Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2009

Η αγγαρεία της Σοροκάδας

"Χρόνια έχω να κοιμηθώ, μόνο άμα φυσάει βοριάς και τα καλοκαίρια με το μελτέμι κοιμάμαι όλη νύχτα", μου 'πε ο καπτα Γιώργης πριν από λίγο. Τον πέτυχα στο μόλο, μπροστά στο Κατινάκι, ένα τρεχαντήρι τριανταπέντε χρονών, κόκκινο, με πράσινο σπιράγιο και κίτρινη ρίγα στο χείλι της κουπαστής, κουβερτωμένο από πλώρα μέχρι πρύμα και φαρδύ ίσαμε τρισήμισι μέτρα, σκαρί μοναδικό, φτιαγμένο στο Πέραμα. Στεκότανε και το κοιτούσε με τα γαλάζια ξεθωριασμένα μάτια του κι ήτανε αναποφάσιστος. Είχε αναμμένο το περίβλεπτο κι έδειχνε σαν έτοιμο για να σαλπάρει. "Σκέφτομαι να φύγω, να πάω να δέσω στην άλλη μπάντα γιατί βλέπω πως τούτος ο καιρός ειν' καινούριος και θα φουσκώσει η σοροκάδα, εχτές όλη νύχτα τον είχε δυτικό και κοιμήθηκα, μα απόψε άμα δεν έχω το νου μου θα σηκωθώ το πρωί και θα το βρω κομμάτια" μουρμούρισε σαν με είδε. Πράγματι, δυο μέρες τώρα οι καιροί στο νησί είναι άτσαλοι, αλλάζει ο βοριάς με τη νοτιά στη στιγμή, εχτές ήτανε δυτικός από τ' απόγεμα με μπουρίνια κι αστροπελέκια, ούτε τ' αεροπλάνα της γραμμής δε μπορέσανε να κατεβούνε και γυρίσανε πίσω στην Αθήνα, μα ο καπτα Γιώργης είχε το κεφάλι του ήσυχο, κοιμήθηκε όλη νύχτα δίχως να τονε τρώει η αγωνία, άλλες οι σκοτούρες του καπτάνιου κι άλλες του πιλότου. Όση ώρα το μελετούσαμε το ζήτημα εκεί στο μόλο πέρασε κι ο μπάρμπα Γιάννης, "άμε το απ' εκεί μεριά", του 'πε, "να χεις το κεφάλι σου ήσυχο και θα 'ρτω εγώ με το αμάξι να σε πάρω να σε φέρω πίσω". Ο Γιώργης δεν έχει ιδέα από στεριανά, τροχοφόρα. Μονάχα με άξονες και προπέλες πακιάρεται πενηνταπέντε χρόνια τώρα, από τα δώδεκά του μέσα στο γρι γρι, μες στο Ανάργυρος, μες στο Γεώργιος, ύστερα σ' ένα μπότη εξάμετρο και τα τελευταία τριανταπέντε στο Κατινάκι που είναι η μόνη του παρηγοριά στη ζωή. Μαζί ταξιδεύουνε με όλους τους καιρούς, αβύθιστο σκαρί το Κατινάκι, όχι σαν τα τσόφλια τα καινούρια, οργώνει το Ικάριο πέλαγος, οχτώ και δέκα ώρες δρόμο από το απάγκιο του για να ρίξει τα παραγάδια. "Άμα δώσει καμιά μέρα εννιά μποφόρια και το 'κούσεις, κατέβα στο μόλο να σε πάω μια βότα", μου 'πε ο Γιώργης και σαν είδε πως τον κοιτούσα με δυσπιστία, "ούτε νιτσεράδα ούτε τίποτα, μέσα στη γέφυρα θα κάτσομε, θα βάλομε το ραντάρ να βλέπει και θα περνά το κύμα από πάνω μας και θα φεύγει, εμείς θα πηγαίνομε με οχτώ μίλα δρόμο, έτσινά μια βότα όξω από το λιμάνι θα σε πάω και θα σε φέρω πάλι μέσα" συνέχισε για να μου δείξει πως δεν αστειεύται. Όχι πως πίστευα το αντίθετο βέβαια, τον είχα δει μια Κυριακή από τις πρώτες του Νοέμβρη, πρωί ήτανε με κρύο κι ένα βοριά γεμάτο οχτάρι, το κρουαζιερόπλοιο είχε αράξει έξω από το λιμάνι και δε μπορούσε ούτε να μπει, ούτε να κατεβάσει λάντζες για να βγάλει τον κόσμο, χαλασμός γινότανε, το κύμα καβαλούσε τους λιμενοβραχίονες κι άξαφνα να το Κατινάκι, καμαρωτό, κατακόκκινο ν' αρμενίζει, μια να χώνεται και μια να υψώνεται, και να βγαίνει από το λιμάνι με κατεύθυνση νότια κι απάνω στην κουβέρτα του ολομόναχος ο καπτα Γιώργης με την κίτρινη νιτσεράδα να πηγαινοέρχεται σβέλτα από το διάκι μέχρι το κοράκι σαν να μην τρέχει τίποτα, σαν να περπατά στη μπουνάτσα της πλατείας.
Μα τώρα δεμένος στη μόνιμη θέση του στο βορινό μόλο ήτανε αγχωμένος, μην του το σπάσει η σοροκάδα, "έχει κομμάτι ψύχρα και μάλλον θα τονε γυρίσει βοριά", πιο πολύ το ευχότανε παρά το διαπίστωνε, δεν είχε όρεξη να μεταδέσει απόψε, μια βαρεμάρα τον είχε πιάσει ξαφνικά, αγγαρεία τα ταξίδια μες στο λιμάνι, φαινότανε πως δεν το 'θελε να το πιει το πικρό ποτήρι κι όλο το μελετούσε από την αρχή το ζήτημα. Πιάσανε τότε με τον μπάρμπα Γιάννη να λένε για παλιές δόξες και μεγαλεία της θάλασσας, για τα ψαρέματα στους πάγκους των Ψαρών, για μηχανές μαγκιόρες και γλυκιές που 'χανε τότε τα σκαριά, για τα ορτύκια που πέφτανε κοπαδιαστά μέσα στις λάμπες σαν ανάβανε με το γρι γρι Οκτώβρη μήνα με ψιλόβροχο, και βγαίνανε ύστερα στο λιμάνι οι ψαροπούλες με ψάρια και πουλιά ανάκατα απάνω στην κουβέρτα. Και τι δεν άκουσα όσην ώρα αναθυμούνταν οι δυο τους τις παλιές εποχές μα τώρα ούτε ψάρι ουτε πουλί δεν έμεινε πια - ούτε ψαροπούλα, σκέφτηκα- στερέψανε κι οι ουρανοί κι οι θάλασσες, στέναξε ο μπάρμπα Γιάννης κι έφυγε απογοητευμένος και με βιάση διότι ένιωσε μια ψιχάλα στο κεφάλι του, σάλταρε κι ο καπετάνιος στο Κατινάκι κι έσβησε το περίβλεπτο, η αναχώρηση αναβάλεται μέχρι νεωτέρας. "Πάμε ν' ακούσουμε τον καιρό κι άμα τονε δίνει δυτικό θα μείνω εδώ, αν πει σορόκο θα πάω απέναντι"¨δήλωσε κι ήτανε το μόνο σίγουρο αυτό, έτσι θα γινότανε ούτως ή άλλως αφού κόντευε η ώρα έξι κι άμα δεν άκουγε το δελτίο δε θα 'κανε καμιά κίνηση, αλλά δε μπορούσε και να μην κατέβει στη θάλασσα από νωρίς να το μελετήσει μονάχος. Έφυγε κατά το σπίτι του γύρισα κι εγώ στο δικό μου. Μπήκα αμέσως στο διαδίκτυο και πήρα το δελτίο με πιο σύγχρονο τρόπο, 7 μποφόρ σορόκο καθαρό τον έδινε, σε λίγο το Κατινάκι θα διασχίζει κάθετα το λιμάνι, να πάει ν' απαγκιάσει από την άλλη μπάντα, σκέφτηκα, δεν τη γλιτώνεις καπτά Γιώργη την αγγαρεία σήμερα.

4 σχόλια:

  1. Το διάβασα σαν χριστουγεννιάτικο δώρο
    Σ' ευχαριστώ
    politis

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Γλυκόπικρη η γευση της ιστορίας του καπεταν Γιωργη. Μια ζωη ζυμωμένη με την αρμυρα του Αιγαιου, και όταν βλεπεις να αλλάζει η φύση...να αλλάζουν τα χρόνια... Εύχομαι να΄ναι γερός και να χαίρετε τα ταξιδια με το Κατινακι και με μπροφωρια και με μπουνατσα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. o gitonas mou............gia sou re makridaki,san na akouo to kapetanio

    ΑπάντησηΔιαγραφή