Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

Συνένωσις αλλοφύλων

Από το πρωί σήμερα σκεφτόμουνα τον Καλλικράτη. Όχι τον σπουδαίο αρχιτέκτονα της αρχαιότητας αλλά τον άλλον, τον σύγχρονο, εκείνον που οσονούπω θα επέμβει στη ζωή μας ως από μηχανής θεός, θα καταργήσει τις Νομαρχίες, θα ελαττώσει στο εν τρίτο τους Δήμους, θα μας ενώσει και θα μας κάνει όλους μαζί, μ’ ένα σώμα και μια ψυχή, Πολίτες ολιγάριθμων διοικητικών Περιφερειών. Δεν ξέρω γιατί ξύπνησα με τη σκέψη του. Μάλλον με επηρέασε περισσότερο απ’ ότι φαντάζομαι εκείνο το κυριακάτικο υπουργικό συμβούλιο για την αναδιάρθρωση του διοικητικού χάρτη της χώρας.
Ζω σε ένα νησάκι που αν και είναι από τα μεγαλύτερα της Ελλάδας, δεν είναι τίποτε άλλο από μια κουκίδα στον παγκόσμιο χάρτη. Κι όμως αυτό το κομματάκι γης που είναι χιλιάδες χρόνια φουνταρισμένο στο ίδιο σημείο του Αιγαίου πελάγους είχε πάνω του μέχρι πριν από μία δεκαπενταετία περί τις εξήντα (60) αυτοδιοικούμενες ανθρώπινες κοινότητες (!) και σήμερα, μετά από δύο Καποδίστριες, αποτελεί ακόμη Νομαρχία με εννιά (9) Δήμους (!).
Θυμήθηκα τους φοβερούς καβγάδες -για το πάπλωμα- σαν ήτανε να γίνει εκείνη η πρώτη συνένωση, τότε που ενεργοποιηθήκανε εν μία νυκτί τα ατίθασα τοπικιστικά ένστικτα διαφόρων χωρικών, οι οποίοι δε θέλανε με κανένα τρόπο να υπαχθεί το χωριό τους στο γειτονικό, διότι το χωριό τους ήτανε από αμνημονεύτων χρόνων το κέντρο του κόσμου και δε μπορεί να το αγνοεί αυτό η κυβέρνηση, βγήκανε στους δρόμους και φωνάζανε, σκίζανε τα εκλογικά βιβλιάρια και κάνανε αποχή, μόνο «Καποδίστρια παραιτήσου!» που δε γράψανε στους τοίχους.
Με τα πολλά, ύστερα από εκατόν εξήντα (160) και πλέον χρόνια ζωής, το ελληνικό κράτος κατάφερε τότε να συνενώσει για πρώτη φορά τις διάσπαρτες κοινότητες των κατοίκων του και να ωθήσει τους γείτονες να δουν - όσο μπορούσαν βέβαια αφού κάποτε τους φάνταζε αδιανόητο- το μέλλον τους με κοινό μάτι. Από τότε ως σήμερα, που βρίσκεται προ της θύρας μας ο Καλλικράτης με την ακόμα πιο ρεαλιστική διοικητική του πρόταση, έχει περάσει και πάλι ανεπίτρεπτα πολύς χρόνος.
Κι ενώ σκεφτόμουνα αυτά και περπατούσα αφηρημένος ακούω κάποιον να με φωνάζει μέσα από ένα καφενείο. Γυρνάω και βλέπω τον Σωτήρη τον Αυστραλό, άρτι αφιχθέντα εκ της μακρινής ηπείρου να πίνει τον καφέ του μαζί με τον Μήτσο. Ο Σωτήρης έχει καταγωγή από ένα μικρό χωριό της βόρειας Χίου που λέγεται Εγρηγόρος, το οποίο συνορεύει με τα Κουρούνια, που είναι το χωριό του Μήτσου κι αυτή η γειτονία - όπως συμβαίνει σε όλη σχεδόν την ελληνική επικράτεια- σήμαινε ανέκαθεν προβλήματα που πολλές φορές κάνανε την ατμόσφαιρα να μυρίζει μπαρούτι. Καθότανε λοιπόν οι δυο κοντοχωριανοί και πίνανε μαζί τον πρωινό καφέ τους, κάθισα κι εγώ κοντά τους. Δεν άργησε η κουβέντα να γυρίσει το χρόνο πίσω. Τις Κυριακές, έλεγε ο ένας, μετά την εκκλησιά όλη η πιτσιρικαρία του χωριού πηγαίναμε εκδρομή. Παίρναμε τα ζα και τα βγάζαμε στο βουνό, τα αφήναμε σ’ ένα χωράφι να βοσκήσουνε για να μην τρώνε την ταγή που είχαμε μαζεμένη μέσα στο κατώι, κι εμείς παίζαμε ώσπου να κουραστούμε. Μα το ίδιο κάνανε κι οι άλλοι από κει, έδειξε κατά τον Σωτήρη κι εκείνος γελούσε και κουνούσε το κεφάλι του αναπολώντας. Μόλις λοιπόν βγαίναμε απάνω στο πλάτωμα, βλέπαμε από την άλλη μπάντα τους άλλους ν’ ανεβαίνουνε. Τότε ο πρώτος που τους έβλεπε φώναζε «Γρηγοριανοί!!!», αυτομάτως αφήναμε τα καπίστρια, να φύγουνε τα ζα και πιάναμε όλοι μαζί τις πέτρες. Πώς αλλιώς βέβαια θα αντιδρούσανε τα ατίθασα αγόρια όταν ολημερίς βλέπανε και ακούγανε τους μεγάλους να βρίζονται και να σκοτώνονται μεταξύ τους; Κι εμείς μόλις τους βλέπαμε φωνάζαμε «Κουρουνιώτες!!!», συμπλήρωσε ο Σωτήρης κι αρχίζαμε το ίδιο βιολί. Ώρες βαστούσε ο πόλεμος, πώς δε σκοτώθηκε κανένας τότε, λέγανε κι οι δυο κι είχανε στα μάτια τους ένα δέος, σαν παιδιά. Ένα βράδυ, σαν τελείωσε ο πόλεμος και γύρισα στο σπίτι, θυμήθηκε ο Σωτήρης, μου ’δωσε ο πατέρας μου τα παπούτσια του που είχανε τρυπήσει, να τα πάω στον τσαγκάρη τον Ζήκο για να τα μερεμετίσει. Μα ο Ζήκος ήτανε στο διπλανό χωριό και ο μικρός ύστερα από τόσο ημερήσιο άχτι φοβότανε μες τη νύχτα να μπει σε εχθρικό έδαφος, στο χωριό των αλλοφύλων και φυλαγότανε πίσω από τα καντούνια, μετά φόβου Θεού πήγαινε τα παπούτσια στο τσαγκάρικο.
Τα παιδιά αυτά όμως, τώρα που ωριμάσανε κι έχουνε πλέον μισόν αιώνα ζωής στην πλάτη, είναι συνέταιροι σε μια πολυμετοχική οινοποιητική εταιρία, που εδώ και μερικά χρόνια ενώνει υπό το όραμά της την πλειονότητα όλων των πρώην εχθρών της περιοχής, οι οποίοι από κοινού την δημιούργησαν.
Όταν λοιπόν αφήσανε το παρελθόν κι αρχίσανε να συζητάνε τα της εταιρίας τους, σηκώθηκα και έφυγα από το καφενείο έχοντας την ελπίδα πως και η Ελλάδα όπου να ’ναι θα ωριμάσει αφού κι αυτή αναπόφευκτα μεγαλώνει μαζί τους…

3 σχόλια:

  1. Αφεντικο πολυγραφότατος σήμερα.Μπράβο.
    Ξέρεις τι μνήμες μου ξύπνησες με τους " πανοχωριάτες ".
    Εδώ ήτανε καθεστώς ο πετροπόλεμος, τουλάχιστον
    απαξ εβδομαδιαίως ,μεταξύ συνοικισμού και ταμπακικων,
    Νεάπολη μας λέγανε τότε.
    Ο συνοικισμός ειχε στρατηγείο στους απάνω Μύλους
    και τα Ταμπακικα στους Κάτω Μύλους.
    Ξεκινούσαν οι δύο στρατοί να προελάυνουν ρίχνοντας
    πέτρες κατά αλλήλων.
    Οι Σιδεράτοι και οι Χιωτέληδες ήτανε οι πιο μαστόροι
    στο ρίξιμο της πέτρας και οι πιο κανεψιάρηδες.
    Το κεφάλι μου έχει ράμματα δε δύο σημεία.
    Ξεστρατίσαμε λιγάκι αλλα δεν περάζει.
    Το θέμα ειναι οτι εδώ δυό γειτονιές μια πατημασιά
    δρόμο η μια αφ την αλλη και είχανε τέτοια εχθρητα,
    λογαριάζεις τώρα για τα χωριά.
    φιλια

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μου θύμισες μια φίλη από ένα νησάκι της Καραϊβικής.
    Οταν γνωριστήκαμε στην Αγγλία ανακαλύψαμε οτι είχαμε και η δύο νησιώτικη καταγωγή. Το δικό της είναι το μισό από τη Χίο αλλά ανεξάρτητο κράτος.
    Ομολογώ ότι στην ειλικρινή απορία της, γιατί δεν ξεκινήσαμε ακόμα αγώνα για την ανεξαρτησία μας δυσκολεύτηκα να απαντήσω. :)

    Πολύκαρπος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πολύ ωραίο το κείμενο σου βρε Γιάννη!! Και εγώ όπως και το "αφεντικό" απο πάνω θυμάμαι να οργανωνουμε "πολέμους" με τη πάνω γειτονιά. Απέναντι απο το παρκακι που είναι κοντα στην Αγ. Αννα τη Καπέλλα το σπίτι μας τότε, πίσω απο το περιβόλι του Ντομάτα οπως το λέγαμε. Εκεινη η περιοχή είταν γεμάτη περιβόλια που τα είδα μεχρι τη 3η Λυκείου να εξαφανίζοντε σιγα σιγα και να μείνανε 2-3;; Η πάνω γειτονια λοιπόν και η κάτω που είταν η δική μας είτανε χώρια στις αρχες, ξεχωριστές γειτονιες. Μετά αφου φυγανε τα περιβολια απο τη μεση και χτιστικανε σπιτια, μας ενωσε μια ανηφορα χωμάτινη για μας, κατηφορα για κεινους. Περιττο να πω οτι δεν αρεσε στη πιτσιρικαρία ουτε τη δικια τους ουτε τη δικια μας που στοιχειωναμε τα δρομακια μας ειδικά το καλοκαιρι μεχρι το βαθυ σκοταδι που φωναζανε οι μαναδες απο τα μπαλκονια εναν εναν απο μας. Το τι επιδρομες γινονταν απο πανω προς τα κατω και το αναποδο ενας Θεος ξέρει και το κεφαλι του αδερφου μου που τ'ανοιξε μια πετρα αδεσποτη απο τους "εχθρους".

    Ετσι είναι...απο γειτονιες, σε χωρια, κωμοπολεις και πόλεις, παντα με μισο ματι κοιτουσαμε τους αλλους. Η φάση είναι πως αλλάζουμε και πέρασαν οι "εχθρες" και έγιναν γραφικές ιστορίες που της ακους σε μια παρεα και γελας. Και αν το σκεφτεις πως μια "εχθρα" μεταλλαχτηκε σε γελιο και παρεα...τοτε και οι διαφορές μας παιδιάστικες και ανωρυμες τοτε έδωσαν κι αυτες το κατι τι τους στο να αποκτήσουμε ενα κοινό συλλογικο παρελθον το οποιο τωρα το αναπολουμε φιλοι πια πανω απο ένα μεζε και μια μπυρα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή