε πως δεν είσαστε ευχαριστημένοι από την κατάσταση. Γίνανε βέβαια κάποιες δουλειές μα κι αυτές τσαπατσούλικα, οι χωρικοί, πατήρ και υιός αποδειχτήκανε πολύ πιο πονηροί, χτίσανε κι άλλα στούντιο σαν το δικό σας λίγο πιο πέρα, πήρανε και αυτοκίνητο της ίδιας κλάσης με το δικό σας, σπουδάσανε και τα παιδιά τους γιατρούς και στελέχη σαν εσάς και παρατήσανε την αγροτιά, κι όλα αυτά με τα λεφτά που στέλνατε για να κάνουνε τις δουλειές που γίνανε βέβαια μισές και μισοκοπημένες. Το κτήμα λοιπόν παραμελήθηκε, χορταριάσανε τα δέντρα, ψοφήσανε οι όρνιθες, ζώσανε φίδια την τσιμεντένια πλέον αυλή, διότι δεν προλαβαίνανε οι άνθρωποι να τα φροντίζουν όλα, λάδωσε και το αντεράκι τους, είδανε τη ζωή αλλιώς, όπως τους τη δείξατε εσείς, στην υγειά του κορόιδου λέγανε όλους τους χειμώνες και τις άνοιξες μοστράρανε λιγουλάκι το κτήμα να φαίνεται απάνω πάνω η δουλειά για να τη δείτε σαν πάτε ως ελεγκτής πλέον.
Κι αφού είδατε λοιπόν κι αποείδατε πως χρησιμοποιήσατε όλους τους τρόπους για να γίνουνε οι δουλειές σας όπως πρέπει αλλά δεν τα βγάλατε πέρα μαζί τους, αφού βάλατε και την άλλη κυβέρνηση, τη γυναίκα σας να τους μιλήσει με διπλωματία, ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε να τους φοβερίσει μπας και πάρει πίσω τίποτα από τα πεταμένα λεφτά, μπας και τους βάλει να δουλέψουνε ξανά στο κτήμα κι ανεβάσουνε την παραγωγή για να βγει κανένα στραβό έξοδο τουλάχιστον από κει αλλά μάταια, συλλάβατε τη μεγάλη ιδέα. Το κτήμα είναι φτωχό και χρεωμένο, τους είπατε και πως πρέπει να πληρώσουνε κι αυτοί κάτι, δε γίνεται μόνο να παίρνουνε τόσα χρόνια και να μη δίνουνε τίποτα. Και πως κινδυνεύει και η δική σας τσέπη με όλα τούτα τους είπατε, πως κινδυνεύει ακόμα και η εταιρία, πως θα κλείσει η στρόφιγγα, αλλά και πως δε θα τους αφήσετε έτσι, πως έχετε όλη την καλή διάθεση να τους βοηθήσετε ξανά αρκεί να κάνουνε μια προσπάθεια να μαζέψουνε τα ασυμάζευτα, να βάλουνε τους εαυτούς τους στο ζυγό και να μην σπαταλάνε τόσα, κάνουνε λοιπόν εκείνοι πως καταλαβαίνουνε την κρισιμότητα της κατάστασης, κουνάνε το κεφάλι τους με θλίψη, λένε πως θα προσπαθήσουνε μα σαν έρθει πάλι το φθινόπωρο και πάρετε το δρόμο για το κλεινόν άστυ, παίρνουνε κι αυτοί των οματιών τους και πάνε ένα ταξιδάκι να ξεχαστούν, τρώνε και πίνουνε στην υγειά σας και λένε πλέον φωναχτά αυτό που όλο το καλοκαίρι σάς λέγανε από μέσα τους. Το εξοχικό κύριε έχει έξοδα, θες εξοχικό να έρχεσαι εδώ να νιώθεις σαν στο σπίτι σου και να κατουράς δίχως τύψεις τη θάλασσα, θα το πληρώσεις. Άι παράτα μας…
Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Οργή, πίκρα,αηδία.Μπράβο Γιάννη
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο αφεντικό αυτό περίμενα να συμπληρώσεις
ΑπάντησηΔιαγραφήστον τίτλο.Τα κρυμμένα που σου έλεγα....
τα εξοχικά, η έπαρση στο μεγαλείο της,
ΑπάντησηΔιαγραφήχώσε! :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολυ καλό! Εύστοχος όπως πάντα.. Ειχες και καιρό να γράψεις στο blog. Welcome back!
ΑπάντησηΔιαγραφή(αν και έφυγες! :)
Γειά σου Γιάννη...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετικό κείμενο! ;ο)
aris1
Κι ακόμα πιο συνετό είναι το 'αι παράτα μας' να έχεις τα κότσια να το πεις και ανοιχτά...
ΑπάντησηΔιαγραφήΦοβερό κείμενο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜου είχε ήδη κάνει εντύπωση από το "κοντεινερ΄και το έψαχνα στο δίκτυο να το στείλω σε φίλους. Χαίρομαι που το (σε) ανακάλυψα.
Καιρός να ξεμπερδεύουμε πια με τον ραγιαδισμό, τουλάχιστον οι νεότερες γενιές.Δεν έχουμε καιρό για τέτοια άλλοθι. Και τέτοιες φωνές πρέπει να ακούγονται, δυνατά.Μπραβο.
¨"ευ-θανατωθούν"!...(πετυχημένο)
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ καλό το κείμενο και ο νοών νοείτω, που λένε!...