Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

Ο μπαρμπα Στέλιος θυμάται (μέρος 2ο)

Κυκλώσανε το σπίτι οι χωροφυλάκοι και πήρανε εμένα και τον αδερφό μου. Κι άλλους μαζί, όχι αφ’ το χωριό, αφ’ το χωριό δεν πήρανε κανένανε, μόνο εμάς τους δυο.
Κατόπιν είχε όμως οπαδούς της ΕΔΑ εδώ, άκου, τώρα θα σου πω ένα περιστατικό για να το θυμάσαι. Ήταν για να γίνουνε εκλογές και ο δάσκαλος που είχαμε εδώ στο χωριό ήταν και ομαδάρχης στα ΤΕΑ και αυτός λοιπόν εκουβέντιασε τον αστυνόμο της Βολισσού και του είπε “στην Πυραμά δε θα βρεθεί ούτε ένα ψηφοδέλτιο αντεθνικόν της ΕΔΑ”. Επέρασαν οι μέρες, εγένετο ο προεκλογικός αγώνας και ήρθε στο χωριό ο γίγαντας εκπαιδευτικός ο Μιχάλης ο Παπαμαύρος, τον έχεις ακούσει, αυτός, ήρθε στο χωριό. Τον έφερε εδώ ο γαμπρός του ο Σωκράτης ο Μακαρώνης. Ξεκαβάλικε το μουλάρι, τον πλησίασα, είπαμε μερικές κουβέντες και με ρώτησε “έχομε ψηφοφόρους της ΕΔΑ στο χωριό;” Έχομε του λέω αλλά φοβούνται οι άνθρωποι. Μετά λοιπόν έφυγε και πήγε στα κάγκελα της εκκλησίας, εκεί στεκότανε ο παπά Νικόλας ο Λεωνής. Τον εχαιρέτισε, του φίλησε το χέρι -πόσο διδάχτηκα, ο καθηγητής, ο αναμορφωτής του Εθνικού συστήματος Παιδείας εφίλησε το χέρι ενός αγροίκου παπά, σχεδόν αγράμματου και μου άφησε μεγάλη εντύπωση- μετά εγύρισε κι είδε προς το καφενείο κι ήτανε καμιά δεκαπενταριά απ’ όξω από το καφενείο του Κουλάδη και τους είπε “ελάτε κοντά μη φοβάστε”. Κι αυτοί με αργά βήματα όλοι ήρθανε κοντά. Μαζί μ’ αυτούς ήρτε και η γυναίκα του μπακάλη και άκουγε κι αυτή. Και λέει λοιπόν ο Παπαμαύρος, θυμάμαι κατά λέξη τα λόγια που είπε: “Είμαι υποψήφιος Βουλευτής της ΕΔΑ. Δεν πολιτεύομαι για να πάρω μια έδρα στη Βουλή, η θέση μου είναι ανώτερη Βουλευτού, θέλω να μπω στη Βουλή για να βοηθήσω τον ελληνικό λαό που οι Έλληνες κατά 70% είναι αγράμματοι ενώ στις Σκανδιναβικές χώρες είναι μόνο 2%”. Και μετά λέει: “Εάν κερδίσει η ΕΔΑ, την άλλη μέρα όλοι οι προστάτες μας θα φύγουν αφ’ την Ελλάδα”. Και είπε μερικά ακόμα διάφορα και έβγαλε ψηφοδέλτια και χαρτιά, αφίσες που τα λένε, και τα άφησε εκεί στα κάγκελα της εκκλησίας να πάρει ο κόσμος. Έφυγε λοιπόν. Καβάλικε το μουλάρι και έφυγε. Ένας εθνικόφρονας, αγράμματος, βαθιά θρησκευόμενος επήε και πήρε τα ψηφοδέλτια και όλα τα χαρτιά και έβαλε φωτιά και τα ’καψε διότι είχανε κουμουνιστικό περιεχόμενο, γέλασε συγκαταβατικά ο μπαρμπα-Στέλιος και συνέχισε. Εκείνη λοιπόν η γυναίκα του μπακάλη είπε: “Για δε άνθρωπος που θέλει να γίνει Βουλευτής, είχε να κάτι νύχια! Να ’ναι ο Μπουρνιάς ναι, αυτός είναι για Βουλευτής”. Πράγματι, είχε μεγάλα νύχια ο καθηγητής.
Λοιπόν, επεράσανε οι μέρες, ήρθε και η Κυριακή των εκλογών. Το βράδυ που θα γινότανε η διαλογή των ψηφοδελτίων επήγε και ο δάσκαλος να βοηθήσει και σε κάθε ψηφοδέλτιο που ακούγετο της ΕΔΑ, έκαμνε “φτουουουου!” Και ακούστηκαν δώδεκα “φτου!”. Δώδεκα ψηφοδέλτια ήτανε υπέρ της ΕΔΑ! Και ο αστυνόμος, ο κυβερνήτης της Βολισσού εβαθμολόγησε στο ελάχιστο τον δάσκαλο ως μη έχοντα πολιτική ωριμότητα! Εδώ ξεκαρδίστηκε στα γέλια ο μπαρμπα Στέλιος!
Σου λέω πράγματα που είναι γινομένα και μένουνε, μένουνε, άμα δεν τα πεις χάνονται, μου είπε μετά από τα χαχανητά του και συμπλήρωσε πως αυτό το περιστατικό πρέπει να ήτανε στο ’61, τότε που γίνανε οι «αστυνομικές εκλογές».
Τον επανέφερα στα γεγονότα της εξορίας του.
Με πήγανε στη Βολισσό, θυμήθηκε και εκεί με χτύπησε πολύ ο αστυνόμος ο Ζορμπάς. Δηλαδή πώς με χτύπησε; Μ’ έπιασε ο ένας χωροφύλακας που ήτανε θητείας και ο άλλος, ο ενοματάρχης, πώς τους λένε, και με βάλανε κάτω και μου σηκώσαν τα πόδια και μου περάσανε το όπλο μέσα και το στρίψανε κι ύστερα ήρθε ο αστυνόμος. Είχε ένα ρόπαλο τόσο και μου χτύπησε τις πατούσες και πρηστήκανε οι πατούσες μου και εμελανιάσαν και δε μπορούσα να περπατήσω. Αυτός ο κερατάς ο Ζορμπάς. Μου ’λεγε να μαρτυρήσω ποιους αθρώπους εσυναντούσα στα χωριά όταν πήγαινα και στη Χίο όταν εκατέβαινα κι εγώ δεν ήθελα να μαρτυρήσω γιατί άμα πω πως ήτανε ο Γιάννης ο Μακριδάκης, θα πα να τον πιάσουνε να του πούνε έλα δω, πού ήσουνα, τι έκανες, με ποιους εσυνεργάστηκες, μπλέκεις σε μεγάλη ιστορία μετά και δεν ήθελα να μαρτυρήσω με ποιους είχα συναλλίκια, με ποιους είχα επαφές δηλαδή. Ύστερα εμείναμε μέσα στο κρατητήριο μερικές μέρες, και να σου πω και ένα άλλο πράμα που δε σου το έχω πει ποτέ –οι εφημερίδες το γράψανε, και όταν γύρευα το όνομα του σκοτωμένου τότε στον εμφύλιο, στην Παρπαριά και πήρα στοιχεία από τη βιβλιοθήκη του Κοραή, το είδα γραμμένο στην εφημερίδα κι έλεγε την αλήθεια- εγώ και ο αδερφός μου κόψαμε τα χέρια μας, τις φλέβες κόψαμε με τζάμι Γιάννη, και επλημμύρισε το δωμάτιο αίμα και ήρταμε σε μεγάλο κίνδυνο. Ήρτε ένας και μας ήβρε και έτρεξε, και φωνάξανε και ήρτε ο γιατρός και ήρταν οι αστυνομικοί και ήρταν οι στρατιωτικοί όλοι και πήγανε να μου δώσουνε εμένα βοήθεια κι εγώ τους έγνεψα στον αδερφό μου, ήταν μικρότερος εκείνος. Το ’ξερες τούτο; Α, δεν το ξερες…
Μετά εμείναμε εκεί, μας εφυλάγανε οι στρατιώτες, οι χωροφύλακες, μας έδινε ο γιατρός κάθε μέρα βιταμίνες και μετά μας επήανε εξορία. Μας επήανε στη Χίο κι αφ’ τη Χίο στη Λήμνο, στη Λήμνο εμείναμε ένα βράδυ και μετά επήγαμε στον Άη Στράτη...

Συνεχίζεται...

2 σχόλια:

  1. καταπληκτικά αυτά τα ντοκουμέντα Γιάννη. Μπράβο σου... θα σου πρότινα κάτι. Πως δεν επεξεργάζεσαι το ηχητικό ντοκουμέντο να το περάσεις στο blog σου να το ακούσουμε και μεις. Συνήθως σε συγκινεί πολύ να ακούς έναν γεροντάκο να αναλύει την ιστορία της ζωής του. και όσο βλέπει ενδιαφέρον τόσο με περισσότερο πάθος τα λέει. Και πιστεύω πως εσύ τον άκουγες με ενδιαφέρον.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πολύ ζωντανή η μεταφορά της θύμησης του μπαρμπα Στέλιου εδώ!
    Ανυπομονώ για το παρακάτω ...της γραφής !!
    Καλό βράδυ

    ΑπάντησηΔιαγραφή